Η ιστορία της Ανικα, της νεαρής φοιτήτριας από την επαρχία η οποία εξοικονομεί τα δίδακτρα της κάνοντας τα βράδια το call girl, διασταυρώνεται με αυτή του Γουασάμπι – του ηλικιωμένου πρώην καθηγητή κοινωνιολογίας, που σκοτώνει την μοναξιά του παραγγέλνοντας κορίτσια στα οποία φέρεται «like someone in love». Τους μαγειρεύει τις σπεσιαλιτέ του, στρώνει ρομαντικά τραπέζια, αγοράζει σαμπάνια. Από το επόμενο πρωί ο Γουασάμπι φέρεται προστατευτικά στην κοπέλα, η οποία χρειάζεται καταφύγιο από το βίαιο αραβωνιαστικό της, αλλά η σχέση τους παραμένει περίεργη: πατρική, ερωτική, ή απλά απελπισμένη κι από τις δύο πλευρές;

Ο Κιαροστάμι είχε μία χρυσή ευκαιρία να χτίσει μία υπέροχη ταινία - αν την άφηνε να εξελιχθεί το πρώτο βράδυ στο διαμέρισμα του ηλικιωμένου συνταξιούχου. Με την οθόνη γεμάτη αντιθέσεις: πιστεύαμε ότι η Ανικα οδηγείται από τον νταβατζή της σε κάποιο άθλιο πελάτη, αλλά συναντάμε έναν καλοκάγαθο, στοργικό, μορφωμένο κύριο. Ταραγμένος, τρυφερός, ντροπαλός δε θέλει να κοιμηθεί με το κορίτσι – θέλει να μιλήσουν, να ακούσουν Ελα Φιτζέραλντ (σ.σ. το «Like Someone in Love» τραγούδι της που ακούγεται, δανείζει στην ταινία τον τίτλο της), να φάνε όσα με στοργή μαγείρεψε, να γελάνε και να τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους.

Ο ιρανός σκηνοθέτης όμως δε θέλει να κάνει αυτό. Από το μπαρ/στέκι όπου πρωτογνωρίζουμε την Ανικα και συνειδητοποιούμε τι δουλειά κάνει, μέχρι τις συνομιλίες της με τον Γουασάμπι, αλλά και την τυχαία συνάντηση του γέροντα με τον αρραβωνιαστικό της (ο οποίος τον μπερδεύει με τον παππού της), ο Κιαροστάμι πνίγει τις σήμα κατατεθέν μεγάλες σκηνές του με φλυαρίες και διαδικαστικά πήγαινε-έλα. Οι ήρωες μπαινοβγαίνουν σε δωμάτια, αυτοκίνητα, γκαράζ και μιλούν ακατάπαυστα - εν μέρει αποκαλύπτοντας κομμάτια του παζλ των ιστοριών τους, αλλά κυρίως προσδίδοντας τον τόνο της ταινίας, ο οποίος καταλήγει ... κωμικός. Το θέμα δεν είναι διόλου αστείο (πορνεία, μοναξιά, αποξένωση) αλλά ο Κιαροστάμι το σκηνοθετεί σχεδόν ως φάρσα καταστάσεων.

Δε θα είχαμε πρόβλημα αν τη βρίσκαμε έξυπνη και εμπνευσμένη. Το αποτέλεσμα όμως μοιάζει περισσότερο ως ένα παιχνίδι που δεν βγήκε σε καλό, ένα πείραμα που απέτυχε, παρά μια ταινία που αποτελεί το επόμενο στιβαρό βήμα ενός καταξιωμένου σκηνοθέτη.

Συγκρατούμε την αριστοτεχνική σκηνή του ταξί, με την Ανικα να οδηγείται στο πληρωμένο ραντεβού της ενώ ακούει βουβά και θλιμμένα στον τηλεφωνητή του κινητού της τα 12 μηνύματα της γιαγιάς της, η οποία κατέβηκε στο Τόκιο από το χωριό για να την ψάξει. Αυτή θα μπορούσε να ήταν μία ακόμα υπέροχη ταινία από μόνη της...