Στη φιλμογραφία κάθε μεγάλου σκηνοθέτη υπάρχει εκείνη η ταινία στην οποία για πρώτη φορά αποκρυσταλλώνεται το όραμά του και συγκεντρώνονται στην πιο καθαρή τους μορφή όλα εκείνα τα στοιχεία που καθιστούν το έργο του μοναδικό. Η ταινία η οποία δικαιώνει όλους όσοι πίστεψαν από την αρχή στο ταλέντο του ή που αναδρομικά μπορεί να χαρακτηριστεί ως το πρώτο του αριστούργημα. Στην περίπτωση του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο αυτή η ταινία είναι ο «Λαβύρινθος του Πάνα», η οποία σε μια ευτυχή συγκυρία βγαίνει σε επανέκδοση στη χώρα μας δώδεκα χρόνια μετά την αρχική του προβολή (την ίδια μάλιστα χρονιά που ο Μεξικανός σκηνοθέτης γνώρισε την οσκαρική δικαίωση με τη «Μορφή του Νερού»), για να επανασυστηθεί στις διαστάσεις που της αξίζουν.
O ντελ Τόρο τοποθέτησε τον Λαβύρινθό του στις απαρχές μιας από τις πιο σκοτεινές περιόδους στην ιστορία της Ευρώπης, στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας του Φράνκο, η οποία ήταν το μοναδικό φασιστικό καθεστώς που όχι μόνο επιβίωσε του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και διήρκεσε πάνω από τρεις δεκαετίες, και με τη μαεστρία ενός έμπειρου και σοφού παραμυθά άρχισε να ξεδιπλώνει πρωθύστερα τον περίτεχνο αφηγηματικό του μίτο μόλις λίγο πριν από το τέλος της ιστορίας του, με το εναρκτήριο πλάνο της μικρής του πρωταγωνίστριας να κείται στο έδαφος και το αίμα να ρέει αντίστροφα από τη μύτη της, προοικονομώντας τη σκληρότητα και τη μαγεία όσων θα ακολουθήσουν.
Το κορίτσι είναι η μικρή Οφέλια. Ονειροπόλα και με μια ζωηρή φαντασία η οποία αναζωπυρώνεται από τον κόσμο των βιβλίων και των παραμυθιών που διαβάζει, αναγκάζεται να μεταβεί με την έγκυο και άρρωστη μητέρα της στην ύπαιθρο για να ζήσουν μαζί με τον πατριό της, τον σκληρό λοχαγό Ναδάλ, ο οποίος έχει βάλει σκοπό να πατάξει τους τελευταίους διασκορπισμένους πυρήνες της δημοκρατικής αντίστασης. Η συμβίωση με τον άτεγκτο στρατιωτικό θα είναι από την αρχή δύσκολη, μέχρι που το μοναχικό κορίτσι θα ανακαλύψει με τη βοήθεια ενός εντόμου που μεταμορφώνεται σε νεράιδα έναν λαβύρινθο, στο κέντρο του οποίου ζει ένας φαύνος. Το μυθικό αυτό πλάσμα (και απόγονος του αρχαιοελληνικού θεού Πάνα κατά τη ρωμαϊκή μυθολογία) θα ανακοινώσει στην Οφέλια πως αυτή είναι στην πραγματικότητα η μετενσάρκωση της από καιρό χαμένης πριγκίπισσας του Κάτω Κόσμου Μοάνα και πως ο μόνος τρόπος να ξανακερδίσει την αθανασία και τη θέση της στο βασίλειο είναι να εκτελέσει τις αποστολές που θα της θέσει. Ενας νέος, μαγικός κόσμος θα ανοίξει τις πόρτες του για το μικρό κορίτσι, σύντομα όμως η Οφέλια θα ανακαλύψει πως κάθε παραμύθι έχει και τη σκοτεινή πλευρά του, όσο στον πραγματικό κόσμο η μητέρα της ψυχορραγεί και ο λοχαγός Ναδάλ συνεχίζει με αβυσσαλέο μίσος τον πόλεμο εναντίον των ανταρτών.
Από την πρώτη κιόλας ταινία του, το υποτιμημένο Cronos, ο ντελ Τόρο είχε δείξει την αγάπη του για το γκροτέσκο και το αλλόκοτο. Τα τέρατα των κόμικς και των ταινιών τρόμου της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας υπήρξαν οι βασικές πολιτισμικές του αναφορές, τη λυρική διάσταση των οποίων προσπάθησε να αναδείξει με μια εικονοποιία που από την αρχή έμοιαζε οργιαστική και ανεξάντλητη. Στον «Λαβύρινθο του Πάνα» αυτή η δημιουργική ορμή έμελλε να βρει το αποκορύφωμά της, καθώς η ασύλληπτη φαντασία του σκηνοθέτη πλάθει ένα σύμπαν εφιαλτικό και ονειρικό ταυτόχρονα, κατοικημένο από ζοφερά και αποτρόπαια πλάσματα, τα οποία όμως απλώνουν την υπνωτική σαγήνη τους όχι μόνο στην Οφέλια, αλλά και στον μαγεμένο θεατή. Τα Οσκαρ φωτογραφίας, σκηνικών και μακιγιάζ ήταν μια φυσική και παρεπόμενη επιβράβευση της τελειομανίας του ντελ Τόρο, ο οποίος σχεδίαζε κι επεξεργαζόταν τις λεπτομέρειες ζωγραφίζοντας σχέδια και σκίτσα από τα πλάσματα και τα σκηνικά για χρόνια ολόκληρα πριν μορφοποιήσει το τελικό σενάριο.
Ολος αυτός ο οπτικός πλούτος, ωστόσο, πέρα από το αναμφίβολης ομορφιάς αισθητικό αποτέλεσμα, αντικατοπτρίζει σημειολογικά και τις πολυεπίπεδες συνιστώσες της ιστορίας, πολιτικές, κοινωνικές και ψυχολογικές. Γιατί ο «Λαβύρινθος του Πάνα» μπορεί να είναι μια ταινία με κεντρικό ήρωα ένα παιδί, δεν είναι όμως ποτέ (μόνο) μια παιδική ταινία, παρά υιοθετεί την οπτική γωνία της μικρής του πρωταγωνίστριας για να μιλήσει για την τυραννία και την αξία της ανυπακοής και της αντίστασης με τον ίδιο τρόπο που ένα άλλο αριστούργημα του ισπανικού κινηματογράφου, το «Πνεύμα του Μελισσιού» του Βίκτορ Εριθε, χρησιμοποίησε τον μύθο του Φρανκενστάιν ως σύμβολο και δημιουργικό έναυσμα για την επίθεση στο καθεστώς του Φράνκο.
Ο αποτρόπαια ρεαλιστικός κόσμος της πραγματικότητας που καταδυναστεύεται από την πατριαρχική μορφή του λοχαγού Ναδάλ (το φύλο και το όνομα της Οφέλια κάθε άλλο παρά τυχαίες επιλογές είναι) και ο μαγικός και μυθικός κόσμος στον οποίο κατοικοεδρεύει η μορφή του φαύνου/Πάνα είναι εξίσου αληθινοί για τη μικρή πρωταγωνίστρια και λειτουργούν αντιστικτικά, αλληλεπιδρώντας και συμπληρώνοντας ο ένας τον άλλον. Η παιδική ματιά του ντελ Τόρο καθιστά τους δύο κόσμους ένα ενιαίο σύνολο, μέσα στο οποίο η Οφέλια θα βρει τα κλειδιά, κυριολεκτικά και μεταφορικά, για να δραπετεύσει με την αθωότητα της φαντασίας της από την απανθρωπιά ενός αδίστακτου καθεστώτος.
Αντλώντας έμπνευση από τους αδερφούς Γκριμ, την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, τους πίνακες του Γκόγια και την κέλτικη, τη ρωμαϊκή και ελληνική μυθολογία, ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο εξέρχεται θριαμβευτής από τον λαβύρινθο των διακειμενικών του αναφορών με κύρια όπλα την αφοπλιστική συναισθηματική ένταση της ιστορίας του και την αφηγηματική του δεινότητα, όπως αυτές θα κορυφωθούν, διττά και ενιαία ταυτόχρονα, στο σπαρακτικό φινάλε που θα ενώσει την Οφέλια με την Μοάνα, την πραγματικότητα με τη φαντασία και τη χαρά με τη λύπη. Αλλά γι’ αυτό υπάρχουν τα παραμύθια: για να χαμογελάς όσο η καρδιά σου έχει γίνει χίλια κομμάτια και (παραφράζοντας την ακροτελεύτια πρόταση της ταινίας) για να ξέρεις που πρέπει να κοιτάξεις, όταν θέλεις να ανακαλύψεις την ομορφιά.