Βρετάνη, 1770. Μία κοντέσα προσλαμβάνει την Μαριάν, νεαρή ταλαντούχα ζωγράφο, για να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο της μοναχκόρης της, Ελοΐζ. Η παράδοση του 18ου αιώνα θέλει κάθε νεαρή ντεμπιτάντ, που οι γονείς της την υπόσχονται σε γάμο σε κάποιον κληρονόμο της τάξης τους, να του προσφέρει πρώτα το ποτρέτο της. Ο πατέρας της Μαριάν είχε ζωγραφίσει το αντίστοιχο γαμήλιο πορτρέτο της κοντέσας – χρόνια πριν. Οταν λοιπόν πληροφορούμαστε ότι η Ελοΐζ αρνείται να ποζάρει και η Μαριάν (με την πρόφαση της συνοδού στις βόλτες της) πρέπει να τη ζωγραφίσει από μνήμης, καταλαβαίνουμε μία πρώτη, αυθόρμητη, πράξη αντίστασης.
Η Ελοΐζ αρνείται να γίνει αντικείμενο του βλέμματος – του μελλοντικού άντρα της, του αδιάκριτου ζωγράφου, αλλά και του θεατή. Για αυτό και, στην πρώτη της σκηνή (μία ξεκάθαρη αναφορά στα «Ανεμοδαρμένα Υψη» αλλά και τη «Ρεβέκκα» του Χίτσκοκ), παρουσιάζεται κρυμμένη κάτω από την κουκούλα της βαριάς της κάπας. Στην πρώτη βόλτα της με την Μαριάν, τρέχει προς την ελευθερία των γκρεμών (εκεί που η αδελφή της, όταν βρέθηκε σε παρόμοια θέση, βούτηξε κι αυτοκτόνησε) σταματά, γυρίζει το κεφάλι, βγάζει την κουκούλα και μάς αποκαλύπτεται. Είναι ένα κορίτσι δυνατό, μέσα στην καταπίεσή της. Με αριστοκρατικό τίτλο, αλλά χωρίς ταυτότητα. Με προδιαγεγραμμένο ακίνητο μέλλον, αλλά ένα παρόν που φλέγεται.
Η Μαριάν είναι το αντίθετο. Δεν έχει αξίωμα, αλλά αξία. Οσο η Ελοΐζ κρύβεται, εκείνη είναι μόνο μάτια. Παρατηρεί, ρουφά τη ζωή. Και μετά τη γεννά σε λευκούς καμβάδες. Στα όρια που επιτρέπει ο αιώνας που γεννήθηκε, ζει ως καλλιτέχνης. Μόνη, ελεύθερη, σεξουαλικά συνειδητοποιημένη, αυστηρή, με ξεκάθαρη επιλογή την καριέρα της. Μόνο που το «γυναίκα καλλιτέχνης» είναι από μόνο του ένας περιορισμός – υπογράφει τα έργα της με ανδρικό όνομα για να έχει μία ελπίδα να συμπεριληφθούν σε κάποια έκθεση. Διδάσκει ζωγραφική σε δεσποινίδες, αντί να δουλεύει απερίσπαστη σ' ένα ατελιέ. Αναλαμβάνει έργα ανάθεσης, αντί να δημιουργεί. «Γιατί δεν επιτρέπεται στις γυναίκες ζωγράφους να ζωγραφίσουν ανδρικό γυμνό;» τη ρωτά η Ελοΐζ. «Γιατί όσο δεν έχουμε πρόσβαση και γνώση στο πώς να ζωγραφίσουμε την πλειονότητα , μάς κρατούν μειονότητα».
Η Σελίν Σιαμά («Water Lilies», «Tomboy», «Girlhood») επιστρέφει στις Κάννες με ακόμα μία δυνατή γυναικεία ιστορία - φιλοτεχνημένη προσεχτικά και μεθοδικά από σύνθετες πινελιές. Η κοινωνική συνθήκη της Ελοΐζ. Η πατριαρχική ιεραρχία στην τέχνη. Το να μην έχεις λόγο στο γάμο ή τη μητρότητα. Κι απέναντι σε όλα μια φωτιά. Που γεννιέται άναρχα, παθιασμένα κι ολοένα φουντώνει. Μια φωτιά που θρέφει, μια φωτιά που καταστρέφει. Μια φωτιά που είναι έρωτας και επανάσταση. Μια φωτιά που θα ενώσουν γύρω της τις φωνές τους οι γυναίκες – σ' έναν ακαπέλα ύμνο, τόσο επιβλητικό και μεγαλόπρεπο που θα τρόμαζε. Θα τρόμαζε τόσο, που οι άντρες θα τις πέταγαν μέσα της και θα τις έκαιγαν σαν μάγισσες.
Η Σιαμά κατασκευάζει μία ταινία εποχής κρατώντας τις ισορροπίες του παλιομοδίτικου γαλλικού δράματος: ναι, σε στιγμές βερμπαλιστικό, φιλοσοφικό, ακαδημαϊκό. Οταν απομακρυνθείς λίγο και δεις τον καμβά ολόκληρο όμως, διαφαίνεται πόσο επίκαιρο, μοντέρνο και ουσιαστικό είναι το αφήγημά της.
Οχι (μόνο) γιατί πρόκειται για μια αντισυμβατική λεσβιακή ιστορία. Αλλά γιατί με αφορμή έναν χωρίς μέλλον έρωτα, ξεδιπλώνεται όλο το φάσμα του γυναικείου ανεκπλήρωτου. Οι ιδέες της για να αποτυπώσει κάτι τέτοιο, στις μικρές και μεγάλες σκηνές είναι εξαιρετικές. Η Σιαμά φτιάχνει μία μητριαρχική κοινωνία (οι άντρες είναι απόντες), που ακόμα και το ταξικό φάσμα γεφυρώνεται από τη γυναικεία αλληλεγγύη. Δούλες και κυρές είναι υποτακτικές και το ξέρουν. Αλλά ταυτόχρονα το ότι το ξέρουν, τους δίνει μία αυτόφωτη δύναμη. Μία σκηνή άμβλωσης δεν έχει ειπωθεί ποτέ στο σινεμά με έναν πιο συγκινητικό, δυνατό, σχεδόν τρυφερό τρόπο. Ενα μονοπλάνο τέλους δεν έχει υποσχεθεί ποτέ πιο έφλεκτα ότι η φωτιά συνεχίζει να καίει.
Τα τελευταία δύο χρόνια οι συζητήσεις για τη γυναίκα στο σινεμά έχουν κορυφωθεί. Φεστιβάλ κάνουν λίγο χώρο στα διαγωνιστικά τους τμήματα, φιλοξενούν γυναικεία πάνελ, προσπαθούν το 50/50. Να μία ταινία που δεν ζητάει καμία χάρη. Δυνατή, ευφυής, ευφάνταστη, καλογραμμένη και με ηχηρό μήνυμα. Ταινία από ταλαντούχα γυναίκα σκηνοθέτη, με υπέροχες γυναίκες ηρωίδες και πραγματικό γυναικείο βλέμμα. Αν θα άξιζε τον κόπο μία παρεμβατική ματιά στην ιστορία των βραβείων των Καννών, αυτός θα ήταν ένας δίκαιος και ουσιαστικός Χρυσός Φοίνικας.