Οσοι γνωρίζουν τον Τέρενς Ντέιβις, έχουν δει τις ταινίες του και αναγνωρίζουν στο πρόσωπό του έναν από τους σπουδαιότερους Βρετανούς σκηνοθέτες που συνέχιζε μέχρι και σήμερα να παραδίδει μικρές ταινίες - μεγάλα αριστουργήματα, περιμένοντας διαρκώς ίσως μια κάποια μεγαλύτερη δικαίωση ή αναγνώριση, θα λυπηθούν πολύ όταν μάθουν πως δεν θα καταφέρει ποτέ να γυρίσει το «The Post Office Girl» («Η Κοπέλα του Ταχυδρομείου»), την ταινία που ετοίμαζε αυτόν τον καιρό βασισμένη πάνω στην ομότιτλη νουβέλα του Στέφαν Τσβάιχ.
Η αιφνίδια είδηση του θανάτου του, στα 77 του χρόνια, έρχεται για να υπενθυμίσει πως ακόμη και μετά από ταινίες που γνώρισαν επιτυχία, ταινίες που άλλαξαν το τοπίο του βρετανικού σινεμά, προκαλώντας ρήγματα στην εδραίωση του queer σινεμά, ταινίες με σπουδαίες ερμηνείες που δεν έφτασαν όμως ποτέ στα Οσκαρ και ταινίες που έγιναν με προσωπικό κόπο και κόστος, ο Τέρενς Ντέιβις παραμένει σχετικά άγνωστος, ίσως ακόμη και τώρα, μετά τη θλιβερή είδηση του απρόσμενου θανάτου του, έτοιμος να ανακαλυφθεί από παλιότερες και νεότερες γενιές.
Οχι μόνο ως υπεύθυνος για μια συμπαγής φιλμογραφία, φτιαγμένη από εμμονές, αισθήσεις και (επιτέλους) ακατάσχετη αυτοβιογραφία, αλλά και ως δημιουργός και ως άνθρωπος, μια φιγούρα ποιητική, φλεγματική, μοναχική, που συνέχιζε να ζει με το παρελθόν του, αλλά και τις μελλοντικές ταινίες που δεν έκανε ποτέ.
Children
Death and Transfiguration
Ας μάθουν λοιπόν όλοι πια πως ο Τέρενς Ντέιβις γεννήθηκε στο Λίβερπουλ, 10o παιδί μιας οικογένειας, πως παρόλη την καθολική του ανατροφή έγινε άθεος στα 22 του χρόνια και πως οι μέρες που πέρασε στο οικοτροφείο μετά το θάνατο του ψυχωτικού πατέρα του στα επτά του χρόνια, ήταν οι πιο ευτυχισμένες στη ζωή του. Και πως οι αντιφάσεις υπήρξαν κυρίαρχες στο κέντρο και του έργου του και της ζωής του, αφού, ανοιχτά ομοφυλόφιλος, δεν σταμάτησε ποτέ να θεωρεί το γεγονός της σεξουαλικότητάς του τη μεγαλύτερη πηγή της δυστυχίας του, ίσως αστειευόμενος, ίσως όμως λέγοντας και αλήθεια, μένοντας προσκολλημένος στα χρόνια μετά τον πόλεμο που προσπαθούσε να δραπετεύσει από την σκληρή καθημερινότητα, την καθολική ενοχή, το σκοτάδι μιας χώρας που - σε αντίθεση με το φως της μεγάλης κινηματογραφικής οθόνης - τον έκανε να ασφυκτιά.
Δεν μου αρέσει που είμαι γκέι. Μου έχει καταστρέψει τη ζωή. Είμαι άγαμος, αν και πιστεύω ότι θα ήμουν άγαμος ακόμα κι αν ήμουν στρέιτ γιατί δεν είμαι εμφανίσιμος. Γιατί κάποιος να ενδιαφέρεται για μένα; Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ. Η δουλειά ήταν πάντα το υποκατάστατό μου.»
Με την Τζίλιαν Αντερσον στα γυρίσματα του «The House of Mirth»
Ας μάθουν όλοι πως η τριλογία του - που αποτελείται από τις τρεις πρώτες ταινίες μικρού μήκους που έκανε ποτέ, το «Children» του 1976, το «Madonna and Child» του 1980 και το «Death and Transfiguration» του 1983 θα αρκούσαν για να ολοκληρώσουν όλη την κοσμοθεωρία του γύρω από το σινεμά ως μια κατασκευή - ακόμη και του Χόλιγουντ που λάτρευε ως παιδί - που υπάρχει μόνο για να ανακατασκευάζει αυτο-βιογραφίες, βιώματα, αισθήσεις, ήχους, λέξεις και στιγμές, έτσι όπως φευγαλέα τις συγκεντρώνει η μνήμη πριν τις εκτοξεύσει σε μια οπτικοακουστική πανδαισία.
Η ιστορία της ζωής και του θανάτου του Ρόμπερτ Τάκερ, όπως απλώνεται στις τρεις ασπρόμαυρες, μελαγχολικές, υπέροχες αυτές ταινίες, δεν είναι παρά η ιστορία ενός παιδιού που μεγαλώνει σε μια καθολική οικογένεια στο Λίβερπουλ, με έναν βίαιο πατέρα που πεθαίνει όταν το παιδί είναι ακόμη μικρό, αναγκάζεται να μείνει μονο με τη μητέρα του, ως έφηβος παλεύει με την ομοσεξουαλικότητά του και τελικά έρχεται σε σύγκρουση με την ανατροφή του, τη θρησκεία του, την ίδια του την υπόσταση.
Η ιστορία δηλαδή ζωής του Τέρενς Ντέιβις ως ζωντανή έμπνευση για το ίδιο του το έργο, έτσι όπως θα συνέχιζε να δεσπόζει στις ταινίες του, είτε στις κατεξοχήν αυτοβιογραφικές, είτε στις βιογραφίες (αναπάντεχων) καλλιτεχνών, στις ζωές των οποίων ο Ντέιβις διέκρινε κομμάτια του εαυτού του, παράταιρου με τα ρεύματα της εποχής, μακριά από τις έννοιες της «αποδοχής», της «καταξίωσης», της «επιτυχίας».
Distant Voices, Still Lives
The Long Day Closes
Οι δύο πρώτες μεγάλου μήκους ταινίες του Τέρενς Ντέιβις παραμένουν - ειδικά σήμερα, περισσότερο από ποτέ - ως μνημεία του βρετανικού σινεμά - της γενιάς που άλλαξε το σινεμά στη χώρα, μαζί με τους Ντέρεκ Τζάρμαν, την Σάλι Πότερ, τον Πίτερ Γκρίναγουεϊ.
Η πρώτη ήταν το «Distant Voices, Still Lives» του 1988 (τη λάτρεψε και ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ παρά την απέχθεια του προς το αγγλικό... φλέγμα), ένα φρέσκο μιας ολόκληρης εποχής, μιας ολόκληρης χώρας, μια ολόκληρης ανθρωπογεωγραφίας έτσι όπως μέσα από τα μάτια του ίδιου αυτού ήρωα (πάντα του Τέρενς Ντέιβις) μετέφερε κάθε πτυχή της μεταπολεμικής Βρετανίας με χιούμορ, θλίψη και μια διάθεση σιωπηρής, αλλά επανάστασης. Μαζί με το «The Long Day Closes» του 1992, την ίσως καλύτερη ταινία του, ο Ντέιβις αποτύπωσε με ένα λυτρωτικό σχεδόν μείγμα νοσταλγίας και μελαγχολίας την ανάγκη του να δραπετεύσει όχι μόνο από την απαγορευμένη επιθυμία, αλλά και από την ασφάλεια της μητέρας, της μητέρας-χώρας, της μητέρας ως γυναίκας ιερής, σε έναν κόσμο που η μόνη διέξοδος ήταν, είναι και θα είναι το σινεμά.
The Neon Bible
Ο,τι ακολούθησε στη φιλμογραφία του Τέρενς Ντέιβις υπήρξε στιλιζαρισμένο, αλλά με τον δικό του τροπο παθιασμένο, αυτοβιογραφικό σινεμά, με κεντρικά θέματα την ενηλικίωση, το χρόνο που περνάει, τη μνήμη που αλλάζει τη ροή της Ιστορίας.
Το «The Neon Bible» από το μυθιστόρημα του Τζον Κένεντι Τουλ με πρωταγωνίστρια την Τζίνα Ρόουλαντς, το σχεδόν αριστουργηματικό (και τόσο υποτιμημένο) «House of Mirth» από το μυθιστόρημα της Ιντιθ Γουόρτον με την υπέροχη ερμηνεία της Τζίλιαν Αντερσον, το «Sunset Song» από το μυθιστόρημα του Λούις Γκράσικ Γκίμπον, ένα κομψοτέχνημα πάνω στο «χρόνο που περνά, τους ανθρώπους που αντέχουν και την ομορφιά που μένει», το - ας ανακαλυφθεί οριστικά ως μια από τις ωραιότερες ταινίες των 2010s - «The Deep Blue Sea» με την Ρέιτσελ Βάις και τον Τομ Χίντλστον από το θεατρικό έργο του Τέρενς Ράτιγκαν, την βιογραφία που άξιζε στην Εμιλι Ντίκινσον με την σπαρακτική ερμηνεία της Σίνθια Νίξον στο «Ηρεμο Πάθος» του 2017 και αυτή η τελευταία πράξη του έργου του, η υπέροχη «Ευλογία» για τον ποιητή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου Ζίγκφριντ Σασούν που πάλεψε με τους δαίμονες, τη σεξουαλικότητά του, τον κόσμο όλο προκειμένου να μείνει για πάντα στην αφάνεια.
The Deep Blue Sea
A Quiet Passion
Benediction
Μπορείς να θαυμάσεις τις ταινίες του Τέρενς Ντέιβις. Είναι πανέμορφες, ευγενικές, χαμηλόφωνες. Μοιάζουν με τους ήρωές τους που γλιστρούν μέσα στην Ιστορία προκειμένου να δηλώσουν την παρουσία τους, αλλά όχι να επιβληθούν. Κάθε σκηνή ταινίας του Τέρενς Ντέιβις είναι φτιαγμένη περίτεχνα - σχεδόν χειροποίητα - για να μοιάζει με μια στιγμή ενός καλλιτέχνη - ζωγράφου, ποιητή, συγγραφέα, δεν έχει σημασία. Κάθε ταινία του είναι ένα έργο τέχνης.
Ομως η πραγματική του δύναμη σαν σκηνοθέτης βρίσκεται αλλού. Βρίσκεται στη ανυπόκριτη μελαγχολία που πλημμυρίζει τις ταινίες του, στον διάχυτο ερωτισμό που φέρουν οι ήρωές του, στην πεποίθηση πως αν κάνεις σινεμά οφείλεις να το κάνεις τόσο ψεύτικο ώστε να μοιάζει τελικά με αληθινό. Το 2008, ακριβώς στο σημείο που δεν ήταν καθόλου εύκολο να βρει χρηματοδότηση για να κάνει τις ταινίες του, ένας αστερίσκος μέσα στο μοντέρνο (αγγλικό) σινεμά που δεν τον αναγνώριζε ούτε ως Λόουτς και Μάικ Λι, αλλά ούτε ως καλύτερο και από τους δύο, ο Τέρενς Ντέιβις γύρισε ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο «Of Time and the City».
Of Time and the City
Θα μπορούσε να πει κανείς πως ήταν η καλύτερη ταινία του, γιατί εκτός από απενοχοποιημένα αυτοβιογραφική - για ακόμη μια φορά - υπήρξε τραγικά μοντέρνα, ένα κολάζ από εικόνες του Λίβερπουλ, στίχους της Εμιλι Ντίκινσον και του Τ.Σ. Ελιοτ, εικόνες από το «Singin' in the Rain» και το «Victim» (τη θρυλική πρώιμη βρετανική queer ταινία με τον Ντερκ Μπόγκαρντ), ήχους από τον Λιστ μέχρι τους Beatles, ένα mixtape ζωής από έναν άνθρωπο που όσο κι αν έμοιαζε μακριά από το θόρυβο του σήμερα, υπήρξε ακόμη και ερήμην του, χρονικογράφος μιας ολόκληρης εποχής που κανείς άλλος δεν θέλησε να την κάνει σινεμά.
Η σημασία του για το βρετανικό σινεμά, το queer σινεμά όπως το ξέρουμε σήμερα, το σινεμά που δεν θυσιάστηκε ποτέ σε κανόνες entertainment αλλά, παρά τη φήμη του, δεν υπήρξε ποτέ ερμητικό παρά τελείως ανοιχτό στον κόσμο εκεί έξω, είναι και θα είναι μεγαλύτερη από τη φήμη του. Οσοι δεν γνωρίζουν τον Τέρενς Ντέιβις, ας είναι τώρα η ώρα να τον μάθουν.
Υπάρχουν στιγμές που σκέφτομαι: "Ποιο ήταν το γαμημένο νόημα; Θέλουν μεγάλες υπερπαραγωγές. Θέλουν μεγάλα ονόματα". Αυτό θέλει ο κόσμος, αυτό πάει να δει στο σινεμά. Κανείς δεν μπορεί να θυμάται το δικό μου έργο. Αυτό που με ανησυχεί είναι αν οι ταινίες μου θα διατηρηθούν στη ζωή από τους ακαδημαϊκούς. Ποιος διαβάζει τώρα το "Finnegan's Wake"; Είναι ακατανόητο. Ο "Οδυσσέας" είναι αρκετά δύσκολος, αν και oι σκηνές της Μόλι Μπλουμ είναι ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα στη λογοτεχνία. Θέλετε οι απλοί άνθρωποι να ανταποκρίνονται σε αυτά. Και είμαι επίκτητη γεύση. απλά είμαι. Ο νούμερο ένα κριτικός κινηματογράφου στην Αμερική αφού είδε την τριλογία μου είπε ότι αυτές οι ταινίες κάνουν τον Ινγκμαρ Μπέργκμαν να μοιάζει με τον Τζέρι Λιούις, κάτι που είναι μια υπέροχη προσβολή. Είναι σχεδόν κομπλιμέντο.»
Η πρώτη και τελευταία ρετροσπεκτίβα που έγινε ποτέ για τον Τέρενς Ντέιβις έγινε τον Μάρτιο του 2023 στη Λιόν, στο πλαίσιο του LGBTQ+ Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Écrans Mixtes, όπου ο Βρετανός σκηνοθέτης παρουσίασε σχεδόν το σύνολο του έργου του.
Σύμφωνα με τη θλιβερή ανακοίνωση στην επίσημη σελίδα του στο Instagram, ο Τέρενς Ντέιβις πέθανε στο Εσεξ όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια, μετά από ολιγοήμερη νοσηλεία στις 7 Οκτωβρίου του 2023.
(φωτογραφία του Κάλουμ Μπίμπ από την Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου)
Δείτε εδώ τον Τέρενς Ντείβις να συνομιλεί με τον Πάνο Χ. Κούτρα στο Φεστιβάλ Écrans Mixtes της Λιόν το Μάρτιο του 2023:
Δείτε εδώ μια σκηνή από το «The Long Day Closes» του 1992:
Δείτε εδώ τον Τέρενς Ντέιβις να μιλάει για τα τραγούδια που καθόρισαν την παιδική του ηλικία:
Δείτε εδώ ένα υπέροχο ντοκιμαντέρ για τον Τέρενς Ντέιβις την εποχή του «The Long Day Closes»:
Δείτε εδώ ολόκληρο το masterclass του Τέρενς Ντέιβις στο Φεστιβάλ Écrans Mixtes της Λιόν το Μάρτιο του 2023: