Aκόμα και η διαδρομή προς το χωριό είναι δύσκολη - κακοτράχαλη κι απαιτική, με φιδίσιους χωματόδρομους κι απότομες στροφές. Δυσκολότερη, η ίδια η επιστροφή. Τα τρία κορίτσια στην πόλη είχαν μέλλον. Στο απομακρυσμένο χωριό της βορειοανατολικής Τουρκίας, στο φτωχικό σπίτι του πατέρα τους με τα δύο δωμάτια, η μόνη προοπτική είναι η παντρειά με κάποιον από τους ελάχιστους ντόπιους. Για αυτό και κάθε μία από τις τρεις αδελφές είχε σταλεί σε πλούσια σπίτια της πόλης ως «besleme» - παρακόρες που βοηθούσαν με την περιποίηση των παιδιών της ευκατάστατης οικογένειας. Ολες όμως επέστρεψαν. Πρώτη, η 20χρονη Ρεϊχάν γιατί έμεινε έγκυος και η κυρία του σπιτιού την πέταξε έξω με το μωρό της. Για να κουκουλωθεί η ντροπή, στο χωριό παντρεύτηκε έναν αφελή, ατσούμπαλο, γεμάτο φοβίες και δεισιδαιμονίες βοσκό. Η 13χρονη Χαβά ήταν άτυχη. Αγαπούσε πολύ το σπίτι και το μωρό της, αλλά αυτό πέθανε. Την μεσαία, την ατίθαση και κακότροπη Νουράν, την επέστρεψε ο κύρης του σπιτιού της για «ανάρμοστη» συμπεριφορά. Τι θα έκανε τώρα ο ηλικιωμένος πατέρας Σεφκέτ; Πώς θα ζούσε τρία κορίτσια;
Από τη στιγμή που βλέπουμε τους γκρεμούς και τις χαράδρες της απόμακρης ορεινής Ανατολίας, και το κουρνιασμένο χωριό με τα ελάχιστα σπίτια, νιώθουμε ότι μπαίνουμε σ' ένα σύμπαν παραμυθιού πλασμένο από πάχνη, θρύλους και ξεχασμένες παραδόσεις. Ομως η ιστορία που θέλει ο Εμίν Αλπέρ («Beyond the Hill», «Frenzy») να μας αφηγηθεί δεν είναι τόσο παλιά. Η σύνοψη της ταινίας την τοποθετεί στη δεκαετία του '80. Η επιτυχία της ταινίας είναι ότι θα μπορούσε να είναι μισό αιώνα πριν, ή, δυστυχώς, και σήμερα. Γιατί αυτό που θέλει να πει ο (είναι κάτοχος PHD στην σύγχρονη τουρκική ιστορία) δημιουργός ξεπερνά τα όρια του χρόνου. Και τα σύνορα του συγκεκριμένου χωριού.
Ο Αλπέρ κινηματογραφεί τη φύση σαν κάτι μεγαλειώδες και ονειρικό (η δουλειά του φωτογράφου Εμρέ Ερκμέν είναι υπέροχη) - έναν όγκο από χιόνι, πλαγιές, λόφους. Με τον αέρα να λυσσομανά σαν βιβλική απειλή. Αυτό το μεγαλείο μεταμορφώνεται σ' ένα απροσπέλαστο εμπόδιο. Από που να διαφύγεις; Ταυτόχρονα, το εσωτερικό του πατρικού σπιτιού είναι φωτοσκιασμένο με την ακρίβεια ενός αποπνικτικού πίνακα ζωγραφικής. Θέλεις να διαφύγεις. Ακούμε για την πόλη (είτε γιατί κάποιος χρειάζεται προμήθειες, ή να επισκεφτεί ένα γιατρό), αλλά δεν την βλέπουμε ποτέ. Ούτε από ψηλά. Ενα ασθμαίνον λεωφορείο κάποια στιγμή πλησιάζει - αν το να σε αφήσουν μέσα σε ένα μέτρο χιόνι για να διασχίσει μια κοιλάδα και να φτάσεις στο χωριό συνηγορεί με το ρήμα «πλησιάζει».
Κάπως έτσι, η ιστορία των τριών αδελφών είναι σημαντικότερη των αφηγήσεων τους. Είναι η σαφής, πολιτική τοποθέτηση απέναντι στη θέση/χρήση της γυναίκας στην (σύγχρονη) τουρκική ιστορία. Και η ακόμα πιο διάφανη και καίρια ματιά στο γεγονός ότι μία τέτοια φεμινιστική τοποθέτηση είναι (πρωτίστως) ταξική: όταν εξετάζουμε το παρόν και το μέλλον της γυναίκας δεν μιλάμε μόνο για το αστικό τοπίο μίας μητρόπολης που προσφέρει ευκαιρίες. Υπάρχει και η ξεχασμένη γυναίκα της επαρχίας. Με μια πινελιά μαγικού ρεαλισμού, την βλέπουμε αυτή τη ξεχασμένη γυναίκα, αυτή που δεν κατάφερε ποτέ να πετάξει μακριά, να κάνει τούμπες στις πλαγιές του.
Ο Αλπέρ χειρίζεται με μαεστρία αυτόν τον άξονα της ταινίας. Οι αδελφές (αν κάτι μοιράζονται με τις «Τρεις Αδελφές» του Τσέχωφ είναι η ανάγκη διαφυγής που είχε και η Ιρίνα) δεν είναι απλά γυναίκες που για το δικό τους καλό (μία καλύτερη ποιότητα ζωής, σπουδές, επιλογή ενός καλύτερου συντρόφου) πρέπει να ζήσουν στην πόλη. Οι αδελφές είναι εργαλείο επιβίωσης του πατέρα (και, κατεπέκταση όλων των αντρών του χωριού) - τις στέλνει για δουλειά και παίρνει πίσω την «ευγνωμοσύνη» των αστών κύρηδων. Εχουμε μπει στην αίθουσα για να ακούσουμε την ιστορία των κοριτσιών. Ομως αυτοί που τις αναλύουν και τις αποφασίζουν είναι οι άντρες. Ομως ο Αλπέρ αρνείται να τις παρουσιάσει ως θύματα - τους δίνει διαστάσεις, άποψη, πείσμα, δύναμη, σεξουαλικότητα.
Η φόρμα της αφήγησης είναι αυτή που μάς πέταξε έξω. Εντονα βερμπαλιστικές σκηνές, άνθρωποι που μιλούν εξαντλητικά, κυκλικά, θεατρικά. Ολόκληρες σεκάνς γύρω από τη φωτιά όπου συζητούν ατελείωτα - κάτι που στο τουρκικό σινεμά το συναντάμε και στις τελευταίες ταινίες του Τσεϊλάν. Η δύναμη της παρατήρησης, της αυτοπεποίθησης στην εικόνα και την κινηματογραφική γλώσσα χάνεται κάτω από την τόση φλυαρία. Ακόμα και η υπέροχη και γλυκόπικρη μουσική των Γιώργου και Νίκου Παπαϊωάννου (η ταινία είναι συμπαραγωγή με συμμετοχή και της Ελλάδας), χρησιμοποιείται με αμετροέπεια.
Ο Αλπέρ έχει αποδείξει από το ντεμπούτο του ότι ήρθε για να διεκδικήσει μία άξια θέση ανάμεσα στους auteurs του τουρκικού σινεμά. Σε αυτό το φιλόδοξο πρότζεκτ, σε αυτό το παραμύθι, χάνει λίγο τις ισορροπίες, αλλά διαφαίνεται ξεκάθαρα και το ταλέντο και η στιβαρότητά του.