Ο Κουεντίν Ντουπιέ, σκηνοθέυτης, dj και μουσικός παραγωγός (τον ξέρετε κι ως Mr. Oizo) ξεκίνησε την καριέρα του με μια ταινία για ένα λάστιχο αυτοκινήτου με δολοφονικές τάσεις και δεν κατέβασε ποτέ το επίπεδο του σαχλού σουρεαλισμού του στα επίπεδα ενός mainstream σινεμά. Ακόμη κι αν στην πορεία προσέλκυσε ηθοποιούς όπως ο Αλέν Σαμπά στο «Réalité» ή ο Μπενουά Πελβούντρ στο «Wrong Cops», οι ταινίες του δεν έπαψαν ποτέ να είναι στην καλύτερη περίπτωση ιδιοσυγκρασιακές, και στην καλύτερη περίπτωση απενοχοποιημένα ανόητες.
Δείτε επίσης: «Οι Νεκροί δεν Πεθαίνουν», αλλά η έμπνευση του Τζιμ Τζάρμους δεν δείχνει πολύ καλά
Το «Deerskin» ακολουθεί την ίδια ακριβώς συνταγή, με δυο διάσημους γάλλους σταρ σαν τον Ζαν Ντιζαρντέν και την Αντέλ Ενέλ, να βουτάνε με το κεφάλι στο παράξενο σύμπαν του Ντουπιέ, σε μια ταινία που αν και χαριτωμένη δεν είναι πολλά παραπάνω από ένα αστείο απλωμένο στο μέγεθος μιας ταινίας μεγάλου μήκους.
Ο Ντιζαρντέν υποδύεται τον Ζορζ έναν άντρα που προφανώς αφήνει πίσω την παλιά του ζωή και μια σύζυγο που «για εκείνη δεν υπάρχει πια» και αφού πετάξει το κοτλέ του σακάκι στην λεκάνη της τουαλέτας ενός βενζινάδικου -όχι δεν κατεβαίνει- αγοράζει από έναν ηλικιωμένο σε ένα σπίτι στο βουνό, ένα καουμπόικο μπουφάν με κρόσια από 100% δέρμα ελαφιού.
Κι επειδή τα ρούχα κάνουν τον άνθρωπο, ο Ζορζ θα βρει μέσα από το καινούριο του μπουφάν μια καινούρια ταυτότητα και θα ποζάρει σχεδόν κατά λάθος στη μικρή ορεινή κωμόπολη όπου θα μείνει, ως ένας σκηνοθέτης που δουλεύει την καινούρια ταινία του, ακόμη κι αν δεν ξέρει το παραμικρό για σινεμά.
Κι ως θαύματος η σερβιτόρα στο σχεδόν πάντα άδειο μπαρ που συχνάζει, θα είναι και ερασιτέχνης μοντέρ η οποία θα αναλάβει να μοντάρει την ταινία που γυρίζει η οποία δεν είναι άλλο παρά το μέσο που το δερμάτινο τζάκετ του κι εκείνος έχουν βρει για να φέρουν εις πέρας το κοινό του όνειρο: να εξαφανίσουν όλα τα μπουφάν από τον κόσμο και το δικό του να είναι το μόνο τζάκετ που υπάρχει, κι ο Ζορζ, ο μόνος άντρας που θα μπορεί να το φορέσει.
Ναι το φιλμ είναι τόσο χαριτωμένα (ή μή) σαχλό όσο η παραπάνω περιγραφή του αλλά και γεμάτο αίμα, φόνους και κωμική βία, με ένα παράδοξο χιούμορ να το διαπερνά το οποίο ομολογουμένως γίνεται γρήγορα επαναλαμβανόμενο και όλο και πιο ισχνό, αλλά κατορθώνει να κρατά το ενδιαφέρον χάρη στη μικρή διάρκεια της ταινίας. Ακόμη κι έτσι όμως, ελάχιστα πράγματα υπάρχουν για να ανακαλύψει κανείς κάτω από την επιφάνεια καθώς η ιστορία, οι χαρακτήρες, ακόμη και οι όποιοι συμβολισμοί στο «Deerskin» δεν πηγαίνουν ποτέ βήμα πιο πέρα από το εξυπνακίστικο.
Tags: Κάννες 2019, Κουεντίν Ντουπιέ