«Δεν φοβάμαι το θάνατο. Εζησα και αγάπησα πολύ. Εχω δει τα πάντα και έχω βιώσει τα πάντα. Eτσι κι αλλιώς, δεν μου αρέσει πια αυτός ο κόσμος. Oλα είναι ψεύτικα και χωρίς νόημα. Δεν υπάρχει νόημα. Ο κόσμος ενδιαφέρεται μόνο για ανόητα πράγματα, όπως την εξωτερική εμφάνιση και τα χρήματα. Οπότε ο θάνατος θα είναι για μένα μια ανακούφιση. Οταν πεθάνω, θα πεθάνω γεμάτος από τη ζωή που έζησα.»
Στο «L' Insoumis» του Αλέν Καβαλιέ (με ελληνικό τίτλο «Εχω Δικαίωμα να Σκοτώσω;») από το 1964, ο Αλέν Ντελόν υποδύεται τον Τομά, έναν λιποτάκτη από τον πόλεμο στην Αλγερία που προσπαθεί να γυρίσει στο σπίτι του στο Λουξεμβούργο, εκεί που βρίσκεται η μητέρα του και η μικρή του κόρη. Σχεδόν από τα 30 λεπτά της ταινίας μέχρι και το φινάλε και ενώ ο δρόμος της επιστροφής μοιάζει μακρύς και δύσκολος, ο Τομα φέρει ένα ανοιχτό τραύμα από σφαίρα, καθώς προσπαθεί να γλιτώσει από τη λεγεώνα των ξένων και τους τρομοκράτες που τον καταδιώκουν. Μετά από πολλές περιπέτειες και μια σχεδόν υπαρξιακή διαδρομή που θα δοκιμάσει τα όρια της ανθρωπιάς, της φιλίας, του έρωτα, αλλά και εννοιών όπως η πατρίδα, η αφοσίωση και ο θάνατος, ο Τομά θα φτάσει - από καιρό ζωντανός νεκρός - στο σπίτι της μητέρας του στο Λουξεμβούργο. Εκεί θα βρει τη μικρή του κόρη να κάθεται στο τραπέζι, η οποία θα τρομάξει από το θέαμα και θα φύγει μακριά του. Ο Τομά θα πέσει στο πάτωμα και με το χέρι του θα προσπαθήσει να κλείσει τα μάτια του.
Η τελευταία εικόνα αυτή του Τομά θα γινόταν δύο δεκαετίες αργότερα, το 1986, το εξώφυλλο στο εμβληματικό «The Queen is Dead» των The Smiths, καλύπτοντας σε πράσινη σέπια όλο το κενό διάστημα από τα μελαγχολικά 60s στα new romantic 80s, τοποθετώντας νομοτελειακά τον Αλεν Ντελόν στην πινακοθήκη των bigger than life ρομαντικών ηρώων που διέσχισαν την ιστορία αυτού του κόσμου μυρίζοντας από χιλιόμετρα μοναξιά, αποξένωση, βασανισμένη ομορφιά και θάνάτο.
Διαφημιστική καρτ-ποστάλ για την κυκλοφορία του «The Queen is Dead» των The Smiths το 1986
Ο Αλεν Ντελόν στα γυρίσματα του «L'Insoumis» του Αλέν Καβαλιέ, 1964
Ο θάνατος του Τομά δεν θα ήταν ο πρώτος και σίγουρα όχι ο μοναδικός θάνατος του Αλεν Ντελόν, ο οποίος πέθανε περισσότερες από 20 φορές στο σινεμά και λιγότερες, αν και όχι λιγότερο κινηματογραφικές, στην πραγματική του ζωή. Κι όλα αυτά πριν πάρει την απόφαση το 2022 να μεταφερθεί στην Ελβετία και να υποβληθεί σε ευθανασία - πράγμα που τελικά δεν έκανε - , επιλέγοντας για πρώτη και μοναδική φορά ο ίδιος τον τρόπο με τον οποίο θα αποχαιρετήσει τον κόσμο. Ισως σαν μια υπόσχεση στη σύζυγό του, Ναταλί Ντελόν. που πέθανε το 2021 από καρκίνο και η επιθυμία της να πεθάνει με ευθανασία ήρθε αντιμέτωπη με το νομικό κενό της Γαλλίας. Ισως σε μια προσπάθεια να ξορκίσει το θάνατο ως το απόλυτο μοιραίο.
Το «L’Insoumis», στο οποίο ο Αλέν Ντελόν υπήρξε για πρώτη φορά και παραγωγός, ήταν ταυτόχρονα μια σπουδαία ταινία αλλά και μια τεράστια εμπορική αποτυχία, η πρώτη σε μια καριέρα που είχε ξεκινήσει πίσω στο 1956, όταν ως νεαρός ναύτης θα γύριζε από τον πρώτο πόλεμο στην Ινδοκίνα και αναζητώντας την τύχη του μέσα από διάφορες μικροδουλειές, θα ακολουθούσε τη φίλη του Μπριζίτ Ομπέρ στις Κάννες. Εκεί θα τον εντόπιζε ένας κυνηγός ταλέντων για λογαριασμό του Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ, ο οποίος του ζήτησε να μάθει αγγλικά. Επιστρέφοντας στο Παρίσι, ο σκηνοθέτης Ιβ Αλέγκρε είχε, όμως, εντελώς αντίθετη γνώμη, αφού του ζήτησε να μείνει στη Γαλλία και να κάνει εκεί την καριέρα του, δίνοντας του τον πρώτο πρωταγωνιστικό του ρόλο στο «Quand la Femme s’en Mêle» και μια συμβουλή που θα του άλλαζε για πάντα τη ζωή: «Ακουσέ με, Αλέν. Μίλα σαν να μίλαγες σε μένα. Κοιτά με σαν να κοιτούσες εμένα. Άκου σαν να άκουγες εμένα. Μην παίζεις. Ζήσε.»
Κι έτσι ο Αλέν Ντελόν «έζησε» και «πέθανε» μέσα στο μυθικό σύμπαν του σινεμά.
Ως ταλαντούχος (και ο πιο αγαπημένος της ίδιας της Πατρίσια Χάισμιθ) κύριος Ρίπλεϊ στο πιο μπλε κι από τα μάτια του «Plein Soleil» («Γυμνοί στον Ηλιο») του Ρενέ Κλεμάν. Ως σπαρακτικός Ρόκο στο αριστουργηματικό «Ο Ρόκο και τα Αδέρφια του» του Λουκίνο Βισκόντι, ως καταραμένος μεταμοντέρνος εραστής Πιέρο στην «Εκλειψη» του Μικελάντζελο Αντονιόνι. Ως οπορτουνιστής επαναστάτης Τανκρέντι στον «Γατόπαρδο» του Λουκίνο Βισκόντι. Ως έρμαιο των παθών Ζαν-Πολ στην «Πισίνα» του Ζακ Ντερέ. Ως άνθρωπος χωρίς ταυτότητα στον «Κύριο Κλάιν» του Τζόζεφ Λόουζι. Ως ο αρχετυπικός ήρωας του γαλλικού φιλμ νουάρ στις τρεις ταινίες του Ζαν-Πιερ Μελβίλ, τον «Σαμουράι» (στην αρχετυπική ελληνική του μετάφραση «Ο Δολοφόνος με το Αγγελικό Πρόσωπο»), τον «Κόκκινο Κύκλο» και τον «Αστυνόμο».
Ο Αλέν Ντελόν στα γυρίσματα του «Γυμνοί στον Ηλιο»
Ο Ρόκο και τα Αδέρφια του
Με την Μόνικα Βίτι στα γυρίσματα της «Εκλειψης»
Στα γυρίσματα του «Γατόπαρδου»
Περισσότερο ίσως από κάθε άλλο Γάλλο ηθοποιό, ο Αλεν Ντελόν υπήρξε η απόλυτη ενσάρκωση της αντιφατικής μεταπολεμικής γαλλικής μενταλιτέ, αφού με αφετηρία την απόκοσμη ομορφιά του ή τελικά εξαιτίας αυτής, αναγκάστηκε να βυθιστεί σε πρωτοφανή σκοτάδια που εξέφρασε μοναδικά μέσα από τους λιγομίλητους, μοναχικούς, καταραμένους, περιθωριακούς ήρωες της φιλμογραφίας του.
Χωρίς να είναι απαραίτητα καλύτερος ηθοποιός, αλλά με ακρίβεια και διαπεραστική γοητεία που δεν διέθετε ούτε ο Ζαν Γκαμπέν, ούτε ο Μισέλ Πικολί, ούτε ο έτερος «μοντέρνος» της γενιάς του, Ζαν-Πολ Μπελμοντό, ο Αλεν Ντελόν διχάστηκε πολλές φορές ανάμεσα στη δημόσια εικόνα του σούπερ σταρ με τις ταμπλόιντ ερωτικές περιπέτειες και σε αυτή ενός κινηματογραφικού ήρωα που μέσα στο βαθύ μπλε των ματιών του, στην ανησυχητική ακινησία του προσώπου του και την άκαμπτη κίνηση του σώματος του (κυρίως στις ταινίες του Ζαν-Πιερ Μελβίλ) εξέφρασε τελικά το κενό ανάμεσα στον παλιό και τον καινούριο κόσμο, ανάμεσα στην ηρωική Γαλλία του Σαρλ ΝτεΓκολ και αυτή τη μοντέρνα του Ζορζ Πομπιντού, ανάμεσα στη nouvelle vague που δεν συμμετείχε ποτέ και το διαχρονικά κλασικό γαλλικό σινεμά, ανάμεσα στην υπαρξιακή αναζήτησή που κάτω από την πιο συναρπαστική στιγμή στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Γαλλίας έκρυβε τον τρόμο μιας διόλου ρομαντικής κυνικότητας.
«Βρισκόμουν στο περιθώριο σε όλη μου τη ζωή. Ημουν ο μόνος που δεν συμμετείχα ποτέ σε κανένα σωματείο, σε καμία επιτροπή. Ημουν πάντα μόνος μου. Και στην αρχή της καριέρας μου δεν με ήθελε κανείς εξαιτίας αυτού. Και τελικά ήμουν πάντα στο περιθώριο. Αλλά αυτό δεν με εμπόδισε να κάνω την καριέρα μου.»
Ο Αλέν Ντελόν, αρχετυπικός «Le Samourai»
Στον «Κύριο Κλάιν» του Τζόζεφ Λόουζι
Η απέραντη μοναξιά του Αλέν Ντελόν ξεκίνησε από τότε που παιδί. Γιος ενός ιδιοκτήτη σινεμά και μιας υπαλλήλου σε φαρμακείου, οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν τεσσάρων ετών και έτσι ο Αλέν μεγάλωσε με θετούς γονείς, ζώντας δίπλα σε μια φυλακή όπου εργαζόταν ως φύλακας ο θετός του πατέρας. Ατίθασος, δυστυχισμένος, μόνος και σε συνεχή πόλεμο με την πειθαρχία στο σχολείο και το σπίτι, έζησε στη συνέχεια με τη μητέρα του όταν αυτή ξαναπαντρεύτηκε και λίγο πριν γραφτεί στο ναυτικό, πέρασε ένα διάστημα ως μαθητευόμενος σε χασάπικο.
Για όλη την ενήλικη ζωή του, ο Αλέν Ντελόν αναζητούσε την αγάπη («Θέλω να με αγαπούν όσο αγαπώ τον εαυτό μου»), ένα μέρος να ανήκει και να νιώθει ασφαλής, ένα τουλάχιστον λόγο για να μείνει στο περιθώριο, αλλά με τους δικούς του όρους. Τουλάχιστον για όλη τη δεκαετία του ’60 και του ’70, ο Άλεν Ντελόν - με όνομα συνώνυμο πλέον στους νεολογισμούς των διεθνών λεξικών ως «ο ωραίος άντρας» - υπήρξε ο πιο περιζήτητος ηθοποιός της Γαλλίας. Δεν υπήρχε κανείς που να μην τον αγαπάει και κανένα μέρος που να μην τον τοποθετούσε άμα τη εμφανίσει του στο κέντρο της προσοχής. Αρσενικός «Μπριζίτ Μπαρντό», σύμβολο του σεξ και με διεθνή ακτινοβολία που τον έστειλε μέχρι και το Χόλιγουντ, ο Αλέν Ντελόν έπαιξε με τη ζωή, μοιράζοντας γοητεία και υπεροπτική αλαζονία σε τέλεια όσμωση με επιτηδευμένη (ίσως και γι’ αυτό αφοπλιστικά ειλικρινή) παιδικότητα και ελαφρότητα. Ο θάνατος, όμως, δεν ξεγελιέται εύκολα.
Ηταν 1982 όταν η Ρομι Σνάιντερ (κυριολεκτικά) «έσβησε» στα 43 της χρόνια, γράφοντας τους τίτλους τέλους σε μια σύντομη, λαμπερή αλλά και βασανισμένη ζωή που στιγματίστηκε ανεπανόρθωτα από το θάνατο του 14χρονου γιου της σε ένα τραγικό δυστύχημα ένα ακριβώς χρόνο πριν. Η σχέση της με τον Αλεν Ντελόν που φωτογραφήθηκε όσο καμία άλλη εκείνα τα χρόνια και άφησε πίσω της μια μυθική θεατρική παράσταση (το «Κρίμα που Ήταν Πόρνη» του Τζον Φορντ σε σκηνοθεσία του Λουκίνο Βισκόντι), είχε τελειώσει ήδη από το 1963, είχε διαρκέσει μόλις τέσσερα χρόνια, αλλά κράτησε όσο μια σύντομη ζωή ακόμη. Οι δυο τους έμειναν καλοί φίλοι μέχρι και το θάνατο της, με τον Ντελόν να είναι αυτός που φρόντισε για τη μεταφορά του γιου της στον ίδιο τάφο με αυτήν, μετά την κηδεία της, γνωρίζοντας αυτός, περισσότερο από όλους, τι σημαίνει η απόσταση για μια μητέρα και το παιδί της, ακόμη και μετά θάνατον.
Η ιστορία θέλει τον Αλέν Ντελόν, το προηγούμενο βράδυ της κηδείας της Ρόμι Σνάιντερ, να ξαγρυπνάει δίπλα στο φέρετρο τραβώντας τρεις φωτογραφίες της που κρατούσε για πάντα στο πορτοφόλι του. Ηταν η στιγμή που ο αλαζόνας εραστής που δεν μπόρεσε ποτέ να δεθεί με κάποια από τις γυναίκες που ερωτεύτηκε, συνειδητοποίησε τι σημαίνει «έρωτας της ζωής του», αλλά κυρίως ήταν η στιγμή που ο αθάνατος σταρ του σινεμά συνειδητοποίησε τη θνητότητά του.
Με την Ρόμι Σνάιντερ
Με τη δεκαετία του ’80 να τον διατηρεί σε δημοτικότητα, αλλά με μικρές εξαιρέσεις πλέον στην κινηματογραφική αθανασία (εδώ και το μοναδικό του Σεζάρ ερμηνείας για το «Notre Histoire» του Μπερτράν Μπλιέ το 1984), ο Αλέν Ντελόν άρχισε να πενθεί. Οχι μόνο για τους ανθρώπους που χάθηκαν μέσα στα χρόνια, το ίδιο το σινεμά που πάντα πίστευε ότι στην περίοδο της ακμής του υπήρξε συναρπαστικό, αλλά κυρίως για τον ίδιο του τον εαυτό.
«Είναι μια ρηχή, χωρίς καμία αξία εποχή, κυριευμένη από το χρήμα. Δεν γυρίζουμε πια με μια κάμερα που κινείται αλλά με ένα ψηφιακό πράγμα που βρίσκεται κολλημένο στην άκρη της γροθιάς μας. Κανείς δεν δίνει πια σημασία. Αν ζούσαν ο Ζαν Γκαμπέν και ο Λίνο Βεντούρα θα ήταν τελείως μπερδεμένοι. Αυτοί που χρησιμοποιούν τη φράση "Ηταν καλύτερα στην εποχή μου" είναι ανόητοι γέροι. Αλλά όταν το λέω εγώ, είναι διαφορετικό: στις μέρες μου, ήταν κάτι άλλο. Ηταν πραγματικά καλύτερα. Δεν έχω πια να χάσω τίποτα. Τα είχα όλα.»
Και κάπως έτσι, ο μοναχικός νέος που κατάφερε να βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα για τουλάχιστον τρεις δεκαετίες, άρχισε πάλι να αποσύρεται, ασφαλής στη μοναξιά του. Το 1997 ανακοίνωσε την απόφαση του να σταματήσει να παίζει, αν και στην πραγματικότητα αυτό δεν συνέβη ποτέ. Δυο χρόνια μετά θα αποκτούσε την ελβετική υπηκοότητα και θα μοίραζε το χρόνο του ανάμεσα στο γραφείο του στο Παρίσι, το διαμέρισμα του στη Γενεύη και το εξοχικό στο Ντουσί, ανάμεσα στο Οξέρ και το Ορλεάν, εκεί όπου είναι θαμμένοι οι πενήντα σκύλοι του, δίπλα στους οποίους βρίσκεται ήδη ένα μνημείο φτιαγμένο από τον ίδιο για να τον περιμένει.
Είχαν προηγηθεί και θα ακολουθούσαν αμέτρητοι μικροί, μεγάλοι και μεγαλύτεροι θάνατοι.
Υπόθεση Μαρκοβίτς
Η δολοφονία του σωματοφύλακα του το 1969 που έμεινε στην ιστορία ως «Υπόθεση Μαρκοβίτς», αναμειγνύοντας το όνομα του Ντελόν με αυτά του Ζορζ Πομπιντού, της συζύγου του και ενός Κορσικανού μαφιόζου σε μια σειρά από sex parties και καταχρήσεις. Ο θάνατος της Νταλιντά το 1987, με την οποία είχε μια σύντομη σχέση στα μισά της δεκαετίας του ’60 και αργότερα το 1973 τραγούδησαν μαζί με τεράστια επιτυχία το «Paroles Paroles» σαν επισφράγισμα της αγάπης τους. Ο θάνατος της Νίκο το 1988, με την οποία ο Aλεν Ντελόν είχε μια σχέση, ενώ ήταν αρραβωνιασμένος με την Ρόμι Σνάιντερ και με την οποία έκανε ένα παιδί που δεν αναγνώρισε ποτέ. Ο θάνατος της Ναταλί Μπαρτελεμί - Ντελόν, μητέρας των δύο παιδιών του, της Ναταλί και του Αντονι που το 2021 πέθανε από καρκίνο.
Με την Ναταλί Ντελόν
Με την Νταλιντά
Είχε προηγηθεί και ο θάνατος της δημοτικότητάς του, μια φορά όταν υποστήριξε δημόσια τον Ζαν-Μαρί Λεπέν και το Εθνικό Μέτωπο και πολλές φορές όταν κατηγορήθηκε για κακοποίηση γυναικών και ομοφοβία, αλλά και για την κυνική αντιμετώπιση απέναντι στα παιδιά του - αυτά που δεν αναγνώρισε ποτέ, όπως τον γιο του με τη Νίκο, Κριστιάν Αααρον Μπουλόν (που πέθανε το Μάιο του 2023) αλλά και τα άλλα, τα επίσημα, όπως τον Αντονι, που έμειναν μαζί του μέχρι το τέλος αν και με τα σκάνδαλα και τις διαμάχες να γεμίζουν βιβλία και εκμπομπές στην τηλεόραση.
«Λέω αυτό που σκέφτομαι, όταν θέλω να το πω, όταν γουστάρω. Δεν μπορείτε να με σταματήσετε από το να λέω ό,τι θέλω», υποστήριζε μέσα στα χρόνια ο Αλέν Ντελόν, πάντοτε υπό την κάλυψη μιας εποχής που έδινε συγχωροχάρτι στους άνδρες ηθοποιούς να συνοδεύουν την κινηματογραφική τους σκληροτράχηλη περσόνα και με μια εξίσου ακατέργαστη υπόκλιση στον «ανδρισμό», την πατριαρχία και μια ακατανόητη πατριδολαγνεία.
Με δημόσια ομολογία του, ο Αλεν Ντελόν παραδέχτηκε ότι έχει χαστουκίσει γυναίκες και πως «αν αυτό με κάνει μάτσο, τότε είμαι μάτσο», με αφορμή τις κατηγορίες του γιου του Αλεν Φαμπιάν Ντελόν ότι κακοποιούσε και χτυπούσε σοβαρά τη μητέρα του, Ροζαλί βαν Μπρέμεν. Είχε δηλώσει επίσης αντίθετος στην τεκνοθεσία και υιοθεσία από τα «αντίθετα με τη φύση» ομόφυλα ζευγάρια και υποστηρικτής της γαλλικής ακροδεξιάς.
Με τον Ζαν-Μαρί Λε Πέν, μετά την τελετή απονομής του μεταλλίου γραμμάτων & τεχνών της Γαλλικής Δημοκρατίας
«Ο Ζαν-Μαρί Λε Πεν είναι φίλος. Είναι επικίνδυνος για την πολιτική σκηνή γιατί είναι ο μόνος που είναι ειλικρινής. Λέει έξω από τα δόντια αυτά που πολλοί άνθρωποι έχουν στο μυαλό τους και αυτά που οι πολιτικοί αποφεύγουν να πουν γιατί είναι είτε δημαγωγοί είτε δειλοί. Ο Λε Πεν, με όλες τις αδυναμίες και τα καλά του, είναι ίσως ο μόνος που βάζει το συμφέρον της Γαλλίας πριν από το δικό του.»
Σε τέλεια εναρμόνιση με την επίσης υποστηρίκτρια του Λε Πεν, Μπριζίτ Μπαρντό, ο Αλεν Ντελόν θα μπορούσε να κατηγορηθεί ως «εθνικόφρων» ήδη από την εμμονή του με τον Σαρλ ΝτεΓκολ πίσω στα 70s, όταν αγόρασε για 300.000 φράγκα το χειρόγραφο του διάσημου λόγου που απηύθηνε ο Στρατηγός ΝτεΓκολ στους Γάλλους για να τους ενθαρρύνει στον αγώνα τους κατά των Γερμανών. Αργότερα το δώρισε στη Γαλλική Κυβέρνηση, αλλά από την υψηλού συμβολισμού αυτή πράξη του θα έπεφτε κατακόρυφα στο λαϊκισμό της προστασίας των συνόρων της χώρας από τους ξένους, λες και είχε ξεχάσει δια παντός το περιθώριο, την περιφρόνηση και την αποξένωση που τον έθρεψε πριν γίνει και ο ίδιος ένα φθαρμένο, αν και διαχρονικά πολύτιμο κειμήλιο μιας άλλης Γαλλίας.
Στο Φεστιβάλ Καννών το 2019
«Μπορούν να πουν ότι θέλουν για μένα, αλλά δεν μπορούν να αγγίξουν την καριέρα μου», ήταν η απάντηση του όταν το 2019 το Φεστιβάλ Καννών αποφάσισε να τον τιμήσει με τον Χρυσό Φοίνικα για την καριέρα του και ήρθε αντιμέτωπο με οργανώσεις γυναικών αλλά και δημοκρατικές φωνές που ζητούσαν την ακύρωση του βραβείου.
«Θα ζητήσω συγγνώμη γιατί απόψε, για μένα, εκτός από ένα τέλος σταδιοδρομίας, είναι και ένα τέλος της ζωής. Οταν ξεκίνησα αυτή τη δουλειά, μου είπαν: Υπάρχει ένα πράγμα που είναι πολύ δύσκολο, πρέπει να διαρκέσει, και εγώ το πέτυχα για εξήντα δύο χρόνια, τώρα ξέρω ότι αυτό που είναι δύσκολο είναι το να φύγεις, αλλά δεν θα φύγω χωρίς να σας πω ευχαριστώ», είπε κρατώντας στα χέρια το βραβείο για τη συνολική προσφορά του.
Με τον Ζαν-Πολ Μπελμοντό για το Paris Match τον Ιούνιο του 2019
Από χρόνια πριν είχε παραδεχτεί πως δεν μπορούσε πια να δει τις ταινίες του, γιατί όλοι όσοι αγάπησε είχαν φύγει. Οι τελευταίες εμφανίσεις του περιορίστηκαν σε τελετές αποχαιρετισμού - της Μιρέιγ Νταρκ, του Ζακ Ντερέ, του Ζαν-Πολ Μπελμοντό. Φίλοι του υποστηρίζουν ότι ανέκαθεν ένιωθε καλύτερα μέσα στο πένθος, παρά στη χαρά που τις περισσότερες φορές υποκρινόταν ότι γνώρισε στη ζωή του. Ο μεγαλύτερος αποχαιρετισμός του όμως ήταν στην πραγματικότητα στον ίδιο του τον εαυτό, στις δύο πλευρές μιας προσωπικότητας που πνιγμένη μέσα στο πένθος υπήρξε αδιαπραγμάτευτα ζωντανή στην πιο φωτεινή πλευρά της δημόσιας ζωής. Αποχαιρετισμός και στη Γαλλία που κατάφερε να «κερδίσει» ολοκληρωτικά (ως άλλος ΝτεΓκολ;) και αυτήν την άλλη που σταμάτησε απότομα να τον αγαπάει, την ώρα που ο ίδιος πίστευε ότι ήταν απλώς ο εαυτός του.
«Ημουν απίστευτα τυχερός. Υπήρξα ευτυχισμένος σε όλη μου τη ζωή. Γύρισα ταινίες με τους καλύτερους, έκανα ότι ήθελα, με όποιον ήθελα, όποτε το ήθελα. Ναι, ζω στο παρελθόν περισσότερο απ’ ότι στο μέλλον γιατί το παρελθόν μου ήταν συναρπαστικό. Το σήμερα δεν συγκρίνεται. Μια τέτοια ζωή δεν έρχεται δύο φορές .Γι’ αυτό αυτήν την ώρα της συνταξιοδότησης μου, δεν μετανιώνω για τίποτα.»
Ο Αλεν Ντελόν δεν πέθανε τελικά με ευθανασία. Οπως ανακοίνωσε η οικογένειά του - «ο Αλέν - Φαμπιέν, η Ανουσκά και ο Αντονι, καθώς και ο σκύλος του Λούμπο, ανακοινώνουν με βαθιά θλίψη την απώλεια του πατέρα τους. Εφυγε ήρεμα στο σπίτι του στο Ντουσί, περιτριγυρισμένος από τα τρία του παιδιά και τα αγαπημένα του πρόσωπα. (...) Η οικογένεια παρακαλεί να σεβαστείτε την ιδιωτικότητά της σε αυτή την εξαιρετικά δύσκολη στιγμή πένθους». Το ημερολόγιο έγραφε 18 Αυγούστου 2024.
Ισως γιατί όταν διαλέγεις εσύ το θάνατο σου και συνεπακόλουθα την αθανασία σου νιώθεις ακόμη περισσότερο μόνος.