Από τον Χέρμαν Μέλβιλ και τον Χάουαρντ Φίλιπ Λάβκραφτ κι από τον μύθο του Προμηθέα στις απαρχές του εξπρεσιονισμού και στις πιο αλλόκοτες ναυτικές ιστορίες που δεν ειπώθηκαν ποτέ, αυτή η κλειστοφοβική ταινία γοτθικού, ψυχολογικού τρόμου, σε κάνει να νιώθεις την θάλασσα και την καταιγίδα στο δέρμα σου, την παράνοια να εισβάλλει στο μυαλό σου και το χιούμορ μαύρο σαν σκοτάδι να σε καταπίνει -σε μια κινηματογραφική εμπειρία που δεν μπορείς εύκολα να ξεχάσεις.
Ο Γουίλεμ Νταφόε κι ο Ρόμπερτ Πάτινσον είναι απλά συγκλονιστικοί σε δυο ερμηνείες που θα έχτιζαν τις καριέρες τους, αν δεν ξέραμε πια τι ακριβώς μπορούν να κάνουν με την κατάλληλη καθοδήγηση και ο Ρόμπερτ Εγκερς αποδεικνύει ότι το «The Witch» ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός από ατύχημα.
Κινηματογραφημένο σε ασπρόμαυρο, σε ένα σχεδόν τετράγωνο 1.19:1 κάδρο, με μια εντυπωσιακή φωτογραφία από τον Τζάριν Μπλάσκε που είχε δείξει ήδη το ταλέντο του και στη «Μάγισσα», το φιλμ μας φέρνει σε ένα απομονωμένο νησί στην μέση του πουθενά, σε μια απροσδιόριστη χρονολογία κάπου στον 19ο αιώνα. Ο Τόμας Γουέικ κι ο Εφρέμ Γούνσλοου είναι οι δυο φαροφύλακες που θα αναλάβουν για έναν μήνα την ευθύνη του φάρου που στέκεται εκεί και, μιας σειρήνας, της οποίας ο επαναλαμβανόμενος ήχος προειδοποιεί τα πλοία που περνούν, για τον κινδυνο που παραμονεύει.
Μόνο που εκτός από τις ξέρες που κρύβονται κάτω από τα αγριεμένα κύματα, οι κίνδυνοι μοιάζουν να βρίσκονται και στην ξηρά, στην σχέση των δύο ανδρών που είναι από την αρχή γεμάτη εντάσεις κι ανταγωνισμό. Ο βετεράνος Τόμας απαιτεί να είναι μόνο εκείνος που θα φροντίζει την λάμπα του φάρου («η πιο πιστή και ήσυχη γυναίκα που είχα ποτέ»), ο νεαρός Εφρέμ βρίσκει τις αγγαρείες της καθημερινότητας, το καθάρισμα, το κουβάλημα κάρβουνου, τα μερεμέτια, αδιάφορα, κουραστικά και μάταια. Το αφιλόξενο τοπίο, ένας ενοχλητικός γλάρος, η μοναξιά, το κακότροπο αφεντικό του, αλλά και τα μυστικά που ο καθένας κουβαλά, τα ψέματα που λένε, θα φέρουν τους δυό τους στα όρια τους, πριν η αναγκαστική συνύπαρξη και μερικά μπουκάλια ρούμι τους φέρουν πιο κοντά.
Αλλά όπως και στην φυση γύρω τους, η φαινομενική ηρεμία, απλά προϊδεάζει για την καταιγίδα που θα ακολουθήσει κι όταν μια κυριολεκτική καταιγίδα που δεν λέει να κοπάσει θα τους αποκλείσει στο νησί πολύ περισσότερο απ΄όσο υπολόγιζαν να μείνουν, η απουσία ικανοποιητικής τροφής, η υπερκατανάλωση αλκοόλ, η υπερβολική μεταξύ τους τριβή, η σαρωτική μοναξιά, τα φαντάσματα του καθενός, οι εμμονικές ιδέες, η σεξουαλική στέρηση, θα οδηγήσουν την σχέση τους σε μια αληθινά εκρηκτική πορεία και τους δυο τους στα όρια της ψύχωσης και της παράνοιας.
Αυτό που θα ακολουθήσει είναι ένα ονειρικό, εφιαλτικό κρεσέντο συγκλονιστικής ομορφιάς και υποδόριου τρόμου, όμως «O Φάρος» δεν είναι ένα σε καμία περίπτωση ένα τυπικό horror movie, αλλά μάλλον ένα ψυχολογικό δράμα δωματίου εξαιρετικής ορμής κι έντονων ομοερωτικών υπονοούμενων (ή όχι και τόσο υπονοούμενων), που θέλει να εξερευνήσει ανάμεσα σε άλλα για πράγματα όπως οι διαδάλοι της ανδρικής ψυχολογίας, τις καταπιεστικές νόρμες του ανδρισμού, τις μεθόδους με τις οποίες κατασκευάζουμε ή διαλύουμε τους εαυτούς μας, την δυναμική των σχέσεων εξουσίας, το πόσο αδύναμη είναι η ανθρώπινη θέληση απέναντι στη φύση, ή απέναντι στη φύση μας.
Με μια ποιητική, λογοτεχνική γλώσσα που προσθέτει πολύ στον αντίκτυπο της ταινίας και μας χαρίζει μερικές από τις πιο ευφυείς προσβολές κι ευρηματικές κατάρες που ακούσαμε ποτέ, με μια κινηματογραφική γραμματική που μπλέκει τα όρια ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το ονειρικό και με το τοπίο να αποτελεί έναν ακόμη διακριτό χαρακτήρα, «O Φάρος» λάμπει με την ένταση ενός βροντερού κεραυνού στην καρδιά μιας ξέφρενης κινηματογραφικής καταιγίδας και προβάλλει σαν ένα σπουδαίο κατόρθωμα που κερδίζει αυτοστιγμεί τη σφραγίδα ενός κλασικού φιλμ.
Tags: Κάννες 2019