«Μακάρι να μη σε αγαπούσα ή να σε αγαπούσα περισσότερο.» Αυτή η ατάκα της Μόνικα Βίτι, λίγο πριν το τέλος της «Έκλειψης», έμελλε να συνοψίσει, να αποκρυσταλλώσει και να κορυφώσει την τριλογία της Αποξένωσης του Μικελάντζελο Αντονιόνι, η οποία ξεκίνησε με την «Περιπέτεια» και συνεχίστηκε με τη «Νύχτα», και κατάφερε να αλλάξει και να επαναπροσδιορίσει τους αφηγηματικούς και αισθητικούς κανόνες στην κινηματογραφική αποτύπωση της αβέβαιης και μετέωρης πορείας του μοντέρνου ανθρώπου στο απέραντο, αχανές, ερημικό και αλλοτριωτικό πεδίο της αστικής μοναξιάς.

Από την αρχή της «Έκλειψης», άλλωστε, από τους τίτλους κιόλας, όπου το χαρούμενο twist με την φωνή της Μίνα διακόπτεται κυριολεκτικά στη μέση για να αντικατασταθεί από το δυσοίωνα ατονικό score του Τζοβάνι Φούσκο, γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι εδώ δεν πρόκειται να ακολουθήσει μια αισθηματική ιστορία με ένα σαφές και αναμενόμενο περίγραμμα, αντίθετα θα ξεκινήσει μια εξερεύνηση σε αχαρτογράφητα νερά, με μια κατάληξη που πόρρω θα απέχει από την (όποια) αριστοτελική, πόσο μάλλον χαρούμενη, κορύφωση.

Η πρώτη συνάντηση με την κεντρική ηρωίδα της ταινίας, τη Βιτόρια, γίνεται τη στιγμή που χωρίζει από τον Ρικάρντο, τον μεγαλύτερο σε ηλικία εραστή της, στο πολυτελές διαμέρισμα του στα περίχωρα της Ρώμης. Μέσα σε μια εκκωφαντική σιωπή, η οποία θα προοικονομήσει και το τέλος μιας διαδρομής που μόλις ξεκινά, οι πρώτες λέξεις θα ακουστούν μετά από πέντε λεπτά και θα είναι αδύναμες, περιττές και τετριμμένες, ανίκανες να εξηγήσουν ή να περιγράψουν αυτά που οι δύο πρώην εραστές αισθάνονται, ακριβώς επειδή ούτε εκείνοι γνωρίζουν γιατί ακριβώς χωρίζουν ή τι τους έφερε εξαρχής κοντά. Οι μορφές τους αντικειμενοποιούνται, μετατρέπονται σε άψυχα πράγματα, μέσα σε έναν χώρο που ενώ είναι σπίτι κάθε άλλο παρά οικείος φαίνεται, με έναν ανεμιστήρα να αποτελεί τη μοναδική πηγή κίνησης και ζωής στα ήδη αποπνικτικά κάδρα.

Ακόμα, όμως, και μετά την εγκατάλειψη του εραστή της, η ennui της Βιτόρια θα συνεχιστεί μέσα στην μητροπολιτική Ρώμη. Από το φουτουριστικά δυστοπικό και κατασκευασμένο από τον Μουσολίνι προάστιο του EUR θα περιπλανηθεί καταλήγοντας στο χρηματιστήριο για να συναντήσει την εθισμένη στη φρενίτιδα του καθημερινού τζόγου των μετοχών μητέρα της. Εκεί, μέσα σε ένα κακόφωνο κι ανδροκρατούμενο χάος, θα γνωρίσει τον Πιέρο, έναν νεαρό χρηματιστή, κενόδοξο και ρηχό, παθιασμένο με τις απολαύσεις και την ευζωία που η αγχώδης δουλειά του προσφέρει. Οι τυπικές και αδιάφορες αρχικά στιχομυθίες θα οδηγήσουν σε ένα απροσδιόριστα επιφανειακό φλερτ, η φυσική μεταξύ τους έλξη, όμως, θα έρθει αντιμέτωπη με την αβουλία και την ανικανότητά τους για κάτι βαθύτερο, καθώς θα δώσουν ραντεβού για την επόμενη μέρα, όμως δεν θα πάει κανείς από τους δύο.

Με βάση αυτή την χαλαρή και ελλειπτική αφηγηματική δομή, ο Αντονιόνι μεγαλουργεί, συνθέτοντας μια συμφωνία από νεκρούς χώρους και χρόνους. Τίποτα δεν είναι σημαντικό, όμως τα πάντα έχουν σημασία. Τα αντικείμενα στα διαμερίσματα, ο τρόπος που τα κτίρια διχοτομούν το οπτικό πεδίο, η απεραντοσύνη του ουρανού και η αστική δόμηση, όλα καταδεικνύουν τη μοναξιά της ανθρώπινης μορφής, που ψάχνει να βρει μέσα σε ένα τεχνητό περιβάλλον, που η ίδια δημιούργησε, την επαφή με τον Άλλο.

Με μια πραγματικά μοντέρνα για την (κάθε) εποχή γεωμετρία στα πλάνα, ο Αντονιόνι τοποθετεί τους δύο εμβληματικά όμορφους πρωταγωνιστές του και δοκιμάζει την αβίαστα γοητευτική χημεία τους μέσα σε ένα περιβάλλον, όπου οι μορφές, τα περιγράμματα, τα κτίρια, οι ήχοι και οι λέξεις αναδεικνύουν ένα αγεφύρωτο κενό, μια γκρίζα ζώνη ματαίωσης και αδιαφορίας. Μέσα στο μεταπολεμικό οικονομικό θαύμα της Ιταλίας, σε μια τόσο φρενήρη αλλά και τόσο κενή από ενδιαφέροντα πραγματικότητα, τα σημεία συνάντησης, οι δρόμοι, τα πάρκα, οι πλατείες, θα αναδείξουν και θα αντικατοπτρίσουν μέσα από την ερημιά τους την εσωτερική ερήμωση.

Οι λέξεις είναι για τη Βιτόρια, μεταφράστρια στο επάγγελμα, τελικά άχρηστες και χωρίζει από τον Ρικάρντο, που είναι συγγραφέας, για να μπλέξει εφήμερα με έναν νεαρό, πρώιμο γιάπη και φερέφωνο του καπιταλιστικού ονείρου της ευτυχίας μέσα από τον πλούτο. Κάθε απόπειρα επικοινωνίας μοιάζει a prioti καταδικασμένη, είτε μέσα στο ναό του χρήματος, όπου με ντοκιμαντεριστικό νατουραλισμό και ασθματικό ρυθμό αντηχεί η υστερική οχλαγωγία, είτε μέσα από τις αδιάφορες κατ’ ιδίαν στιχομυθίες που δεν αποκαλύπτουν τίποτα, δεν φέρνουν κοντά, δεν έχουν κανένα σκοπό και καμία τελεολογία. Η μόνη στιγμή ανόθευτης χαράς για τη Βιτόρια θα είναι τη μοναδική φορά που θα παραδοθεί στα ένστικτά της κατά τη διάρκεια ενός αφρικανικού χορού στο διαμέρισμα μιας γειτόνισσάς της. Αλλά ακόμα κι εκεί, με ένα ηθελημένα επιτηδευμένο blackface που δοκιμάζει την πολιτική ορθότητα της εποχής μας, αναδεικνύεται πόσο επίπλαστη είναι αυτή η στιγμιαία ευδαιμονία.

Και μετά από αυτή την καταγραφή της δορυφορικής πορείας δύο ανθρώπων που συναντήθηκαν (;) αλλά τελικά δεν βρέθηκαν ουσιαστικά ποτέ, η κάμερα του Αντονιόνι θα τους αφήσει έρμαια της τύχης τους και στο συγκλονιστικό τελευταίο δεκάλεπτο θα αποτυπώσει μοναδικά την απουσία και την παρακμή του περιρρέοντος αστικού περιβάλλοντος με τους όρους μιας μεταποκαλυπτικής ταινίας επιστημονικής φαντασίας, εκεί όπου η ανθρώπινη παρουσία μοιάζει με μια περιττή λεπτομέρεια, μια «Έκλειψη», στη σκιά της οποίας απογυμνώνεται ο νέος και καθόλου γενναίος κόσμος μας.