Χωρίς υπερβολή, στις αρχές της δεκαετίας του '90, ο Μπίγκας Λούνα ήταν πιο διάσημος από τον Πέδρο Αλμοδόβαρ.
Δεν ήταν μόνο το γεγονός πως το «Jamon, Jamon» του 1992 κέρδιζε τότε τον Αργυρό Λέοντα στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, προκαλώντας ρίγη ερεθισμού παγκοσμίως και συστήνοντας δύο «καυτούς» πρωταγωνιστές στα πρόσωπα της Πενέλοπε Κρουζ και του Χαβιέ Μπαρδεμ.
Ηταν κυρίως η ξέφρενη διάθεση ενός άγνωστου σχετικά σκηνοθέτη να αποτινάξει από το ευρωπαϊκό σινεμά τον πουριτανισμό, φέρνοντας τον ερωτισμό στο προσκήνιο. Πράγμα που έκανε και ο Πέδρο Αλμοδόβαρ, ακριβώς την ίδια εποχή (κυρίως με το «Δέσε Με» και τα «Ψηλά Τακούνια»), αλλά χωρίς την πραγματική «καύλα» με την οποία δούλευε ο Λούνα, μεταφέροντας τον αισθησιασμό μιας σχεδόν soft core φαντασίσωσης στη μορφή ενός κλασικού μελοδράματος και γδύνοντας με περισσή άνεση ανδρικά και γυναικεία κορμιά, προκειμένου να χτυπήσει κάτω από τη μέση την υποκρισία ενός μεσογειακού ταμπεραμέντου χτισμένο μέσα στους αιώνες στην κατά λάθος ιδέα ενός κακώς εννοούμενου «ανδρισμού».
O Χαβίε Μπαρδέμ και η Πενέλοπε Κρουζ στο «Jamon, Jamon»
Με τους όρους εκείνης της εποχής, ο Λούνα ήταν ένας κανίβαλος της τέχνης, ένας πραγματικός λάτρης της avant-garde (δεν είναι τυχαίο ότι ξεκίνησε την καριέρα του ως conceptual artist, ιδιότητα που δεν εγκατέλειψε μέχρι και το τέλος της ζωής του) και σαφώς πολιτικοποιημένος, τουλάχιστον στο επίπεδο που η υπερβολή του κακού γούστου, η προστυχιά και τα παντός είδους φαλλικά σύμβολα υπήρξαν για τον ίδιο τα μέσα προς μια ευθεία επίθεση σε μια Ισπανία που ευημερούσε αποχαιρετώντας τις ημέρες μιας σκοτεινής δικτατορίας, αγνοώντας τους κινδύνους μιας - κατά τον Λούνα - επίπλαστης ελευθερίας στην έκφραση, τη σκέψη και την Τέχνη.
O Χαβιέ Μπαρδέμ στο «Jamon, Jamon»
Εμπορική επιτυχία σε όλον τον πλανήτη, το «Jamon, Jamon» ακολουθήθηκε από ακόμη μια ταινία συναφούς σεξουαλικής αναρχίας και ερεθιστικής κριτικής πάνω στην δυτική εικόνα της εξουσίας, που με τίτλο «Τα Χρυσά Καρύδια» το 1993 δεν μπορούσε να αφήσει παρά ελάχιστες αμφιβολίες για το τι ακριβώς έκανε ο Χαβιέ Μπαρδέμ στην αφίσα της ταινίας και πως η μεταφορά των «καρυδιών» έφτανε κατευθείαν στην καρδιά ενός προβλήματος όπως αυτό της μισαλλοδοξίας μιας ολόκληρης χώρας, μιας ολόκληρης ηπείρου και ενός ολόκληρου πλανήτη.
Οχι, ο Μπίγκας Λούνα δεν ήταν ο σκηνοθέτης που θα ήθελε να είναι. Η in the face διάθεσή του για το ξεμπρόστιασμα του συντηρητισμού αλλά και οι σαφείς αναφορές του τόσο στον Λουίς Μπουνιουέλ όσο και στον Σαλβαντόρ Νταλί, ήταν όλα καταδικασμένα να υποχωρήσουν κάτω από την προφανή διάθεσή του να παραμείνει κάπου ανάμεσα στο όριο του φεστιβαλικού σκηνοθέτη και του soft core cult δημιουργού που υπήρξε από τις αρχές του '80 μέχρι και τις αρχές του '90.
O Χαβιέ Μπαρδέμ σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές από τα «Χρυσά Καρύδια»
Αυτές οι δύο ταινίες τον έκαναν πραγματικά διάσημο, αλλά τίποτα απ' ότι ακολούθησε (επτά ταινίες με ίσως πιο γνωστή το γαλλικό «La Femme de Chambre du Titanic» που γύρισε το 1997) δεν είχε την ίδια δύναμη ή την ίδια ανατρεπτική ορμή που το «Jamon, Jamon» και τα «Χρυσά Καρύδια» είχαν υποσχεθεί.
Ο Λούνας όμως υπήρξε επιδραστικός, περισσότερο από το ίδιο το σινεμά του.
Η τάση του προς οτιδήποτε νέο και η διάθεση του να εκπαιδεύσει νέους ανθρώπους στην ελεύθερη έκφραση που έκανε τον ίδιο διάσημο (υπήρξε ένας από τους φανατικούς υπέρμαχους του ελέγχου της πειρατείας του σινεμά), τον οδήγησε όχι μόνο στο να δημιουργήσει ένα πρότζεκτ με το όνομα «Taller Bigas Luna» με workshops και σεμινάρια γύρω από τις νέες τεχνολογίες του σινεμά και με σκοπό την ανακάλυψη νέων ταλέντων, αλλά και να συνεχίσει να δημιουργεί παράλληλα με το σινεμά, εικαστικά έργα που τον τοποθέτησαν μέσα στους πιο ανήσυχους multi καλλιτέχνες της γενιάς του.
Η Φραντζέσκα Νέρι και ο Χαβιέ Μπαρδέμ στο «Las Εdades de Lulú» του 1990
Με την ισπανική κινηματογραφία να θρηνεί το θάνατό του, που ήρθε μετά από μια μεγάλη μάχη με τον καρκίνο, είναι λογικό να ξεχωρίζουν οι ανακοινώσεις που έβγαλαν τόσο η Πενέλοπε Κρουζ όσο και ο Χαβιέ Μπαρδέμ, οι οποίοι συναντήθηκαν πρώτη φορά στο «Jamon, Jamon» για να είναι σήμερα ζευγάρι και στη ζωή.
Η Πενέλοπε Κρουζ δήλωσε: «Το "Jamon, Jamon" άλλαξε τη ζωή μου. Ο Μπίγκας ήταν ένας από τους πιο σοφούς ανθρώπους που γνώρισα ποτέ. Ζούσε το παρόν και απολάμβανε όλα τα μικρά πράγματα στη ζωή», ενώ ο Χαβιέ Μπαρδέμ που επανειλημμένα έχει δήλώσει πως χρωστάει στον Λούνας την καριέρα του δήλωσε: «Χρωστάω στον Μπίγκας τη γυναίκα που αγαπάω και μια καριέρα που ποτέ δεν πίστευα ότι θα είχα. Οταν βρισκόταν αντιμέτωπος με οποιαδήποτε σύγκρουση, από το να οργίζεται και να τραγικοποιεί τις καταστάσεις, προτιμούσε ένα χαμόγελο, λίγη αγάπη και ένα καλό κομμάτι ζαμπόν.»
Φανατικός bon viveur και λάτρης περισσότερο από το σινεμά της ίδιας της ζωής, ο ίδιος θα θεωρούσε τις δηλώσεις του Μπαρδέμ ως τον καλύτερο επικήδειο.
Ο Μπίγκας Λούνα πέθανε σε ηλικία 67 ετών ενώ βρισκόταν στην προετοιμασία μιας καινούριας ταινίας με τίτλο «Second Origin», τοποθετημένη σε μια Βαρκελώνη (το μέρος όπου γεννήθηκε) μετά το τέλος του κόσμου.