Σ' αναγνώριση ενός ποιητή
της Κατερίνας Ευαγγελάκου
«Μετέωρο και Σκιά» | Παραγωγή: Δημήτρης Σπετσιώτης - Κέντρο Ελληνικού Κινηματογράφου. Δημήτρης Σπετσιώτης | Σενάριο: Δημήτρης Σπετσιώτης. | Φωτογραφία: Φίλιππος Κουτσαυτής | Μουσική επιμέλεια: Δημήτρης Σπετσιώτης | Μοντάζ: Δέσποινα Μαρουλάκου | Σκηνογράφος Ενδυματολόγος: Ντόρα Λελούδη. | Ηχοληψία: Mαρίνος Αθανασόπουλο | Ερμηνευτές: Τάκης Μόσχος, Νικόλαος Αλεξίου, Εσθήρ Φράγκα, Χρήστος Ευθυμίου, Γιάννης Ζαβραδινός, Νικόλαος Φρονιμόπουλος, Αβέτ Σφακινάκη | Διάρκεια: 90'
Για τον ποιητή..
«'Evας άνθρωπος δε λέγεται βέβαια ποιητής, επειδή έχει μόνο την ευκολία να γράφει στίχους. H εσωτερική του ποιότης και ωριμότης, καθορίζει την ιδιότητα αυτή!
Όταν είναι βαθύτατα συντονισμένος, και κατέχει ως ένα κορυφαίο βαθμό, την ικανότητα να δέχεται και v' αφομοιώνει όσο δυνατόν, γενικότερα και πιο έντονα, τους μυστικούς παλμούς που του προσφέρουν όλα τα γύρω, είναι ήδη γεννημέvος ποιητής!
Αν δε σ' αυτό προστεθεί και η Κάπως μηχανική ευκολία να γράφει στίχους, πράγμα που είναι αρκετά κοινό, και συναντάται σε πολλούς ανθρώπους, που δεν είναι μολοντούτο ποιηταί, Τότε και μόνο τότε, έχει το δικαίωμα απέναντι των άλλων, να ονομάζεται με τ' όνομα εκείνο!
ανέκδοτο χειρόγραφο
του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη
Για την ταινία
Ξεφυλλίζοντας τα κείμενα που δημοσίευσαν κατά καιρούς οι τιμητές του έργου του Λαπαθιώτη. διαπίστωσα ότι τόσο οι υπέρμαχοι όσο κι οι επικριτές στέκονται με περισσή επιμονή στην προσωπικότητά του. παρακάμποντας συχνά την ποιητική αξία του έργου του που θεωρείται αμφιλεγόμενο και ξεπερασμένο.
Το «Μετέωρο και Σκιά» δεν έρχεται v' αποκαταστήσει αυτή την αξία, αντίθετα, επικυρώνει και καταθέτιει αυτό το μύθο, την ατμόσφαιρα που δημιουργεί στον κάθε αναγνώστη η επικοινωνία με τη ζωή και το έργο του Λαπαθιώτη. O Σπετσιώτης. εκτός από σκηνοθέτης. αποδεικνύεται και «καλός αναγνώστης» με την έννοια αυτού που κάνει την ανάγνωση προσωπική του υπόθεση.
Ο Ν. Λ., μορφή τραγική όσο και o άλλος αυτόχειρας ποιητής Κώστας Καρυωτάκης. τον οποίο γνώριζε και αγαπούσε. έζησε σαν πρίγκηπας («πρίγκηπα των Ποιητών» τον αποκαλούσε ο λογοτεχνικός κύκλος της εποχής του) ακόμα και την περίοδο της μέγιστης οικονομικής του ένδειας και αυτοκτόνησε λίγους μήνες πριν την απελευθέρωση της Αθήνας από τη Γερμανική Κατοχή εγκαταλελειμένος και πάμπτωχος στο πατρικό του σπίτι στα Εξάρχεια.
Πνευμα ανήσυχο και χαρισματικό ασπάζεται την κομμουνιστική ιδεολογία. βιώνει την ομοφυλοφιλία του στο φυσικό της περιβάλλον. αναγνωρίζει το ρεμπέτικο, συντεριάζεται με τα κουτσαβάκια και τους χασισοπότες κάνοντας κι o ίδιος χρήση ναρκωτικών.
Με το πρόσχημα της βιογραφικής ταινίας (τα ιστορικά γεγονότα με αποκορύφωμα τη γερμανικήκατοχή. περνάν σαν απόηχος από το κυρίως σώμα της ταινίας) ο Σπετσιώτης κάνει βουτιά στο χώρο των νεοελληνικών γραμμάτων, αλλά και μία προσωπική ταινία πολυεπίπεδης ανάγνωσης.
Ο ρυθμός της αφήγησης είναι σπονδυλωτός (η ταινία χωρίζεται σε έξι επιμέρους ενότητες) με αποτέλεσμα να έχουμε μεγάλες χρονικές αφαιρέσεις, η παράθεση μικτή. άλλοτε με μορφή off λόγου (αφηγηματικού ή σχολιαστικού χαρακτήρα) κι άλλοτε σε αυτοδύναμες σεκάνς, συμπληρώνεται από διαλόγους που συχνά είναι αυτούσια παρμένοι από κείμενα και μαρτυρίες ανθρώπων που γνώρισαν τον ποιητη.
Η εικονογράφηση (παλιοκαιρίτικη ατμόσφαιρα δοσμένη από παλ χρωματισμούς) επιβλητική στο όριο του ζωγραφικού, Κάποτε παγώνει την εσωτερική ζωή του πλάνου (χαρακτηριστική η σκηνή στον τεκέ αναδύει ατμόσφαιρα αναγεννησιακού πίνακα).
Η τάση αυτή δεν είναι βέβαια κυρίαρχη στην ταινία.
Η πρώτιστη ανάγκη είναι να δομηθούν (σεναριακά και σκηνοθετικά) αποφασιστικές στιγμές (περιεκτικές ή συμβολικές) στις οποίες λόγος και δράση να λειτουργούν ισότιμα προς την κατεύθυνση της αναγνώρισης του ποιητή.
Πολυάνθρωπες, περιγραφικές σεκάνς (κομμουνιστική διαδήλωση, στέκια αγοραίου έρωτα. δεξιώσεις, φιλολογικές συναντήσεις κλπ) εμβάλλονται στη ζωή του "εσωτερικού χώρου» του ποιητή. Ο χώρος αυτός (το πατρικό σπίτι) γίνεται μάρτυρας όλης της πορείας του Λαπαθιώτη.
Τα πρόσωπα της μητέρας, του Κλέωνα Παράσχου, του Μήτσου Παπανικολάου (μαζί με τα άλλα δευτερεύοντα και σχηματικά) όντας μικρόκοσμος που περιβάλλει τον κυρίως ήρωα θα γίνουν εργαλεία μεταβίβασης και άρθρωσης είτε του λόγιου χαρακτήρα είτε του συναισθηματικού πεδίου τοι) Λαπαθιώτη. Μέσα από αυτές τις σχέσεις θα διαφανεί ο θαυμασμός του για τον Ο. Ουάιλντ, φιλοσοφικές απόψεις. το. αντιπολεμικά του πιστεύω, και πολλοί στοχασμοί του πάνω στην ποίηση. τη ζωή. τον έρωτα.
Η μητέρα (σχέση κλειδί) είναι εκείνη που θα οδηγήσει τα βήματά του και αυτή, μόνη απ' όλους, θα αποδεχθεί τις ιδιομορφίες και τα καπρίτσια της νυχτερινής ζωής του. Η πτώση του Λαπαθιώτη που δεν oφείλεται μόνο στην οικονομική του κατάρρευση. στον πόλεμο και στο ξεπέρασμα της ποίησης που αντιπροσώπευε αλλά και στο θάνατο αυτής της πιο ένθερμης υποστηρίκτριάς του, ήταν κάθετη και οριστική. Το αίσθημα της απώλειας καταφάνερο στην ποίηση και στη ζωή του.
O Σπετσιώτης φάνηκε να έχει πλήρη έλεγχο της κατάστασης• δεν πειραματίστηκε, δεν ταλαντεύτηκε και δεν αυθαιρέτησε στο ελάχιστο. Ίσως η μορφήτου Λαπαθιώτη. μυθική κι αξεπέραστη μέχρι σήμερα να επιτρέπει ελεύθερες ποιητικές μεταφορές. Ο Σπετσιώτης κρατάει την ποιητική μεταφορά κι αρνείται την όποια ελευθερία θα μπορούσε ν' ασκήσει.
Με την επίσης (ακαδημαϊκή θα έλεγα) μείζονα ερμηνεία του Τ. Μόσχου και τη συμβολή των Φ. Κουτσαφτή (διεύθυνση φωτογραφίας) και Ντόρας Λελούδη (βραβείο ντεκόρ - κοστουμιών). η ταινία δημιούργησε μια από τις καλύτερες εντυπώσεις του φετινού Φεστιβάλ.
[Κάμερα για τον κινηματογράφο - Τεύχος 4-5, Ιανουάριος 1986]
Ο Τάκης Σπετσιώτης συνομιλεί με τον Μπάμπη Ακτσόγλου
ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Τάκη ας αρχίσουμε καλύτερα με τη δραματουργική σύλληψη της ταινίας. Η ιδέα του «Μετέωρου και Σκιά» υπάρχει από παλιά μέσα σου και κατά πόσο άλλαξε όλο αυτό το διάστημα που την επεξεργάζεσαι;
Το σχέδιο του «Μετέωρου και Σκιά» υπάρχει μέσα μου, πολύ πριν την «Αναπαυτική Μεριά», δηλαδή την πρώτη μου ταινία μεγάλου μήκους (1981). Άρχισα να το σκέφτομαι σταδιακά γύρω στα 1978 - 79, που δεν έκανα τότε κινηματογράφο, παρά μόνο μερικά πειράματα αντεργκράουντ σε 16 και σούπερ - 8. Επειδή παλιά από την εποχή που ήμουν στο Γυμνάσιο, είχα σκεφθεί ορισμένα πράγματα για τον Λαπαθιώτη κι είχα βρει αυτό το υλικό, μ’ ενδιέφερε να το κάνω σενάριο. Δεν ήξερα βέβαια τί φόρμα θα έπαιρνε το υλικό αυτό, γιατί δεν ήταν διασκευή ενός βιβλίου, μιας μυθιστορηματικής βιογραφίας σε σενάριο συγκεκριμένα, αλλά υπήρχαν κάποιες σημειώσεις, κάποια χρονογραφήματα, η επιφυλλιδογραφία της εποχής σε λογοτεχνικά περιοδικά, κάποιες φιλολογικές αναμνήσεις, ένα σκόρπιο ετερόκλητο κι ανεπίσημο υλικό.
Δεν έχει γίνει ποτέ λογοτεχνικό αφιέρωμα στον Λαπαθιώτη, στα παλιά περιοδικά ή την ΕΣΤΙΑ για παράδειγμα;
Έχουν γίνει σ’ αυτά τα παλιά περιοδικά, αλλά δεν υπάρχει ένας σκελετός, μια δομή όπως σε μια μυθιστορηματική βιογραφία που θα με βοηθούσε κατευθείαν να το κάνω σενάριο. Έπρεπε να βρω εγώ μόνος μου τους σπόνδυλους, τα νήματα για να δεθούνε όλα αυτά τα πράγματα. Όταν μετά την ΑΝΑΠΑΥΤΙΚΗ ΜΕΡΙΑ σκέφθηκα να δουλέψω το «Μετέωρο και Σκιά» στην ήδη υπάρχουσα βιβλιογραφία που είχα από παλιά, έκανα μια άλλη επισταμένη έρευνα όπου βρήκα τα πάντα: ότι υπάρχει από το 1905 μέχρι το 1985 για τον Λαπαθιώτη. Φωτοτύπησα ακόμα και τα ιδιωτικά αρχεία. Σκέφθηκα λοιπόν να βάλω εγώ όλο αυτό το υλικό σε μια τάξη, με μια πολύ απλή αλλά κατά τη γνώμη μου συμπυκνωμένη και συνεκτική λογική. Δηλαδή, να κάνω μια δομή βιογραφίας όχι μυθιστορηματικής, αλλά ποιητικής, όπου συμπυκνώνονται τα κυριότερα γεγονότα, μέσα από αφαιρετικές διαδικασίες, ικανά για να περιγράφουν αυτόν τον άνθρωπο και τον κοινωνικό του περίγυρο σε δεδομένη στιγμή, που περιληπτικά δίνουν τη ζωή του και που είναι οι πιο ουσιαστικές.
Αυτό το ήθελα για ν’ αποκαθαρθεί το υλικό που είχα και για να βγουν οι σημασίες πιο έντονα. Βέβαια επειδή υπήρχε το πρόβλημα ότι θα έπρεπε να κρατήσω μια σειρά, απέφυγα να κάνω χρονικές επιστροφές μπρος και πίσω κι ακολούθησα μια ορθόδοξη χρονολογική σειρά. Η πρώτη στιγμή είναι αυτή που βλέπουμε τον ήρωα πάρα πολύ μικρό, μια ελάχιστη στιγμή πριν τους τίτλους. Η δεύτερη στιγμή είναι γύρω στα 1909, όπου ο ήρωας είναι ήδη δανδής και νέος, η τρίτη είναι γύρω στα 1919 όταν είναι ακόμα ιδιόρρυθμος και ξεχωριστός για τον αθηναϊκό περίγυρο.
Έχει αρχίσει ν’ αναπτύσσει την ποιητική του δραστηριότητα και να διαμορφώνει το φιλοσοφικό και ιδεολογικό του προσανατολισμό. Η τέταρτη είναι η περίοδος που αρχίζει να δύει, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και την είσοδο του προλεταριάτου, η πέμπτη είναι η νυχτερινή του θητεία στο Ζάππειο, η έκτη είναι η «ντεκαντάντ» εποχή όπου ζει έντονα τη νύχτα και πεθαίνει η μητέρα του και η τελευταία είναι η Κατοχή και ο ολοκληρωτικός ξεπεσμός, ηθικός και οικονομικός. Πρόκειται στην ουσία για έξη ενότητες μ’ έναν πρόλογο στην αρχή.
Αυτό που έκανα είναι η αφήγηση να μην έχει τη δομή ούτε ενός θεατρικού έργου, ούτε ενός μυθιστορήματος, ούτε μιας νουβέλας, από την άποψη ότι δεν ακολουθούνται οι κλασικές αρχές της δραματουργίας, χωρίς όμως να υπονομεύονται κιόλας εντελώς. Υπάρχει δηλαδή μια ίση μεταχείριση της κάθε εποχής και της κάθε περιόδου του ήρωα, όπου κυριαρχεί ένα μικτό είδος: άλλες φορές υπάρχουν στοιχεία δράσης κι άλλες φορές παρεμβάλλονται στοιχεία στοχασμού και γενικά σκέψης πάνω σ’ αυτά που γίνονται. Θα χαρακτήριζα το παραπάνω εγχείρημα μυθοπλαστικό, αλλά μυθοπλασία από την πλευρά της ποίησης και λιγότερο από την πλευρά της κλασικής δραματουργίας (κορύφωση, εξέλιξη, λύση των τεκταινομένων). Γιατί δεν έχω να κάνω μ’ ένα μυθιστόρημα ή θεατρικό έργο. Ορισμένες φορές μου φαινόταν αρκετά αδύνατο να επιτευχθεί εντελώς, αλλά μ άρεσε γιατί μπορούσαν να μπαίνουν πράγματα από διαφορετικές κατευθύνσεις, που δεν θα μπορούσαν να μπουν σε μια μυθιστορηματική ή θεατρική μυθοπλασία.
Από την άλλη νομίζω ότι δεν είναι ένα έργο χαρακτήρων. Αφηγείται μια ψυχική οδύσσεια, υπάρχουν μέσα και χαρακτήρες, αλλά υπάρχουν και άνθρωποι πιο σχηματικοί ή άνθρωποι που περνάνε σαν σύμβολα, σαν φορείς ιδεών. Για παράδειγμα οι έξη φίλοι, που είναι ο καθένας ένας τρόπος για να δούμε τον ποιητή σε μια δεδομένη στιγμή, σε μια δεδομένη εποχή ή για ν’ ανακαλύψουμε μια πτυχή του χαρακτήρα του, είναι άλλοτε πιο ολοκληρωμένοι σαν χαρακτήρες, (όπως ο Παπανικολάου ή ο Αλίνης, τον οποίο ξέρουμε σαν χαρακτήρα πολύ ξεκάθαρα, όμοια μ’ έναν χαρακτήρα του κλασικού κινηματογράφου) κι άλλοτε δανείζουν τ’ όνομά τους σε μια περίοδο και διαμέσου των δικών τους μαρτυριών βλέπουμε τον Λαπαθιώτη,χωρίς όμως να είναι χαρακτήρες, αλλά απλοί συνοδοί. Είναι όπως όταν ζωγραφίζεις, αλλού οι πινελιές είναι πολύ πιο αδρές και το σύνολο είναι πιο ολοκληρωμένο κι αλλού είναι απλώς τόνοι, σκιτσαρίσματα. Το ίδιο και ο κόσμος: αλλού είναι μέσα στη δραματουργία περισσότερο οπτικός, όχι ολοκληρωμένος δραματουργικά. Ακόμα και ο ποιητής που είναι co κύριο πρόσωπο και γύρω του υπάρχει όλη αυτή η συνοδεία, αλλού είναι πιο στέρεος σαν χαρακτήρας και πολύ πιο καθαρός σ’ αυτά που υποστηρίζει και σ’ αυτό που λέει ή και στον τρόπο με τον οποίο πάσχει σε σχέση μ’ ό,τι δέχεται από το κοινωνικό σύνολο που τον περιβάλλει κι αλλού είναι μια σκέτη φιγούρα που μας βοηθάει ο ίδιος να δούμε τον περίγυρό του.
Για παράδειγμα στη σκηνή του πάρκου, σχεδόν εξαφανίζεται, γίνεται ένας συνδετικός κρίκος για ν’ ακούσουμε τους άλλους ανθρώπους να μιλάνε. Το ίδιο συμβαίνει στην σκηνή της διαδήλωσης, το βάρος ρίχνεται περισσότερο στη μάζα.
Μερικοί θεώρησαν ελάττωμα της ταινίας αυτό το πράγμα. Βρήκαν πιο δυνατά τα μέρη που ο ποιητής υπάρχει σαν χαρακτήρας, στέρεα. Δε νομίζω. Δεν απέβλεπα εκεί. Αν είχε έναν άλλο τίτλο η ταινία θα λεγόταν «Ο κόσμος του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη». Μ’ ενδιέφερε πάρα πολύ αυτό το παιχνίδι της αντιπαράθεσης του κόσμου και του ήρωα. Ο ποιητής και η κοινωνία ήταν το θέμα.
Χάρη σ’ αυτό νομίζω ότι απέφυγα να είναι η ταινία πιο ελαφριά, πιο εύπεπτη, πιο συμβατική. Δεν θα ήθελα με κανένα τρόπο να κάνω μια ποιητικίζουσα, νοσταλγική, καλλιγραφική αναπαράσταση εποχής, ούτε ένα ψυχόδραμα του Λαπαθιώτη μ’ όλα τα κλισέ ενός κινηματογράφου που δεν μ’ αρέσει. Όπως για παράδειγμα να τονίσω πολύ την οιδιπόδεια αγάπη για τη μητέρα του, για την οποία έχουν μιλήσει κατά κόρον οι αναλυτές του έργου του. Ήθελα όλα αυτά να περάσουν υπαινικτικά και να μη δώσω πολύ βάρος. Αντίθετα μ’ ενδιέφερε να τονίσω την ποιητική του στάση απέναντι στον κόσμο και να τον δω ποιητικά τον ίδιο από την άποψη του κινηματογράφου. Να τον δω έτσι όπως ο Παζολίνι εννοεί τον κινηματογράφο.
Βοηθήθηκα πολύ σ’ αυτήν την επιλογή, γιατί έτσι έσπασα το ομοιογενές σύνολο που συγκροτούσε η προσωπικότητα του ποιητή και το εσωτερικό του σπιτιού του, με άλλα πράγματα πιο ετερόκλητα, που είναι από τοίχους κτιρίων μέχρι τον κόσμο, άλλοτε σ’ έξαρση (όπως οι διαδηλωτές και ομοφυλόφιλοι του πάρκου), άλλοτε ακίνητος σαν υπνωτισμένος όπως οι ουρές της
Κατοχής ή οι αλήτες της σπηλιάς με το όπιο κι άλλοτε σε ηδονική συμμετοχή με τα νιάτα του κόσμου και τις γύρω ερωτικές χαρές, όπως στη σκηνή της «Ραμόνας» σε μια ακόλαστη χαρά, Αυτή είναι με λίγα λόγια η δραματουργική σύλληψη της ταινίας.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Έχω ορισμένες αντιρρήσεις για τον τρόπο που ο ελληνικός κινηματογράφος ή η τηλεόραση θίγουν την Ιστορία. Συνήθως αυτή εισάγεται σαν εξωτερική είδηση μέσω ενός προσώπου, ενώ απουσιάζει από την υπόλοιπη αναπαράσταση, πλην των εσωτερικών ιστορικών χώρων ή κάποιων γραφικών στιγμών. Στο «Μετέωρο και Σκιά» υιοθετείς μια παρόμοια αντίληψη. Αυτό το έκανες γιατί δεν είχες την οικονομική δυνατότητα να προβείς σε μια πλήρη ιστορική αναπαράσταση ή γιατί ήταν μια ηθελημένη εξαρχής αισθητική επιλογή;
Στο σενάριο δεν είχα τίποτα άλλο, που αφορά αναπαράσταση εποχής και να μην το έδειξα. Δεν πρόβλεψα για παράδειγμα στο πρώτο μέρος να δείξω το μεγάλο συλλαλητήριο του 1909, όταν ήταν να έλθει ο Βενιζέλος από την Κρήτη κι η επανάσταση στο Γουδί είχε αποτύχει. Δεν μ’ αρέσει η αναπαράσταση της Ιστορίας στο σινεμά, παρά μόνο κι όταν η αναπαράσταση αυτή γίνεται σαν απόρροια μιας συγκεκριμένης ιστορικής στιγμής, όπως συνέβη με τον κλασικό σοβιετικό κινηματογράφο.
Εγώ προσπάθησα να δω την Ιστορία περισσότερο ανεκδοτολογικά. Δεν είχα κανένα κινηματογραφικό οδηγό γι’ αυτήν την αναπαράσταση της Ιστορίας, παρά μόνο ορισμένα ποιήματα του Καβάφη.
Μελέτησα τον τρόπο με τον οποίο μπαίνει εκεί η Ιστορία σαν φόντο (π.χ. στο ποίημα «Ο Δαρείος»). Έτσι χρησιμοποίησα την Ιστορία στο πρώτο μέρος για να δείξω ότι ήταν άρρηκτα δεμένη με τον ήρωα: ο ποιητής προέρχεται από ένα ιστορικό περιβάλλον, όχι γιατί ανήκει σε μια άλλη απομακρυσμένη εποχή, αλλά γιατί το σπίτι του έζησε και βίωσε τα ιστορικά γεγονότα. Ο πατέρας του ήταν Υπουργός Άμυνας, η Ιστορία είναι μέρος της μυθοπλασίας, ο ίδιος ο Λαπαθιώτης παρακολουθούσε παρελάσεις με τον πατέρα του. Σε μια εποχή όπου δεν υπήρχε καμιά αστική τάξη και παράδοση, στην Ελλάδα, καθώς δεν υπήρχε βιομηχανική επανάσταση ποτέ πριν (ο ίδιος ανήκε σε μια αριστοκρατική οικογένεια, σε μια τάξη δηλαδή λίγο δυστυχισμένη και μετέωρη), σε μια τέτοια εποχή λοιπόν, ο όλος του δανδισμός και οσκαρουαλντισμός, μου φαινόταν ότι είχε ένα κωμικό στοιχείο σε σχέση με την Ιστορία. Χρησιμοποίησα τον ερχομό του Βενιζέλου και την κρίση που περνούσε τότε η Ελλάδα σ’ αντιπαράθεση με το ποίημα «Κίτρινη μονάχη», τ’ οποίο είδα και λίγο ειρωνικά προς το Λαπαθιώτη. Πάντα όμως μ’ αγάπη προς τον ποιητή, που είναι ακόμα ασυνειδητοποίητος.
Προσπάθησα ν’ αφαιρέσω πράγματα, να μη δείξω ποτέ δυο φορές τα ίδια, ούτε καν σαν λάιτ-μοτίβ. Το ίδιο έγινε και με την εποχή που δείχνω την στρατιωτική του θητεία στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν μ’ ενδιαφέρει να δείξω αυτά που λέει, γιατί ακριβώς δεν μ’ ενδιαφέρει ο στρατιωτικός του περίγυρος, αλλά ο λόγος του Λαπαθιώτη για τον στρατό, που μας δείχνει ότι σιγά - σιγά αρχίζει να μπαίνει περισσότερο στον κόσμο ιστορικά και να συνειδητοποιεί τα πράγματα που γίνονται γύρω του. Αρχίζει να φεύγει από την κάπως επιπόλαιη πρώτη προσέγγιση των πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων της ζωής και βλέπει στη Γαλλία τις φιλελεύθερες ιδέες, το δικό του ωραίο.
Πήρα τις σημειώσεις του για το πώς πέρασε στο στρατό (από το κείμενο «Η ζωή μου» που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Μπουκέτο») και έβγαλα από κει μέσα την αντίθεσή του με τους φίλο-πρωσικούς, δείχνοντας μόνο τη στολή του. Δεν χρειαζόταν τίποτ άλλο ν’ αναπαραστήσω. Κι όμως ακούμε για την ιστορία εκεί, για τη δική του ιστορία σε σχέση με την ιστορία της χώρας, της Ευρώπης.
Σε άλλα σημεία η Ιστορία είναι πολύ πιο καθοριστική, όπως το 1922 που κατά τη γνώμη μου είναι μαζί με την Κατοχή, η κυριότερη ιστορική στιγμή της ταινίας και που δεν μπορούσε να μην αναπαρασταθεί. Με ποιά έννοια: η βουκολική μέχρι τότε Αθήνα, η Αθήνα της ρίγανης και των τσομπάνων, διαβρώνεται μετά τη Μικρασιατική καταστροφή από νέες δυνάμεις. Σε μια εποχή όπου μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει αρχίσει ν’ αλλάζει ο κόσμος και να εμφανίζονται νέα κοινωνικά και πολιτικά ρεύματα, στην Ελλάδα έρχεται ένα νέο αίμα, το εργατικό δυναμικό, πίσω από τα πρώτα βιομηχανικά κέντρα που έχουν αρχίσει ν’ αναπτύσσονται και που δίνει το στίγμα της εθνικής μας ταυτότητας, σαν λαού, βαθύτατα τραυματισμένου από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Αυτό είναι κάτι που ήθελα να δείξω, όπως και τη σχέση του ποιητή με τα γεγονότα και πώς σημάδεψαν τον κοινωνικό χώρο. Είναι πολύ σημαδιακό. Εξάλλου αρχίζει το ρεμπέτικο, έρχεται το λαϊκό τραγούδι…. Ο Λαπαθιώτης ήταν ένας από τους πρώτους που το είχε αναγνωρίσει.
Μου άρεσε πολύ μια κριτική που έγραψε ο Αλέξης Δερμεντζόγλου, όπου αναφέρει ότι είναι εύστοχες οι λύσεις στην ταινία για το πώς η Ιστορία έρχεται στην επιφάνεια και πώς εξαφανίζεται. Η Ιστορία έρχεται το 1922 που βγάζει τον ποιητή από τον παλιό, σχεδόν αφελή μικροαστικό κόσμο των προ—πολεμικών χρόνων (του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου) και τον εισάγει στο περιθώριο, στους ρεμπέτες, στους ομοφυλόφιλους του πάρκου, τους οπιοφάγους, στη νύχτα. Εκεί που ξαναφαίνεται πάλι η Ιστορία είναι στην Κατοχή κι αυτό είναι σημαδιακό (και το δείχνω με τις σκηνές της ουράς και της σταφίδας), για το γεγονός ότι εκεί πια η Ιστορία μας δείχνει τον ποιητή ολότελα συντετριμμένο, οικονομικά και ηθικά. Αποτελεί πια για τα χρόνια της Κατοχής ένα ζωντανό αναχρονισμό, ακόμα και σαν ποιητής. Η τέχνη έχει αλλάξει, ο σουρεαλισμός κάνει την πρώτη του εμφάνιση, έχει οπαδούς, οι φίλοι του Λαπαθιώτη δεν τον ακολουθούν πια και ο ίδιος είναι ένας παλιωμένος ρομαντικός, ένας άνθρωπος που είχε παίξει ένα πολύ σοβαρό ρόλο τα πρώτα χρόνια στα γράμματα του τόπου μας, αλλά που ανίκανος από εγωισμό να δει τις νέες αξίες και ιδέες, πληρώνει ακριβώς αυτό που είναι.
Όλες οι άλλες ιστορικές στιγμές περνάνε σαν φόντο ή αναφέρονται μέσα από κάποιο λογοπαίγνιο ή κάποια είδηση. Προσπάθησα να ζυγίσω πού φαίνεται ο Ιστορία και πού χάνεται, πού κυριαρχεί ο ποιητής και πού ο κόσμος. Είναι ένα στοιχείο σαν αλληλοσυγκοινωνούντα δοχεία, μπαίνει το ένα μέσα στ’ άλλο, αλλά δεν κυριαρχεί ποτέ κάτι. Αυτό εννοώ μιλώντας για μικτή, ποιητική μυθοπλασία, η οποία όμως έχει μια εξέλιξη, δεν βλέπεις ποτέ τα ίδια πράγματα και δεν κυριαρχούν οι επαναλήψεις.
Γιατί στην ταινία απουσιάζει σχεδόν τελείως η αναφορά στο ποιητικό έργο του Λαπαθιώτη;
Απουσιάζει εντελώς. Χρησιμοποιώ το ποιητικό του έργο επίσης ανεκδοτολογικά. Θα μπορούσα μάλιστα να ισχυριστώ ότι απουσιάζει πολύ περισσότερο από την ιστορία. Υπάρχει μόνο το τσιτάρισμα δύο στίχων από ένα από τα πιο γνωστά ποιήματα της πρώτης περιόδου, που προκάλεσε πολλά σκάνδαλα. Κι αυτό το έκανα όχι γιατί δεν μ’ αρέσει ο ποιητής Λαπαθιώτης. Παρά τον κάπως παλιωμένο κόσμο των αισθημάτων της, η ποίηση του Λαπαθιώτη, είναι αρκετά ουσιαστική. Όμως δεν εύρισκα δραματουργικό ενδιαφέρον στο να βάλω την ποίησή του μέσα στην ταινία. Δεν μ’ αρέσουν οι συμβάσεις του τύπου να δείχνω έναν ποιητή να γράφει ή να σκέφτεται, παρά μόνο ανεκδοτολογικά. Κι αυτό το έκανα όταν συνθέτει το ποίημα «Μονάχη Κίτρινη» που είναι ένα από τα καλύτερα ποιήματα της πρώτης περιόδου του.
Από την άλλη δεν ήθελα καθόλου μια φιλολογική ανάλυση του έργου του. Ούτε κάποια εικονογράφηση της ποίησής του. Θα φαινόταν ψευτο—ποιητικό το αποτέλεσμα. Ταυτόχρονα ήθελα να δώσω πιο οξύ και δραματικό περιεχόμενο στον ποιητή εν απουσία της ποιήσεώς του. Γιατί αυτό που υπεράσπισε ο Λαπαθιώτης δεν ήταν τόσο η ποίηση σαν αξία της κατασκευής ενός ποιήματος, αλλά της γενικότερης αίσθησης του ποιήματος και της ποίησης.
Η άποψη που υποστηρίζω και που δικαιώνει τον Λαπαθιώτη στο χρόνο και τον κάνει έναν άνθρωπο σημερινό και μοντέρνο, δεν είναι το γεγονός ότι ήταν ένας ποιητής με τη στενή σημασία του όρου, αλλά ένας ποιητής που το συντηρητικό πνεύμα της εποχής του δεν κατάλαβε. Για τον Λαπαθιώτη, εκτός απ’ αυτά που έγραψε και δημοσίευσε, ποίηση είναι και η δημόσια παρουσία του: οι καλλιτεχνικές και πολιτικές του πεποιθήσεις, ο τρόπος ζωής του (για 30 χρόνια κυκλοφορούσε μόνο τη νύχτα, δεν είχε δει ποτέ το φως της ημέρας), η επιδίωξη της προβολής με διάφορους εκκεντρισμούς, άλλοτε για σημαντικά θέματα κι άλλοτε για ανούσια εντελώς ασήμαντα, όπως το πώς ντυνόταν, τί λουλούδι φορούσε στο πέτο του… Κι όλ’ αυτά τον κάνουν ιδιαίτερα μοντέρνο. Το λέει εξάλλου και ο ίδιος:
«Ένας άνθρωπος δεν λέγεται μόνο ποιητής, επειδή έχει την ευκολία να γράφει στίχους. Η εσωτερική του ποιότητα και ωριμότητα καθορίζει την ιδιότητά του αυτή».
Κινηματογραφικά τετράδια - Τεύχος 22-23, Δεκέμβριος 1985}
Δείτε εδώ το «Ναπολέων Λαπαθιώτης» του Τάκη Σπετσιώτη γυρισμένο το 1983 για την ελληνική τηλεόραση, ένα ««ελεύθερο πορτραίτο του αθηναίου νεορομαντικού ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη (1888-1944)» για τη σειρά της ΕΡΤ 1 «Οι Ποιητές Μας». Παίζουν Κωνσταντίνος Τζούμας, Γιάννης Ζαβραδινός. Σενάριο- Σκηνοθεσία Τάκης Σπετσιώτης | Διάρκεια 33΄ | Πρώτη προβολή 17-1-1983 ΕΡΤ1