«Τα μόνα συναισθήματα που ενέπνευσαν ποτέ τον αστυνόμο στον άνθρωπο είναι η αδιαφορία και ο χλευασμός».

Με τούτο το τσιτάτο από τον Φρανσουά-Οζέν Βιντόκ (1775-1857) ξεκινά το κύκνειο άσμα του Ζαν-Πιέρ Μελβίλ. Και καθόλου τυχαία, εννοείται. Ο Βιντόκ, στου οποίου τα απομνημονεύματα είχε βασιστεί και το «Vidocq: Η Μάσκα του Τρόμου» του Πιτόφ (2001), υπήρξε θρυλικός ντετέκτιβ που κατέληξε στην εγκληματολογία μετά από μακρά προϋπηρεσία στο ...έγκλημα. Βίωσε, δηλαδή, στο πετσί του τη μία πλευρά του νόμου πριν περάσει στην εξονυχιστική μελέτη της άλλης. Ηταν, λοιπόν, απολύτως φυσικό ο πάπας της γαλλικής εγκληματολογίας να εμπνεύσει τον πάπα του γαλλικού αστυνομικού νουάρ, του οποίου οι αντιήρωες ανέκαθεν κινούνταν σε εκείνη τη γκριζωπή ζώνη ανάμεσα στην άσπρη και τη μαύρη.

Τόσο το περιεχόμενο του τσιτάτου όσο και η (διπλή) ιδιότητα του συγγραφέα του προϊδεάζουν αμέσως για το θέμα του φιλμ. Ο Εντουάρ είναι Παριζιάνος αστυνομικός επιθεωρητής που αντιμετωπίζει τα εγκλήματα της μεγαλούπολής του με μεθοδικότητα αλλά και μια εξοικείωση που έχει με τα χρόνια μετατραπεί σε ρουτίνα. Ο Σιμόν είναι φίλος του και ιδιοκτήτης νυχτερινού κέντρου που χρησιμοποιεί την επιχείρηση σαν βιτρίνα στα εγκλήματά του με έναν εξίσου ρουτινιέρικα ουδέτερο τρόπο. Μονάχα προς την κορύφωση του φιλμ θα μάθει ο Εντουάρ για τις κρυφές δραστηριότητες του φίλου του Σιμόν, και θα αρχίσει να τον κυνηγά. Στην ουσία, το θήραμα δεν είναι παρά το άλτερ έγκο του.

Δύο όψεις του ίδιου νομίσματος -σαν τον Βιντόκ, που υπήρξε, θα λέγαμε, το νόμισμα καθαυτό. Θεματική που σαρώνει το αστυνομικό φιλμ σε όλο το ιστορικό του φάσμα. Τρία χρόνια μετά τον «Αστυνόμο», το 1975, θα τη δούμε παραλλαγμένη στο αξέχαστο «Flic Story» του Ζακ Ντερέ, με τον Αλέν Ντελόν και πάλι, δίπλα στον Ζαν-Λουί Τρεντινιάν. Το μοτίβο θα επαναληφθεί ύστερα από δύο δεκαετίες στην «Ένταση» του Μάικλ Μαν.

Στον «Αστυνόμο», ωστόσο, όπως άλλωστε και σε ολόκληρη την νουάρ εργογραφία του Μελβίλ, είναι αποκλειστικά το στιλ που καθορίζει το περιεχόμενο, στο βαθμό μάλιστα που η πλοκή να περιφρονείται επιδεικτικά. Χαρακτηρολογία περιορισμένη στα βλέμματα και τις σιωπές, επιτηδευμένα μονολιθικές ερμηνείες, πλήρης αδιαφορία για τον ψυχολογισμό. Ο Εντουάρ τρέχει ανιαρά θαρρείς στους τόπους του εκάστοτε εγκλήματος και κλείνει την υπόθεση με δυο ερωτήσεις κι άλλες τόσες διαταγές. Ο Σιμόν εκτελεί τις ληστείες του με τελετουργική κλινικότητα, όσο παράτολμες κι αν είναι. Τόσο ατάραχα δουλεύουν και οι δύο άντρες, που η ρουτίνα τους φαντάζει σχεδόν σαν χλεύη στον πανικοβλημένο συνάδελφο ή θύμα τους, για να θυμηθούμε τα λόγια του Βιντόκ.

Τους συσχετισμούς υπογραμμίζει ένα ατσάλινο παράλληλο μοντάζ, κυρίως στις δύο μεγάλες σεκάνς των ληστειών, στην αρχική της τράπεζας και στην κεντρική στο κινούμενο τρένο. Εκτυλισσόμενη σε πραγματικό σχεδόν χρόνο, η δεύτερη όχι απλώς καθηλώνει με το σασπένς που αβίαστα δομεί, αλλά και τονίζει όλη τη μηχανιστικότητα στη δράση του Σιμόν. Όπως μηχανιστικά ξεδιπλώνεται και η δευτερεύουσα πλοκή της απιστίας: o Εντουάρ διατηρεί κρυφή σχέση με τη γυναίκα του Σιμόν, και η ουδετερότητα του τελευταίου, που πιθανότατα το γνώριζε πάντα όπως ισχυρίζεται ο Εντουάρ, δηλώνεται με ένταση από την μαρμάρινη ομορφιά και το ασύσπαστο πρόσωπο της Κατρίν Ντενέβ.

Σήματα παντού, σε μια ταινία που μας ζητά διαρκώς να προσέξουμε τα σημαινόμενα (ακόμα και στις σκηνές της «βόλτας» του αστυνόμου στους ποικίλους τόπους εγκλήματος), χωρίς στιγμή να επικαλείται το συναίσθημά μας. Ακόμη και η μελαγχολία που εξέπεμπαν τα προηγούμενα φιλμ του Μελβίλ, εδώ, στο τελευταίο του (πέθανε το 1973, λίγους μήνες μετά την κυκλοφορία του «Αστυνόμου», μόλις στα 56 του), μοιάζει να απουσιάζει εντελώς. Θα δεχθούμε πως παραείναι υπολογισμένη και υπέρ το δέον ελλειπτική ώστε να υπηρετεί ακριβώς τα προσεχτικά τοποθετημένα προσχήματα. Είναι όμως, μαζί, και μια ολότελα μοναδική απόπειρα όσμωσης του αστυνομικού φιλμ, που ο δημιουργός κατείχε όσο λίγοι ομόλογοί του, με τη γραφή της νουβέλ βαγκ, της οποίας, ας μην ξεχνάμε, υπήρξε από τους βασικούς προαγγέλους.