Αν ο μύθος μιας ταινίας προσθέτει στην αξία της, τότε είναι μάλλον όχι απλώς θεμιτό αλλά επιβεβλημένο να μεταφέρεται από γενιά σε γενιά η απίστευτη κι όμως αληθινή ιστορία πως ένας άνθρωπος στη Δανία που έβλεπε το «Ενα Ψάρι που το Ελεγαν Γουάντα», ένιωσε τους σφυγμούς του να ανεβαίνουν σε μη επιτρεπτά επίπεδα και τελικά πέθανε από το γέλιο.

Υπάρχει μαρτυρία για το ποια σκηνή της ταινίας παρακολουθούσε εκείνη τη στιγμή (ήταν αυτή όπου ο Κέβιν Κλάιν βάζει τις τηγανητές πατάτες στη μύτη του Μάικλ Πάλιν), όπως μπορεί κανείς να αναζητήσει και τι ακριβώς ανακάλεσε στη μνήμη του ο θεατής που ευτύχησε, μέσα στην ατυχία του, να φύγει από αυτή τη ζωή βλέποντας μια κωμωδία στην οποία μπορούσε να γελάσει δυνατά.

Πράγμα καθόλου προφανές όπως έχει αποδειχτεί δεκάδες φορές μέσα στα χρόνια που προηγήθηκαν και ακολούθησαν το «Ενα Ψάρι που το Ελεγαν Γουάντα» για ένα πολύπαθο είδος όπως αυτό της κωμωδίας που έγινε και γίνεται συχνά συνώνυμο της φάρσας, της χοντροκοπιάς και του «ανεκδότου» - μια εκ των πραγμάτων λανθασμένη αντίληψη για το ίσως πιο σοβαρό και δύσκολο κινηματογραφικό είδος και αυτό που, υπό συνθήκες, μπορεί να είναι και το πιο κοφτερό στην κριτική, τη σάτιρα, την (πολύπαθη κι αυτή) κινηματογραφική διασκέδαση.

Η δημιουργία της ταινίας που έμελλε να γίνει η μεγαλύτερη επιτυχία στη σόλο κινηματογραφική ιστορία του Τζον Κλιζ και μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του βρετανικού σινεμά, ξεκινάει χρόνια πριν το 1989, όταν ο Κλιζ ξεκίνησε να γράφει ένα σενάριο μαζί με τον Τσαρλς Κράιτον, θρυλικό σκηνοθέτη των Ealing Studios και μετέπειτα καθηγητή στο London Film School, υπεύθυνο για ένα από τα δύο classics του στούντιο μαζί με το «The Ladykillers», το «The Lavender Hill Mob» του 1951.

Η μοναδική ιδέα του Τζον Κλιζ πίσω στο 1983 ήταν ένας άντρας που τραύλιζε να ξέρει την πιο σημαντική πληροφορία της ταινίας, ενώ η μοναδική επιθυμία του Κράιτον ήταν πως κάποια στιγμή ένας οδοστρωτήρας θα πατήσει έναν άνθρωπο. Το τι ακριβώς προστέθηκε σε αυτήν την ιστορία μιας ληστείας που θα βρει όλους τους εμπλεκόμενους να προδίδουν ο ένας τον άλλον προκειμένου να αποκτήσουν για τον εαυτό τους το λάφυρο, ανήκει πλέον στην κινηματογραφική ιστορία και δεν εξαντλείται ούτε σε μια γυναίκα που ερεθίζεται από τις «ξένες γλώσσες», ούτε στις απανωτές δολοφονίες (και κηδείες) τριών Γιορκσάιρ Τεριέ, ούτε σε ένα από τα πιο αστεία ανδρικά στριπτιζ που γυρίστηκαν ποτέ, ούτε σε μια μεγάλη σειρά από παρεξηγήσεις που αναζητούν μια κάποια λογική, ούτε βέβαια στο συγκινητικό γεγονός πως ο Τσαρλς Κράιτον θα έφτανε στα 77 του χρόνια για να προταθεί για Οσκαρ σκηνοθεσίας, όταν πριν ο Τζον Κλιζ θα έβαζε την υπογραφή του ως συν-σκηνοθέτης φάντασμα επειδή η MGM δεν ήθελε να εμπιστευτεί την ταινία σε έναν υπέργηρο.

Πατώντας πάνω στην μεγάλη παράδοση των Ealing Studios και με τη φιλοδοξία να εκσυγχρονίσουν τη βρετανική κωμωδία με λίγο από την τρέλα των (δύο εδώ, Κλιζ και Πάλιν) Μόντι Πάιθον και την άριστη επιλογή της Τζέιμι Λι Κέρτις αλλά κυρίως του Κεβιν Κλάιν σε ένα από τα πιο δίκαια Οσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου στην ιστορία του θεσμού, ο Κλιζ και ο Κράιτον έφτιαξαν με το «Ενα Ψάρι που το Ελεγαν Γουάντα» με τη μαεστρία του κλασικού και την γνώση του μοντέρνου, επενδύοντας πάνω στο αλάνθαστο κωμικό timing που προσδίδει στην αφήγηση ο Κράιτον και στην ανεπιτήδευτη ευκολία με την οποία ένα heist movie γίνεται και κοινωνική σάτιρα και ένα καυστικό σχόλιο για τη Μεγάλη Βρετανία και μια ρομαντική κομεντί.

Οσο κι αν νιώθεις πως η ταινία φέρει εμφανώς πάνω της τα 30 χρόνια της, κυρίως λόγω της απλότητας (βλ. καθαρότητας) των αστείων αλλά και του αμφιλεγόμενου χαρακτήρα της Τζέιμι Λι Κέρτις (που κρύβει μέσα του ταυτόχρονα κάτι αναχρονιστικό αλλά και απίστευτα μοντέρνο καθώς όπως θέλει και η στατιστική, ανάμεσα σε άλλα, φιλιέται με όλους τους άντρες πρωταγωνιστές της ταινίας), είναι αξιοσημείωτο πως εδώ έχουμε να κάνουμε με επίθεση στην πολιτική ορθότητα με ισχυρές δόσεις ειλικρίνειας. Από τον ήρωα του Μάικλ Πάλιν που τραυλίζει σαν να ήταν έτσι εκ γενετής και όχι μόνο για να προκαλέσει γέλιο (βάσισε τον ηρωά του στον πατέρα του που τραύλιζε) μέχρι την ακατέργαστη… ανοησία του πραγματικά αξιολάτρευτα και απίστευτα αστείου Κέβιν Κλάιν και από τη μελαγχολία που φέρει ως κωμικός - γίγαντας ο Τζον Κλιζ μέχρι τις μικρές υπέροχες λεπτομέρειες που γεφυρώνουν το σλάπστικ με την κωμωδία καταστάσεων, το «Ενα Ψάρι που το Ελεγαν Γουάντα» μπορεί να μην αξίζει να σε σκοτώσει από τα γέλια, αλλά μπορεί να σε κάνει να γελάσεις πάρα πολύ δυνατά.

Πράγμα ίσως σημαντικότερο σε ένα κόσμο που μοιάζει να έχει χάσει πλέον την αίσθηση και κυρίως την ουσία του χιούμορ. Στη ζωή και το σινεμά.