Δυο χρόνια μετά την πρώτη του εμφάνιση εδώ στις Κάννες με το «οι Δικοί μου Ανθρωποι», ο ρώσος σκηνοθέτης επιστρέφει με μια ταινία που δικαιώνει με το παραπάνω τους επαίνους και τα βραβεία που κέρδισε τότε.
Το «Beanpole» είναι τοποθετημένο στο Λένινγκραντ του 1945, στον έντονο απόηχο του πολέμου ο οποίος μοιάζει να κατοικεί ακόμη στο μυαλό και τις ψυχές των ανθρώπων που τον βίωσαν -παρ΄ ότι όλοι προσπαθούν να τον ξορκίσουν προσμένοντας μια περίοδο ειρήνης- και δανείζεται τον τίτλο του από την ηρωίδα του Ιγια, μια κοπέλα τόσο ψηλή κι αδύνατη που ξεχωρίζει ανάμεσα σε όλους.
Η Ιγια δουλεύει σε ένα νοσοκομείο φροντίζοντας τραυματίες πολέμου και προσπαθώντας να γιατρέψει τα δικά της τραύματα από το μέτωπο όπου είχε βρεθεί για να πολεμήσει, τραύματα που της έχουν αφήσει ένα σύνδρομο που κάθε τόσο κυριολεκτικά την «παγώνει» και την αποκόπτει από τον υπόλοιπο κόσμο. Στριμωγμένη στο μικρό της διαμέρισμα μεγαλώνει ένα νήπιο με περίσσευμα αγάπης, μόνο που σύντομα θα ανακαλύψεις ότι δεν είναι δικό της παιδί, αλλά μιας συναγωνιστριάς της και της καλύτερής της φίλης Μάσα, που έμεινε πίσω να πολεμήσει, όταν η Ιγια έφυγε για να θεραπευτεί.
Με την ειρήνη να είναι πλέον η κανονικότητα, η Μάσα θα επιστρέψει από το μέτωπο, αλλά η χαρά της επανένωσης θα σημαδευτεί από ένα καταστροφικό γεγονός που θα σπρώξει τις δυο γυναίκες σε μια σχέση αλληλεξάρτησης και μια σειρά από αποφάσεις που συχνά αγγίζουν το πεδίο σχεδόν της αρχαιοελληνικής τραγωδίας. Τα όσα θα συμβούν, μεταμορφώνουν το δράμα στην καρδιά του φιλμ, σε ένα πρίσμα που θα σου επιτρεψει να δεις μέσα από τις διαθλάσεις του μια σειρά από πτυχές της κοινωνίας της εποχής, του τραύματος του πολέμου, της ίδιας της ανθρώπινης φύσης.
Τοποθετημένο σε ένα μικρόκοσμο ο οποίος ορίζεται από το νοσοκομείο όπου η Ιγια και στη συνέχεια και η Μάσα δουλεύει, το σπίτι των δύο κοριτσιών και, κρατώντας τους δευτερεύοντες χαρακτήρες στο απαραίτητο μίνιμουμ (ο επικεφαλής γιατρός, ένας άβουλος μα πλούσιος άντρας που η Μάσα θα γνωρίσει, ένας τετραπληγικός ασθενής, η γειτόνισσα μοδίστρα), το φιλμ κατορθωνει με θαυμαστό τρόπο να μην περιορίζει την ματιά του, μα να δίνει συχνά υπαινικτικά κι άλλοτε με συγκλονιστική αμεσότητα μια απόλυτα σαφή εικόνα του τόπου, του χρόνου, της συνθήκης, του ψυχολογικού τοπίου των ηρώων του.
Φωτογραφημενο συγκλονιστικά σε μια απόλυτα καθορισμένη παλέτα, κόκκινα, πράσινα και ξεφτισμένα, σκουριασμένα, μουντά χρώματα, με μια λιτή μα απόλυτα πειστική αναπαράσταση της εποχής και με δυο εξαιρετικες ερμηνείες από τις πρωταγωνίστριες του -με την Βικτόρια Μιροσνιτσένκο να φέρνει στο νου μια νεαρή Τίλντα Σουίντον-, το φιλμ αντλεί την εμπνευσή του από το βιβλίο της βραβευμένης με Νόμπελ Σβετλάνα Αλεξέιβιτς «The Unwomanly Face of War» και παραδίδει μια κινηματογραφική εμπειρία σπάνιας έντασης και σωματικού σχεδόν αντίκτυπου.
Περισσότερες κριτικές από τις Κάννες
- Κάννες 2019: «Οι Νεκροί δεν Πεθαίνουν», αλλά η έμπνευση του Τζιμ Τζάρμους δεν δείχνει πολύ καλά
- Κάννες 2019: Το «Deerskin» του Κουεντίν Ντουπιέ είναι ένα μόνο (μαύρο) αστείο
- Κάννες 2019: Το «Litigante» του Φράνκο Λόλι είναι μια χορταστική φέτα ζωής
- Κάννες 2019: Το «The Unknown Saint» βρίσκει μια όαση χιούμορ στη μαροκινή έρημο
- Κάννες 2019: Tο «Les Miserables» του Λατζ Λι δεν κάνει την έκρηξη που υπόσχεται
- Κάννες 2019: Καμία (κινηματογραφική) επανάσταση στο «Bacurau» των Κλέμπερ Μεντόντσα Φίλιου και Ζουλιάνο Ντορνέλες
- Κάννες 2019: «For Sama» - Ετσι ήταν η ζωή στο Χαλέπι, καθώς έπαυε να υπάρχει
Tags: Κάννες 2019