Ενημέρωση

Από τα αρχεία | Μια συνέντευξη και ένα κείμενο για το «Μετέωρο και Σκιά» του Τάκη Σπετσιώτη

στα 10

Μια κριτική της Κατερίνας Ευαγγελάκου και μια συζήτηση του σκηνοθέτη με τον Μπάμπη Ακτσόγλου για την εμβληματική ταινία του 1985.

Flix Team
Από τα αρχεία | Μια συνέντευξη και ένα κείμενο για το «Μετέωρο και Σκιά» του Τάκη Σπετσιώτη

Σ' αναγνώριση ενός ποιητή
της Κατερίνας Ευαγγελάκου

«Μετέωρο και Σκιά» | Παραγωγή: Δημήτρης Σπετσιώτης - Κέντρο Ελληνικού Κινηματογράφου. Δημήτρης Σπετσιώτης | Σενάριο: Δημήτρης Σπετσιώτης. | Φωτογραφία: Φίλιππος Κουτσαυτής | Μουσική επιμέλεια: Δημήτρης Σπετσιώτης | Μοντάζ: Δέσποινα Μαρουλάκου | Σκηνογράφος Ενδυματολόγος: Ντόρα Λελούδη. | Ηχοληψία: Mαρίνος Αθανασόπουλο | Ερμηνευτές: Τάκης Μόσχος, Νικόλαος Αλεξίου, Εσθήρ Φράγκα, Χρήστος Ευθυμίου, Γιάννης Ζαβραδινός, Νικόλαος Φρονιμόπουλος, Αβέτ Σφακινάκη | Διάρκεια: 90'

Για τον ποιητή..

«'Evας άνθρωπος δε λέγεται βέβαια ποιητής, επειδή έχει μόνο την ευκολία να γράφει στίχους. H εσωτερική του ποιότης και ωριμότης, καθορίζει την ιδιότητα αυτή!
Όταν είναι βαθύτατα συντονισμένος, και κατέχει ως ένα κορυφαίο βαθμό, την ικανότητα να δέχεται και v' αφομοιώνει όσο δυνατόν, γενικότερα και πιο έντονα, τους μυστικούς παλμούς που του προσφέρουν όλα τα γύρω, είναι ήδη γεννημέvος ποιητής!

Αν δε σ' αυτό προστεθεί και η Κάπως μηχανική ευκολία να γράφει στίχους, πράγμα που είναι αρκετά κοινό, και συναντάται σε πολλούς ανθρώπους, που δεν είναι μολοντούτο ποιηταί, Τότε και μόνο τότε, έχει το δικαίωμα απέναντι των άλλων, να ονομάζεται με τ' όνομα εκείνο!

ανέκδοτο χειρόγραφο
του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη

Για την ταινία

Ξεφυλλίζοντας τα κείμενα που δημοσίευσαν κατά καιρούς οι τιμητές του έργου του Λαπαθιώτη. διαπίστωσα ότι τόσο οι υπέρμαχοι όσο κι οι επικριτές στέκονται με περισσή επιμονή στην προσωπικότητά του. παρακάμποντας συχνά την ποιητική αξία του έργου του που θεωρείται αμφιλεγόμενο και ξεπερασμένο.

Το «Μετέωρο και Σκιά» δεν έρχεται v' αποκαταστήσει αυτή την αξία, αντίθετα, επικυρώνει και καταθέτιει αυτό το μύθο, την ατμόσφαιρα που δημιουργεί στον κάθε αναγνώστη η επικοινωνία με τη ζωή και το έργο του Λαπαθιώτη. O Σπετσιώτης. εκτός από σκηνοθέτης. αποδεικνύεται και «καλός αναγνώστης» με την έννοια αυτού που κάνει την ανάγνωση προσωπική του υπόθεση.

Ο Ν. Λ., μορφή τραγική όσο και o άλλος αυτόχειρας ποιητής Κώστας Καρυωτάκης. τον οποίο γνώριζε και αγαπούσε. έζησε σαν πρίγκηπας («πρίγκηπα των Ποιητών» τον αποκαλούσε ο λογοτεχνικός κύκλος της εποχής του) ακόμα και την περίοδο της μέγιστης οικονομικής του ένδειας και αυτοκτόνησε λίγους μήνες πριν την απελευθέρωση της Αθήνας από τη Γερμανική Κατοχή εγκαταλελειμένος και πάμπτωχος στο πατρικό του σπίτι στα Εξάρχεια.

Πνευμα ανήσυχο και χαρισματικό ασπάζεται την κομμουνιστική ιδεολογία. βιώνει την ομοφυλοφιλία του στο φυσικό της περιβάλλον. αναγνωρίζει το ρεμπέτικο, συντεριάζεται με τα κουτσαβάκια και τους χασισοπότες κάνοντας κι o ίδιος χρήση ναρκωτικών.

Με το πρόσχημα της βιογραφικής ταινίας (τα ιστορικά γεγονότα με αποκορύφωμα τη γερμανικήκατοχή. περνάν σαν απόηχος από το κυρίως σώμα της ταινίας) ο Σπετσιώτης κάνει βουτιά στο χώρο των νεοελληνικών γραμμάτων, αλλά και μία προσωπική ταινία πολυεπίπεδης ανάγνωσης.

Ο ρυθμός της αφήγησης είναι σπονδυλωτός (η ταινία χωρίζεται σε έξι επιμέρους ενότητες) με αποτέλεσμα να έχουμε μεγάλες χρονικές αφαιρέσεις, η παράθεση μικτή. άλλοτε με μορφή off λόγου (αφηγηματικού ή σχολιαστικού χαρακτήρα) κι άλλοτε σε αυτοδύναμες σεκάνς, συμπληρώνεται από διαλόγους που συχνά είναι αυτούσια παρμένοι από κείμενα και μαρτυρίες ανθρώπων που γνώρισαν τον ποιητη.

Η εικονογράφηση (παλιοκαιρίτικη ατμόσφαιρα δοσμένη από παλ χρωματισμούς) επιβλητική στο όριο του ζωγραφικού, Κάποτε παγώνει την εσωτερική ζωή του πλάνου (χαρακτηριστική η σκηνή στον τεκέ αναδύει ατμόσφαιρα αναγεννησιακού πίνακα).
Η τάση αυτή δεν είναι βέβαια κυρίαρχη στην ταινία.
Η πρώτιστη ανάγκη είναι να δομηθούν (σεναριακά και σκηνοθετικά) αποφασιστικές στιγμές (περιεκτικές ή συμβολικές) στις οποίες λόγος και δράση να λειτουργούν ισότιμα προς την κατεύθυνση της αναγνώρισης του ποιητή.

Πολυάνθρωπες, περιγραφικές σεκάνς (κομμουνιστική διαδήλωση, στέκια αγοραίου έρωτα. δεξιώσεις, φιλολογικές συναντήσεις κλπ) εμβάλλονται στη ζωή του "εσωτερικού χώρου» του ποιητή. Ο χώρος αυτός (το πατρικό σπίτι) γίνεται μάρτυρας όλης της πορείας του Λαπαθιώτη.

Τα πρόσωπα της μητέρας, του Κλέωνα Παράσχου, του Μήτσου Παπανικολάου (μαζί με τα άλλα δευτερεύοντα και σχηματικά) όντας μικρόκοσμος που περιβάλλει τον κυρίως ήρωα θα γίνουν εργαλεία μεταβίβασης και άρθρωσης είτε του λόγιου χαρακτήρα είτε του συναισθηματικού πεδίου τοι) Λαπαθιώτη. Μέσα από αυτές τις σχέσεις θα διαφανεί ο θαυμασμός του για τον Ο. Ουάιλντ, φιλοσοφικές απόψεις. το. αντιπολεμικά του πιστεύω, και πολλοί στοχασμοί του πάνω στην ποίηση. τη ζωή. τον έρωτα.

Η μητέρα (σχέση κλειδί) είναι εκείνη που θα οδηγήσει τα βήματά του και αυτή, μόνη απ' όλους, θα αποδεχθεί τις ιδιομορφίες και τα καπρίτσια της νυχτερινής ζωής του. Η πτώση του Λαπαθιώτη που δεν oφείλεται μόνο στην οικονομική του κατάρρευση. στον πόλεμο και στο ξεπέρασμα της ποίησης που αντιπροσώπευε αλλά και στο θάνατο αυτής της πιο ένθερμης υποστηρίκτριάς του, ήταν κάθετη και οριστική. Το αίσθημα της απώλειας καταφάνερο στην ποίηση και στη ζωή του.

O Σπετσιώτης φάνηκε να έχει πλήρη έλεγχο της κατάστασης• δεν πειραματίστηκε, δεν ταλαντεύτηκε και δεν αυθαιρέτησε στο ελάχιστο. Ίσως η μορφήτου Λαπαθιώτη. μυθική κι αξεπέραστη μέχρι σήμερα να επιτρέπει ελεύθερες ποιητικές μεταφορές. Ο Σπετσιώτης κρατάει την ποιητική μεταφορά κι αρνείται την όποια ελευθερία θα μπορούσε ν' ασκήσει.

Με την επίσης (ακαδημαϊκή θα έλεγα) μείζονα ερμηνεία του Τ. Μόσχου και τη συμβολή των Φ. Κουτσαφτή (διεύθυνση φωτογραφίας) και Ντόρας Λελούδη (βραβείο ντεκόρ - κοστουμιών). η ταινία δημιούργησε μια από τις καλύτερες εντυπώσεις του φετινού Φεστιβάλ.

[Κάμερα για τον κινηματογράφο - Τεύχος 4-5, Ιανουάριος 1986]

Μετέωρο και Σκιά


Ο Τάκης Σπετσιώτης συνομιλεί με τον Μπάμπη Ακτσόγλου

ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ

Τάκη ας αρχίσουμε καλύτερα με τη δραματουργική σύλληψη της ταινίας. Η ιδέα του «Μετέωρου και Σκιά» υπάρχει από παλιά μέ­σα σου και κατά πόσο άλλαξε όλο αυτό το διάστημα που την επεξεργάζεσαι;

Το σχέδιο του «Μετέωρου και Σκιά» υπάρχει μέσα μου, πολύ πριν την «Αναπαυτική Μεριά», δηλαδή την πρώτη μου ταινία μεγάλου μήκους (1981). Άρχισα να το σκέφτομαι στα­διακά γύρω στα 1978 - 79, που δεν έ­κανα τότε κινηματογράφο, παρά μόνο μερικά πειράματα αντεργκράουντ σε 16 και σούπερ - 8. Επειδή παλιά από την ε­ποχή που ήμουν στο Γυμνάσιο, είχα σκεφθεί ορισμένα πράγματα για τον Λαπαθιώτη κι είχα βρει αυτό το υλικό, μ’ ενδιέφερε να το κάνω σενάριο. Δεν ήξερα βέβαια τί φόρμα θα έπαιρνε το υλικό αυτό, γιατί δεν ήταν διασκευή ενός βιβλίου, μιας μυθιστορηματικής βιογραφίας σε σενάριο συγκεκριμένα, αλλά υπήρχαν κάποιες σημειώσεις, κά­ποια χρονογραφήματα, η επιφυλλιδο­γραφία της εποχής σε λογοτεχνικά περιοδικά, κάποιες φιλολογικές ανα­μνήσεις, ένα σκόρπιο ετερόκλητο κι ανεπίσημο υλικό.

Δεν έχει γίνει ποτέ λογοτεχνικό αφιέρωμα στον Λαπαθιώτη, στα παλιά περιοδικά ή την ΕΣΤΙΑ για παράδειγμα;

Έχουν γίνει σ’ αυτά τα παλιά περιο­δικά, αλλά δεν υπάρχει ένας σκελετός, μια δομή όπως σε μια μυθιστορηματική βιογραφία που θα με βοηθούσε κατευ­θείαν να το κάνω σενάριο. Έπρεπε να βρω εγώ μόνος μου τους σπόνδυλους, τα νήματα για να δεθούνε όλα αυτά τα πράγματα. Όταν μετά την ΑΝΑΠΑΥΤΙ­ΚΗ ΜΕΡΙΑ σκέφθηκα να δουλέψω το «Μετέωρο και Σκιά» στην ήδη υπάρχουσα βιβλιογραφία που είχα από πα­λιά, έκανα μια άλλη επισταμένη έρευνα όπου βρήκα τα πάντα: ότι υπάρχει από το 1905 μέχρι το 1985 για τον Λαπα­θιώτη. Φωτοτύπησα ακόμα και τα ιδι­ωτικά αρχεία. Σκέφθηκα λοιπόν να βάλω εγώ όλο αυτό το υλικό σε μια τάξη, με μια πολύ απλή αλλά κατά τη γνώμη μου συμπυκνωμένη και συνεκτική λογι­κή. Δηλαδή, να κάνω μια δομή βιογρα­φίας όχι μυθιστορηματικής, αλλά ποιητικής, όπου συμπυκνώνονται τα κυριότερα γεγονότα, μέσα από αφαιρετικές διαδικασίες, ικανά για να περιγράφουν αυτόν τον άνθρωπο και τον κοινωνικό του περίγυρο σε δεδομένη στιγμή, που περιληπτικά δίνουν τη ζωή του και που είναι οι πιο ουσιαστικές.

Αυτό το ήθελα για ν’ αποκαθαρθεί το υλικό που είχα και για να βγουν οι σημασίες πιο έντονα. Βέβαια επειδή υπήρχε το πρόβλημα ότι θα έπρεπε να κρατήσω μια σειρά, απέφυγα να κάνω χρονικές επιστροφές μπρος και πίσω κι ακολούθησα μια ορθόδοξη χρονολο­γική σειρά. Η πρώτη στιγμή είναι αυτή που βλέπουμε τον ήρωα πάρα πολύ μι­κρό, μια ελάχιστη στιγμή πριν τους τί­τλους. Η δεύτερη στιγμή είναι γύρω στα 1909, όπου ο ήρωας είναι ήδη δαν­δής και νέος, η τρίτη είναι γύρω στα 1919 όταν είναι ακόμα ιδιόρρυθμος και ξεχωριστός για τον αθηναϊκό περίγυρο.

Έχει αρχίσει ν’ αναπτύσσει την ποιητι­κή του δραστηριότητα και να διαμορ­φώνει το φιλοσοφικό και ιδεολογικό του προσανατολισμό. Η τέταρτη είναι η περίοδος που αρχίζει να δύει, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και την είσο­δο του προλεταριάτου, η πέμπτη είναι η νυχτερινή του θητεία στο Ζάππειο, η έκτη είναι η «ντεκαντάντ» εποχή ό­που ζει έντονα τη νύχτα και πεθαίνει η μητέρα του και η τελευταία είναι η Κατοχή και ο ολοκληρωτικός ξεπεσμός, ηθικός και οικονομικός. Πρόκειται στην ουσία για έξη ενότητες μ’ έναν πρόλογο στην αρχή.

Αυτό που έκανα είναι η αφήγηση να μην έχει τη δομή ούτε ενός θεατρικού έργου, ούτε ενός μυθιστορήματος, ούτε μιας νουβέλας, από την άποψη ότι δεν ακολουθούνται οι κλασικές αρχές της δραματουργίας, χωρίς όμως να υπονο­μεύονται κιόλας εντελώς. Υπάρχει δη­λαδή μια ίση μεταχείριση της κάθε επο­χής και της κάθε περιόδου του ήρω­α, όπου κυριαρχεί ένα μικτό είδος: άλ­λες φορές υπάρχουν στοιχεία δράσης κι άλλες φορές παρεμβάλλονται στοι­χεία στοχασμού και γενικά σκέψης πά­νω σ’ αυτά που γίνονται. Θα χαρακτή­ριζα το παραπάνω εγχείρημα μυθοπλα­στικό, αλλά μυθοπλασία από την πλευρά της ποίησης και λιγότερο από την πλευ­ρά της κλασικής δραματουργίας (κορύ­φωση, εξέλιξη, λύση των τεκταινομένων). Γιατί δεν έχω να κάνω μ’ ένα μυθιστόρημα ή θεατρικό έργο. Ορισμένες φορές μου φαινόταν αρκετά αδύνατο να επιτευχθεί εντελώς, αλλά μ άρεσε γιατί μπορούσαν να μπαίνουν πράγματα από διαφορετικές κατευθύνσεις, που δεν θα μπορούσαν να μπουν σε μια μυθι­στορηματική ή θεατρική μυθοπλασία.

Από την άλλη νομίζω ότι δεν είναι ένα έργο χαρακτήρων. Αφηγείται μια ψυχική οδύσσεια, υπάρχουν μέσα και χαρακτήρες, αλλά υπάρχουν και άνθρω­ποι πιο σχηματικοί ή άνθρωποι που περ­νάνε σαν σύμβολα, σαν φορείς ιδεών. Για παράδειγμα οι έξη φίλοι, που είναι ο καθένας ένας τρόπος για να δούμε τον ποιητή σε μια δεδομένη στιγμή, σε μια δεδομένη εποχή ή για ν’ ανακαλύψουμε μια πτυχή του χαρακτήρα του, είναι άλλοτε πιο ολοκληρωμένοι σαν χαρακτήρες, (όπως ο Παπανικολάου ή ο Αλίνης, τον οποίο ξέρουμε σαν χα­ρακτήρα πολύ ξεκάθαρα, όμοια μ’ έναν χαρακτήρα του κλασικού κινηματο­γράφου) κι άλλοτε δανείζουν τ’ όνομά τους σε μια περίοδο και διαμέσου των δικών τους μαρτυριών βλέπουμε τον Λαπαθιώτη,χωρίς όμως να είναι χαρα­κτήρες, αλλά απλοί συνοδοί. Είναι ό­πως όταν ζωγραφίζεις, αλλού οι πινε­λιές είναι πολύ πιο αδρές και το σύνο­λο είναι πιο ολοκληρωμένο κι αλλού είναι απλώς τόνοι, σκιτσαρίσματα. Το ί­διο και ο κόσμος: αλλού είναι μέσα στη δραματουργία περισσότερο οπτικός, όχι ολοκληρωμένος δραματουργικά. Ακό­μα και ο ποιητής που είναι co κύριο πρόσωπο και γύρω του υπάρχει όλη αυτή η συνοδεία, αλλού είναι πιο στέρεος σαν χαρακτήρας και πολύ πιο καθαρός σ’ αυτά που υποστηρίζει και σ’ αυτό που λέει ή και στον τρόπο με τον οποίο πάσχει σε σχέση μ’ ό,τι δέχεται από το κοινωνικό σύνολο που τον περιβάλλει κι αλλού είναι μια σκέτη φιγούρα που μας βοηθάει ο ίδιος να δούμε τον περίγυρό του.

Για παράδειγμα στη σκηνή του πάρκου, σχεδόν εξαφανίζεται, γίνεται ένας συνδετικός κρίκος για ν’ ακούσουμε τους άλλους ανθρώπους να μιλάνε. Το ίδιο συμβαίνει στην σκηνή της διαδή­λωσης, το βάρος ρίχνεται περισσότερο στη μάζα.

Μερικοί θεώρησαν ελάττωμα της ται­νίας αυτό το πράγμα. Βρήκαν πιο δυ­νατά τα μέρη που ο ποιητής υπάρχει σαν χαρακτήρας, στέρεα. Δε νομίζω. Δεν απέβλεπα εκεί. Αν είχε έναν άλλο τίτλο η ταινία θα λεγόταν «Ο κόσμος του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη». Μ’ ενδιέφερε πάρα πολύ αυτό το παιχνίδι της αντιπαράθεσης του κόσμου και του ήρωα. Ο ποιητής και η κοινωνία ήταν το θέμα.

Χάρη σ’ αυτό νομίζω ότι απέφυγα να είναι η ταινία πιο ελαφριά, πιο εύπεπτη, πιο συμβατική. Δεν θα ήθελα με κανένα τρόπο να κάνω μια ποιητικίζουσα, νοσταλγική, καλλιγραφική αναπα­ράσταση εποχής, ούτε ένα ψυχόδρα­μα του Λαπαθιώτη μ’ όλα τα κλισέ ε­νός κινηματογράφου που δεν μ’ αρέ­σει. Όπως για παράδειγμα να τονίσω πολύ την οιδιπόδεια αγάπη για τη μη­τέρα του, για την οποία έχουν μιλήσει κατά κόρον οι αναλυτές του έργου του. Ήθελα όλα αυτά να περάσουν υπαινικτικά και να μη δώσω πολύ βά­ρος. Αντίθετα μ’ ενδιέφερε να τονίσω την ποιητική του στάση απέναντι στον κόσμο και να τον δω ποιητικά τον ίδιο από την άποψη του κινηματογράφου. Να τον δω έτσι όπως ο Παζολίνι εννοεί τον κινηματογράφο.

Βοηθήθηκα πολύ σ’ αυτήν την επιλο­γή, γιατί έτσι έσπασα το ομοιογενές σύνολο που συγκροτούσε η προσωπι­κότητα του ποιητή και το εσωτερικό του σπιτιού του, με άλλα πράγματα πιο ετερόκλητα, που είναι από τοίχους κτι­ρίων μέχρι τον κόσμο, άλλοτε σ’ έξαρση (όπως οι διαδηλωτές και ομοφυλό­φιλοι του πάρκου), άλλοτε ακίνητος σαν υπνωτισμένος όπως οι ουρές της

Κατοχής ή οι αλήτες της σπηλιάς με το όπιο κι άλλοτε σε ηδονική συμμετο­χή με τα νιάτα του κόσμου και τις γύ­ρω ερωτικές χαρές, όπως στη σκηνή της «Ραμόνας» σε μια ακόλαστη χαρά, Αυτή είναι με λίγα λόγια η δραματουργική σύλληψη της ταινίας.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ

Έχω ορισμένες αντιρρήσεις για τον τρόπο που ο ελληνικός κινηματογράφος ή η τηλεό­ραση θίγουν την Ιστορία. Συνήθως αυτή ει­σάγεται σαν εξωτερική είδηση μέσω ενός προ­σώπου, ενώ απουσιάζει από την υπόλοιπη ανα­παράσταση, πλην των εσωτερικών ιστορικών χώρων ή κάποιων γραφικών στιγμών. Στο «Μετέωρο και Σκιά» υιοθετείς μια παρόμοια αντίληψη. Αυτό το έκανες γιατί δεν είχες την οικονομική δυνατότητα να προβείς σε μια πλή­ρη ιστορική αναπαράσταση ή γιατί ήταν μια ηθελημένη εξαρχής αισθητική επιλογή;

Στο σενάριο δεν είχα τίποτα άλλο, που αφορά αναπαράσταση εποχής και να μην το έδειξα. Δεν πρόβλεψα για πα­ράδειγμα στο πρώτο μέρος να δείξω το μεγάλο συλλαλητήριο του 1909, όταν ήταν να έλθει ο Βενιζέλος από την Κρήτη κι η επανάσταση στο Γουδί εί­χε αποτύχει. Δεν μ’ αρέσει η αναπαρά­σταση της Ιστορίας στο σινεμά, παρά μόνο κι όταν η αναπαράσταση αυτή γί­νεται σαν απόρροια μιας συγκεκριμέ­νης ιστορικής στιγμής, όπως συνέβη με τον κλασικό σοβιετικό κινηματογράφο.

Εγώ προσπάθησα να δω την Ιστορία περισσότερο ανεκδοτολογικά. Δεν είχα κανένα κινηματογραφικό οδηγό γι’ αυτήν την αναπαράσταση της Ιστορίας, παρά μόνο ορισμένα ποιήματα του Καβάφη.

Μελέτησα τον τρόπο με τον οποίο μπαίνει εκεί η Ιστορία σαν φόντο (π.χ. στο ποίημα «Ο Δαρείος»). Έτσι χρη­σιμοποίησα την Ιστορία στο πρώτο μέ­ρος για να δείξω ότι ήταν άρρηκτα δε­μένη με τον ήρωα: ο ποιητής προέρ­χεται από ένα ιστορικό περιβάλλον, όχι γιατί ανήκει σε μια άλλη απομακρυ­σμένη εποχή, αλλά γιατί το σπίτι του έζησε και βίωσε τα ιστορικά γεγονότα. Ο πατέρας του ήταν Υπουργός Άμυ­νας, η Ιστορία είναι μέρος της μυθο­πλασίας, ο ίδιος ο Λαπαθιώτης παρακο­λουθούσε παρελάσεις με τον πατέρα του. Σε μια εποχή όπου δεν υπήρχε καμιά αστική τάξη και παράδοση, στην Ελλάδα, καθώς δεν υπήρχε βιομηχανι­κή επανάσταση ποτέ πριν (ο ίδιος ανή­κε σε μια αριστοκρατική οικογένεια, σε μια τάξη δηλαδή λίγο δυστυχισμένη και μετέωρη), σε μια τέτοια εποχή λοι­πόν, ο όλος του δανδισμός και οσκαρουαλντισμός, μου φαινόταν ότι είχε ένα κωμικό στοιχείο σε σχέση με την Ιστορία. Χρησιμοποίησα τον ερχομό του Βενιζέλου και την κρίση που περ­νούσε τότε η Ελλάδα σ’ αντιπαράθεση με το ποίημα «Κίτρινη μονάχη», τ’ οποίο είδα και λίγο ειρωνικά προς το Λαπαθιώτη. Πάντα όμως μ’ αγάπη προς τον ποιητή, που είναι ακόμα ασυνειδητοποίητος.

Προσπάθησα ν’ αφαιρέσω πράγματα, να μη δείξω ποτέ δυο φορές τα ίδια, ού­τε καν σαν λάιτ-μοτίβ. Το ίδιο έγινε και με την εποχή που δείχνω την στρα­τιωτική του θητεία στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν μ’ ενδιαφέρει να δείξω αυτά που λέει, γιατί ακριβώς δεν μ’ εν­διαφέρει ο στρατιωτικός του περίγυ­ρος, αλλά ο λόγος του Λαπαθιώτη για τον στρατό, που μας δείχνει ότι σιγά - σιγά αρχίζει να μπαίνει περισσότερο στον κόσμο ιστορικά και να συνειδητο­ποιεί τα πράγματα που γίνονται γύρω του. Αρχίζει να φεύγει από την κάπως επιπόλαιη πρώτη προσέγγιση των πο­λιτικών και κοινωνικών πραγμάτων της ζωής και βλέπει στη Γαλλία τις φιλε­λεύθερες ιδέες, το δικό του ωραίο.

Πήρα τις σημειώσεις του για το πώς πέρασε στο στρατό (από το κείμενο «Η ζωή μου» που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Μπουκέτο») και έβγαλα από κει μέσα την αντίθεσή του με τους φί­λο-πρωσικούς, δείχνοντας μόνο τη στολή του. Δεν χρειαζόταν τίποτ άλ­λο ν’ αναπαραστήσω. Κι όμως ακούμε για την ιστορία εκεί, για τη δική του ι­στορία σε σχέση με την ιστορία της χώ­ρας, της Ευρώπης.

Σε άλλα σημεία η Ιστορία είναι πολύ πιο καθοριστική, όπως το 1922 που κα­τά τη γνώμη μου είναι μαζί με την Κα­τοχή, η κυριότερη ιστορική στιγμή της ταινίας και που δεν μπορούσε να μην αναπαρασταθεί. Με ποιά έννοια: η βου­κολική μέχρι τότε Αθήνα, η Αθήνα της ρίγανης και των τσομπάνων, διαβρώνεται μετά τη Μικρασιατική καταστροφή από νέες δυνάμεις. Σε μια εποχή όπου μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει αρ­χίσει ν’ αλλάζει ο κόσμος και να εμφανί­ζονται νέα κοινωνικά και πολιτικά ρεύ­ματα, στην Ελλάδα έρχεται ένα νέο αί­μα, το εργατικό δυναμικό, πίσω από τα πρώτα βιομηχανικά κέντρα που έχουν αρχίσει ν’ αναπτύσσονται και που δίνει το στίγμα της εθνικής μας ταυτότητας, σαν λαού, βαθύτατα τραυματισμένου από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Αυ­τό είναι κάτι που ήθελα να δείξω, ό­πως και τη σχέση του ποιητή με τα γε­γονότα και πώς σημάδεψαν τον κοινω­νικό χώρο. Είναι πολύ σημαδιακό. Ε­ξάλλου αρχίζει το ρεμπέτικο, έρχεται το λαϊκό τραγούδι…. Ο Λαπαθιώτης ήταν ένας από τους πρώτους που το εί­χε αναγνωρίσει.

Μου άρεσε πολύ μια κριτική που έ­γραψε ο Αλέξης Δερμεντζόγλου, όπου αναφέρει ότι είναι εύστοχες οι λύσεις στην ταινία για το πώς η Ιστορία έρχεται στην επιφάνεια και πώς εξαφανί­ζεται. Η Ιστορία έρχεται το 1922 που βγάζει τον ποιητή από τον παλιό, σχε­δόν αφελή μικροαστικό κόσμο των προ—πολεμικών χρόνων (του Α’ Παγ­κοσμίου Πολέμου) και τον εισάγει στο περιθώριο, στους ρεμπέτες, στους ομο­φυλόφιλους του πάρκου, τους οπιοφάγους, στη νύχτα. Εκεί που ξαναφαίνεται πάλι η Ιστορία είναι στην Κατοχή κι αυ­τό είναι σημαδιακό (και το δείχνω με τις σκηνές της ουράς και της σταφί­δας), για το γεγονός ότι εκεί πια η Ι­στορία μας δείχνει τον ποιητή ολότελα συντετριμμένο, οικονομικά και ηθικά. Αποτελεί πια για τα χρόνια της Κατο­χής ένα ζωντανό αναχρονισμό, ακόμα και σαν ποιητής. Η τέχνη έχει αλλάξει, ο σουρεαλισμός κάνει την πρώτη του εμφάνιση, έχει οπαδούς, οι φίλοι του Λαπαθιώτη δεν τον ακολουθούν πια και ο ίδιος είναι ένας παλιωμένος ρομαντι­κός, ένας άνθρωπος που είχε παίξει ένα πολύ σοβαρό ρόλο τα πρώτα χρό­νια στα γράμματα του τόπου μας, αλ­λά που ανίκανος από εγωισμό να δει τις νέες αξίες και ιδέες, πληρώνει α­κριβώς αυτό που είναι.

Όλες οι άλλες ιστορικές στιγμές περνάνε σαν φόντο ή αναφέρονται μέσα από κάποιο λογοπαίγνιο ή κάποια είδη­ση. Προσπάθησα να ζυγίσω πού φαί­νεται ο Ιστορία και πού χάνεται, πού κυριαρχεί ο ποιητής και πού ο κόσμος. Είναι ένα στοιχείο σαν αλληλοσυγκοινωνούντα δοχεία, μπαίνει το ένα μέσα στ’ άλλο, αλλά δεν κυριαρχεί ποτέ κάτι. Αυτό εννοώ μιλώντας για μικτή, ποιητι­κή μυθοπλασία, η οποία όμως έχει μια εξέλιξη, δεν βλέπεις ποτέ τα ίδια πράγ­ματα και δεν κυριαρχούν οι επαναλή­ψεις.

Γιατί στην ταινία απουσιάζει σχεδόν τελεί­ως η αναφορά στο ποιητικό έργο του Λαπα­θιώτη;

Απουσιάζει εντελώς. Χρησιμοποιώ το ποιητικό του έργο επίσης ανεκδοτολογικά. Θα μπορούσα μάλιστα να ισχυρι­στώ ότι απουσιάζει πολύ περισσότερο από την ιστορία. Υπάρχει μόνο το τσιτάρισμα δύο στίχων από ένα από τα πιο γνωστά ποιήματα της πρώτης περιό­δου, που προκάλεσε πολλά σκάνδαλα. Κι αυτό το έκανα όχι γιατί δεν μ’ αρέσει ο ποιητής Λαπαθιώτης. Παρά τον κά­πως παλιωμένο κόσμο των αισθημάτων της, η ποίηση του Λαπαθιώτη, είναι αρ­κετά ουσιαστική. Όμως δεν εύρισκα δραματουργικό ενδιαφέρον στο να βά­λω την ποίησή του μέσα στην ταινία. Δεν μ’ αρέσουν οι συμβάσεις του τύπου να δείχνω έναν ποιητή να γράφει ή να σκέφτεται, παρά μόνο ανεκδοτολογικά. Κι αυτό το έκανα όταν συνθέτει το ποίημα «Μονάχη Κίτρινη» που είναι ένα από τα καλύτερα ποιήματα της πρώτης περιό­δου του.

Από την άλλη δεν ήθελα καθόλου μια φιλολογική ανάλυση του έργου του. Ούτε κάποια εικονογράφηση της ποίησής του. Θα φαινόταν ψευτο—ποι­ητικό το αποτέλεσμα. Ταυτόχρονα ήθε­λα να δώσω πιο οξύ και δραματικό περι­εχόμενο στον ποιητή εν απουσία της ποιήσεώς του. Γιατί αυτό που υπερά­σπισε ο Λαπαθιώτης δεν ήταν τόσο η ποίηση σαν αξία της κατασκευής ενός ποιήματος, αλλά της γενικότερης αίσθη­σης του ποιήματος και της ποίησης.

Η άποψη που υποστηρίζω και που δικαιώνει τον Λαπαθιώτη στο χρόνο και τον κάνει έναν άνθρωπο σημερινό και μοντέρνο, δεν είναι το γεγονός ότι ήταν ένας ποιητής με τη στενή σημασία του όρου, αλλά ένας ποιητής που το συντηρητικό πνεύμα της εποχής του δεν κατάλαβε. Για τον Λαπαθιώτη, εκτός απ’ αυτά που έγραψε και δημοσίευσε, ποίηση είναι και η δημόσια παρουσία του: οι καλλιτεχνικές και πολιτικές του πεποιθήσεις, ο τρόπος ζωής του (για 30 χρόνια κυκλοφορούσε μόνο τη νύ­χτα, δεν είχε δει ποτέ το φως της ημέ­ρας), η επιδίωξη της προβολής με διά­φορους εκκεντρισμούς, άλλοτε για ση­μαντικά θέματα κι άλλοτε για ανούσια εντελώς ασήμαντα, όπως το πώς ντυνόταν, τί λουλούδι φορούσε στο πέτο του… Κι όλ’ αυτά τον κάνουν ιδιαίτερα μοντέρνο. Το λέει εξάλλου και ο ίδιος:

«Ένας άνθρωπος δεν λέγεται μόνο ποι­ητής, επειδή έχει την ευκολία να γράφει στίχους. Η εσωτερική του ποιότητα και ωριμότητα καθορίζει την ιδιότητά του αυτή».

Κινηματογραφικά τετράδια - Τεύχος 22-23, Δεκέμβριος 1985}


Δείτε εδώ το «Ναπολέων Λαπαθιώτης» του Τάκη Σπετσιώτη γυρισμένο το 1983 για την ελληνική τηλεόραση, ένα ««ελεύθερο πορτραίτο του αθηναίου νεορομαντικού ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη (1888-1944)» για τη σειρά της ΕΡΤ 1 «Οι Ποιητές Μας». Παίζουν Κωνσταντίνος Τζούμας, Γιάννης Ζαβραδινός. Σενάριο- Σκηνοθεσία Τάκης Σπετσιώτης | Διάρκεια 33΄ | Πρώτη προβολή 17-1-1983 ΕΡΤ1