Εχω παρατηρήσει πως συχνά δεν βλέπουμε αυτό που βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας, αν αυτό δεν βρίσκεται εγκλωβισμένο μέσα σε ένα κάδρο.»
Οι περισσότεροι γνώρισαν τον Αμπάς Κιαροστάμι το 1997. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να μην τον γνωρίσουν, αφού τα ωστικά κύματα από τη βράβευση του με το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών για τη «Γεύση του Κερασιού» ήταν τέτοια που όχι μόνο θα τον αποθέωναν ως έναν από τους μεγαλύτερους δημιουργούς της εποχής του, αλλά θα έστελναν και το ιρανικό σινεμά σε ύψη που κανείς προγενέστερος ή μεταγενέστερος του Κιαροστάμι δεν θα μπορούσε ποτέ να διανοηθεί για μια εθνική κινηματογραφία που είχε σαν μοναδικό σκοπό να επιστρέψει το σινεμά πίσω στην ευφυή απλότητα του νεορεαλισμού και στη μαγεία του βωβού σινεμά.
Στα γυρίσματα της «Γεύσης του Κερασιού»
O Αμπάς Κιαροστάμι, όμως, είχε ξεκινήσει να κάνει σινεμά από το 1970, φτιάχνοντας ο ίδιος ένα τμήμα κινηματογράφου στο Κέντρο Διανοητικής Ανάπτυξης Παιδιών και Εφήβων, μια προσπάθεια που δεν ήταν παρά μέρος του νέου κύματος του ιρανικού σινεμά που γρήγορα θα έδειχνε τα δόντια του στο διεθνές φεστιβαλικό κύκλωμα αλλά και στο κοινό που θα σταματούσε πλέον να κοιτάζει το Ιράν ως μια «εξωτική» τοποθεσία και να αντιμετωπίζει με μια αίσθηση πολύτιμης αναγκαιότητας τις δυνατές φωνές υπέρ της ελευθερίας, των δικαιωμάτων των γυναικών και της απρόσκοπτης καλλιτεχνικής έκφρασης.
Δείτε ακόμη: Οταν o Αμπάς Κιαροστάμι μίλησε στην κάμερα του Flix
Ο Κιαροστάμι στην πραγματικότητα έδειξε το δρόμο για το πώς μπορείς να κάνεις σπουδαίο σινεμά με ακόμη σπουδαιότερο (πανανθρώπινο) μήνυμα χωρίς να πέσεις θύμα των λογοκριτών, σεβόμενος την παράδοση αλλά χτυπώντας κάτω από τη μέση το κατεστημένο. Αλλωστε υπήρξε και από τους καλλιτέχνες (γιατί εκτός από σκηνοθέτης ήταν ποιητής, υπέροχος φωτογράφος, ζωγράφος...) που δεν εγκατέλειψαν το Ιράν μετά την επανασταση του 1979, θεωρώντας πως οι ρίζες του θα βρίσκονται για πάντα εκεί, ικανές να του προσφέρουν θεματικές γύρω από τη ζωή, την ενηλικίωση, τον ανθρωπισμό και το θάνατο, για οποιαδήποτε ταινία θα γύριζε μέσα στα χρόνια, εντός και εκτός συνόρων.
O τρόπος για να είσαι παγκόσμιος είναι να έχεις τις ρίζες σου στη δική σου κουλτούρα.»
Σκηνή από το «Where is the Friends Home?»
Σκηνή από το «Through the Olive Trees»
Οι πρώτες ταινίες του Αμπας Κιαροστάμι είχαν αναπόφευκτα πρωταγωνιστές παιδιά σαν ήρωες μιας σκληρής καθημερινότητας στο Ιράν, νεορεαλιστικά δράματα που γρήγορα θα οδηγούσαν το δημιουργό τους στη διαμόρφωση ενός δικού του στιλ, φτιαγμένου πρωτίστως από τη μεγάλη παράδοση του ποιητικού σινεμά με επιρροές από τον Γιασουχίρο Οζου, τον Σατγιαζίτ Ρέι, τον Ζακ Τατί και στο κέντρο του τον ανθρωπισμό στην πιο ανόθευτη μορφή του.
Η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία ήταν το «Report» του 1977 με την ιστορία ενός εφοριακού που δέχεται δωροδοκίες, η δεύτερη με τίτλο «First Case, Second Case» του 1979 είχε σαν θέμα της ένα δάσκαλο που προσπαθεί να βρει ποιος από τους μαθητές χτυπάει το στιλό του κάθε φορά που αυτός γυρίζει στον πίνακα (η ταινία θα απογορευόταν από το καθεστώς Χομεϊνι), ενώ το 1987 θα γύριζε το «Where Is the Friend's Home?» που θα βραβευόταν στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο και θα έκανε το όνομα του δημιουργού του διεθνώς γνωστό.
Μαζί με το «And Life Goes On» του 1992 και το «Through the Olive Trees» του 1994, το «Where is the Friends Home?» ήταν η απαρχή μιας άτυπης τριλογίας που διαδραματιζόταν στην περιοχή Κόκερ του Ιράν με ήρωες παιδιά και στην πραγματικότητα η ενηλικίωση του Κιαροστάμι στο δημιουργό που όλοι θα μάθαιναν το 1990 με το «Close Up» (για πολλούς ίσως η καλύτερη ταινία του) στο οποίο θα μπέρδευε ευρηματικά την τεκμηρίωση με τη μυθοπλασία σε ένα εκρηκτικό μείγμα συναρπαστικού σινεμά και την ίδια στιγμή φιλοσοφικού δοκιμίου γύρω από την ταυτότητα, την πραγματικότητα, τη δικαιοσύνη - θέματα που κυριάρχησαν στο έργο του από κει και ύστερα.
Θα έλεγα πως δεν υπάρχει ταινία που να μην είναι πολιτική. Σε όλες τις ταινίες υπάρχει πολιτική. Κάθε ταινία που αγκυροβολεί στην κοινωνία, κάθε ταινία που ασχολείται με την ανθρωπότητα είναι απαραίτητα πολιτική.»
Σκηνή από το «Close Up»
Σκηνή από τη «Γεύση του Κερασιού»
Σκηνή από το «Ο Ανεμος θα μας Πάρει»
Ο,τι ακολούθησε τη βράβευση του Αμπάς Κιαροστάμι με το Χρυσό Φοίνικα το 1997 ήταν μια ιλιγγιώδης καριέρα που μπορεί να μην απαρνήθηκε ποτέ τις ρίζες της αλλά υπήρξε σαφώς πιο... ευρωπαϊκή. Η ιστορία αυτή ενός ανθρώπου που ταξιδεύει στα προάστια της Τεχεράνης αναζητώντας κάποιον που θα αναλάβει να τον θάψει μετά το θάνατό του, δεν ήταν μόνο το σημείο επαφής του Κιαροστάμι με τον Αγγελόπουλο, τον Ταρκόφσκι ή ακόμη και τον Αντονιόνι, αλλά η δική του διαδρομή σε ένα ξέχωρο μονοπάτι του ιρανικού σινεμά που την ίδια στιγμή θα κυριαρχούσε παγκοσμίως με τις ταινίες των Μοχσέν Μαχαλμπάφ, Ματζίντ Ματζιντί, Τζαφάρ Παναχί και πολλών άλλων.
Το 1999 το «Ο Ανεμος θα Μας Πάρει» κερδίζει τον Αργυρό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας, προκαλώντας έκπληξη με τους πολλαπλούς ήρωες που ακούγονται στην ταινία χωρίς ποτέ να τους βλέπει κανείς, το 2002 σκηνοθέτησε το «Ten», ένα πορτρέτο του σύγχρονου Ιράν μέσα από τα μάτια μιας γυναίκας και τις συναντήσεις της με χαρακτηριστικούς τύπους της ιρανικής κοινωνίας. Ανάμεσα στις ταινίες μυθοπλασίας γύρισε αρκετά ντοκιμαντέρ («10 on Ten», «Five Dedicated to Ozu»), συμμετείχε σε συλλογικά πρότζεκτ και ταινίες («Tickets») και συνεργάστηκε με την Ζιλιέτ Μπινός στο γυρισμένο στην Ιταλία «Γνήσιο Αντίγραφο» του 2010, ενώ γύρισε την τελευταία του ταινία μυθοπλασίας, το «Like Someone in Love» στην Ιαπωνία.
Δείτε εδώ τον Αμπάς Κιαροστάμι να μιλάει στην κάμερα του Flix με αφορμή το «Like Someone in Love»
Με τη Ζιλιέτ Μπινός στα γυρίσματα του «Πιστό Αντίγραφο»
Αν και αδιαμφισβήτητος πατέρας της άνθισης του ιρανικού σινεμά τη δεκαετία του '90 και θύμα και ο ίδιος της κρατικής λογοκρισίας αλλά και των δυσκολιών με τον οποίο ακόμη και σήμερα γυρίζονται ταινίες στο Ιράν, ο Αμπάς Κιαροστάμι κατηγορήθηκε συχνά για την απόσταση που κράτησε ειδικά τα τελευταία χρόνια από τα τεκταινόμενα στην κινηματογραφική ζωή της χώρας του. Η στάση του απέναντι στη φυλάκιση και απαγόρευση άσκησης του επαγγέλματος του σκηνοθέτη στον Τζαφάρ Παναχί, αλλά και η επιλογή του να γυρίσει τις ταινίες του εκτός Ιράν, καθώς και η σιωπή του τα τελευταία χρόνια για την πολιτική κατάσταση στην πατρίδα του υπήρξαν πράγματα που σχολιάστηκαν και δίχασαν το κοινό σχεδόν με τον ίδιο τρόπο που ειδικά στην τελευταία πιο πειραματική και άνευρη περίοδό του το έκαναν πλέον και οι ταινίες του.
Ολα τα διαφορετικά έθνη στον κόσμο, παρά τις διαφορές στην εμφάνιση, τη θρησκεία, τη γλώσσα και τον τρόπο ζωής, έχουν ένα πράγμα κοινό και αυτό είναι αυτό που βρίσκεται μέσα σε όλους. Αν ακτινογραφήσουμε το εσωτερικό διαφορετικών ανθρώπων, δεν θα μπορούσαμε να καταλάβουμε από τις ακτινογραφίες ποια είναι η γλώσσα, η καταγωγή ή η φυλή του καθενός.»
Το Μάρτιο του 2016, ο Αμπάς Κιαροστάμι μπήκε στο νοσοκομείο με τη διάγνωση να αναφέρει καρκίνο του εντέρου, πράγμα που διαψεύσθηκε στη συνέχεια από την ιατρική ομάδα του σκηνοθέτη. Στα τέλη του Ιούνη, ο 76χρονος δημιουργός ταξίδεψε μέχρι το Παρίσι για να υποβληθεί σε μια σειρά επεμβάσεων, χάνοντας τελικά τη ζωή του στις 4 Ιουλίου του 2016. Λϊγες μόνο ημέρες πριν, η Αμερικανική Ακαδημία Τεχνών και Επιστημών θα συμπεριλάμβανε το όνομα του Αμπάς Κιαροστάμι στη λίστα με τα νέη μέλη της, σε μια προσπάθεια να διευρύνει τις κουλτούρες που αντιπροσωπεύει.
H τελευταία του ταινία ήταν ένα από τα φιλμάκια που γύρισαν διάφοροι σκηνοθέτες για τα 70 χρόνια του Φεστιβάλ Βενετίας το 2013. Επιβεβαιώνοντας αυτό που πίστευε πάντοτε, πως «αντίθετα με την πραγματική ζωή στο σινεμά μπορείς να είσαι και ο εγγονός και ο παππούς» σκηνοθέτησε ένα απλό παιχνίδι με πρωταγωνιστή ένα παιδί. Γυρνώντας νομοτελειακά στην αρχή.
Διαβάστε ακόμη
Tags: Αμπάς Κιαροστάμι