Δύο αδέρφια, 16 και 18 ετών βρίσκονται στην γαλλική επαρχία μαζί με τον πατέρα τους. Κρύβονται από όλους και αλλάζουν συνεχώς κατάλυμα προκειμένου να μην τους ανακαλύψουν. Σε μια στάση της διαδρομής τους, ο μεγαλύτερος αδερφός τους εγκαταλείπει και έτσι ο 16χρονος Σιλβέν μένει μόνος του μαζί με τον πατέρα του κοντά στον ποταμό Λουάρ. Εκεί θα γνωρίσει το πρώτο του κορίτσι και θα μπει για πρώτη φορά στη διαδικασία να σκεφτεί να εγκαταλείψει και αυτός τον πατέρα του και να ζήσει τη ζωή του...
Ο Ζαν Ντενιζό δεν κρύβει πως η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, το «La Belle Vie», βασίζεται σε μια από τις πιο πολύκροτες αστυνομικές υποθέσεις των τελευταίων χρόνων στη Γαλλία: την ιστορία ενός πατέρα που απήγαγε τα δυο του παιδιά, όταν το δικαστήριο έδωσε την κηδεμονία στη μητέρα τους, ζώντας μαζί τους για περισσότερα από 10 χρόνια κυνηγημένος στη γαλλική επαρχία.
Ο Ντενιζό, όμως, δεν ενδιαφέρεται για το δικαστικό κομμάτι της υπόθεσης ούτε καν για το ειδησεογραφικό που συχνά πυκνά μέσα στην ταινία κάνει την εμφάνισή του στη μορφή τηλεοπτικών ειδήσεων που ενημερώνουν τον θεατή για την πορεία των αστυνομικών ερευνών για τον εντοπισμό της παράνομης οικογένειας.
Αυτό που ενδιαφέρει τον πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη είναι η πορεία ενηλικίωσης ενός αγοριού που έχοντας μεγαλώσει παράνομα χωρίς τις συμβατικές κοινωνικές νόρμες μιας φυσιολογικής οικογένειας, ενός σπιτιού και ενός σχολείου, διεκδικεί το δικό του δικαίωμα σε μια καλύτερη ζωή.
Με φόντο την γαλλική εξοχή και με την κάμερα του στραμμένη περισσότερο στην εσωτερική αγωνία ενός παιδιού παγιδευμένου σε μια ιδιαίτερη εφηβεία, ο Ντενιζό είναι ταυτόχρονα τρυφερός και λυρικός, αμήχανος ίσως στις στιγμές που η «πραγματικότητα» της ιστορίας του εισβάλλει στο σενάριο του, αλλά πάντα έτοιμος να αντιμετωπίσει με γνήσια κινηματογραφική δύναμη τα ξεσπάσματα του ήρωά του και κυρίως να τον ακολουθήσει στις εσωτερικές διαδρομές των αποφάσεων του, συγκινώντας χωρίς υπέρμετρους μελοδραματισμούς.
Παραδίδοντας τελικά μια μικρή σε διαστάσεις, αλλά μεγάλη σε συναισθηματικό εκτόπισμα ταινία και βάζοντας υποψηφιότητα όχι μόνο για κάποιο βραβείο στη Βενετία, αλλά και για μια καριέρα στις αίθουσες και σίγουρα μια θέση στα νέα ταλέντα του γαλλικού σινεμά που θα μας απασχολήσουν στο μέλλον.