Επιστρέφουμε στο 1998, στο Βόρειο Καύκασο - στο Νάλτσικ (την πρωτεύουσα της Δημοκρατίας Καμπαρντίνο-Μπαλκάρ) που μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, την αναβίωση των εθνικισμών και το κλείσιμο των κρατικών εταιριών, γνώρισε σοβαρή οικονομική κρίση με ποσοστά ανεργίας της τάξης του 90% (ακόμα και σήμερα είναι μια από τις φτωχότερες ρωσικές περιοχές). Εκεί, το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων είναι οι Καμπαρντίν, ένα αρχαίο καυκάσιο φύλο, που στο θρήσκευμα είναι σουνίτες μουσουλμάνοι. Υπάρχει όμως και μία μικρή κοινότητα Εβραίων, στους οποίους συναντάμε την Ιλάνα και την οικογένειά της. Εκείνη είναι μία 20χρονη κοπέλα, ένα δυναμικό αγοροκόριτσο που δουλεύει στο συνεργείο αυτοκινήτων του πατέρα της και μοιάζει να ξέρει τη δουλειά καλύτερα κι από εκείνον.
Σε κόντρα με την συγκαταβατική, υπάκουη φιγούρα της μητέρας της, η Ιλάνα είναι ένα κορίτσι που νιώθει ελεύθερο. Δεν πιστεύει τυφλά στις Εβραϊκές παραδόσεις (άλλωστε, έχει σχέση «με τον εχθρό» - το αγόρι της είναι Καμπαρντίν), δεν είναι καθωσπρέπει, δε θέλει να φορέσει φόρεμα στους αρραβώνες του αδελφού της. Κι όταν το ίδιο βράδυ Τσετσένοι απαγάγουν το ζευγάρι και ζητούν λύτρα, όχι, δεν υπάρχει περίπτωση να παντρευτεί τον γιο του Εβραίου γείτονα που υπόσχεται να τους καλύψει με τα χρήματα για να σωθεί ο αδελφός της. Υπάρχουν όρια για τις θυσίες που οφείλει να κάνει κανείς «για τους δικούς του ανθρώπους».
Ο Καντεμίρ Μπαλαγκόφ κάνει ένα αξιοσημείωτο σκηνοθετικό ντεμπούτο (που κέρδισε και το βραβείο της FIPRESCI στο τμήμα «Ενα Κάποιο Βλέμμα» του Φεστιβάλ Καννών) με κάτι που γνωρίζει πολύ καλά: ήταν 7 χρονών όταν στη γενέτειρά του, το Νάλτσικ, συνέβαιναν παρόμοια τραγικά περιστατικά και οι κόντρες ανάμεσα στις εθνικιστικές και θρησκευτικές κάστες τρομοκρατούσαν τους κατοίκους. Παιδί, κυριολεκτικά, της διαλυμένης Σοβιετικής Ενωσης κλήθηκε να αναρωτηθεί και προσωπικά τι σημαίνει πίστη («Closeness», όπως ο αγγλικός τίτλος της ταινίας) σε θεσμούς (πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια) και τι σημαίνει ασφυξία («Tesnota», o ρώσσικος) από τις καταπιεστικές νόρμες και τα σύνορα που επιβάλει το μίσος του παρελθόντος ανάμεσα σε φυλές. Μάλιστα το δηλώνει από τους τίτλους αρχής: αυτή είναι μία αληθινή ιστορία που συνέβη στα 90ς. Και, ίσως, όλοι θα κληθούμε να πάρουμε θέση μέχρι τους τίτλους τέλους.
Ακολουθώντας το σινεμά κοινωνικού ρεαλισμού των αδελφών Νταρντέν και του Κρίστιαν Μουντζίου (αν κι Μπαλαγκόφ, ως βοηθός και μαθητής του Αλεξάντερ Σοκούροφ, ο οποίος υπογράφει και την παραγωγή αυτής της ταινίας, έχει κάποιες στιλιζαρισμένες στιγμές) ο 27χρονος σκηνοθέτης παίρνει την κάμερα στον ώμο, κλείνει το κάδρο σ' ένα ασφυκτικό 4:3 aspect ratio και μας εγκλωβίζει στη σκοτεινή καρδιά της ταινίας. Σ' ένα σινεμά κοφτών, λαχανιασμένων αναπνοών, οργής, σύγκρουσης, ταπείνωσης, αδιέξοδου. Τα γεμάτα ένταση κοντινά του στα πρόσωπα των απελπισμένων ηρώων και τα γενικά του στην ερημιά και την απόγνωση της φτωχικής ορεινής επαρχίας λειτουργούν άψογα σε κάτι παραπάνω από τη δημιουργία της σωστής αποπνικτικής κινηματογραφικής ατμόσφαιρας: είμαστε κι εμείς εκεί σε μία πνιγηρή πολιτική πραγματικότητα, που δεν είναι και τόσο μακρινή ή ξένη.
Το πιο δυνατό χαρτί του Μπαλαγκόφ είναι η πρωταγωνίστριά του. Δεν μπορείς (και η κάμερα δεν σ' αφήνει) να πάρεις τα μάτια σου από αυτό το κορίτσι. Κι ούτε θέλεις. Η Ντάρια Ζόβνερ έχει μία επιτακτική παρουσία, μία δύναμη και αφοπλιστική αμεσότητα που χαρίζει στην Ιλάνα την πανοπλία της, απέναντι σε όλα όσα της συμβαίνουν. Με μία μελετημένη, δυναμική σωματική ερμηνεία, με τσαμπουκά και νεανική αυθάδεια, αλλά και ταυτόχρονα ένα εκφραστικό πρόσωπο που γλυκαίνει, πληγώνεται και τσακίζει, η Ζόβνερ αλλάζει διαθέσεις, σιωπά και εκρήγνυται με τη μαεστρία έμπειρης ηθοποιού.
Αλλωστε, η Ιλάνα στέκεται στην ταινία με μεγαλύτερο βάρος από την κεντρική ηρωίδα μίας κινηματογραφικής αφήγησης. Εκπροσωπεί ολόκληρη τη γενιάς της και το πώς ο Μπαλαγκόφ παίρνει θέση απέναντι στο παρελθόν και το μέλλον μιας χώρας. Η αντίστιξη με την επίσης μελετημένη στις λεπτομέρειες ερμηνεία της Ολγκα Ντραγκούνοβα (της Εβραίας μάνας) αυτό ακριβώς υποδηλώνει: με ποιους πας και ποιους αφήνεις. Πόσο ισχυροί είναι οι δεσμοί αίματος. Πόσο ικανοί οι ενοχικοί μηχανισμοί που διατήρησαν θρησκείες, κουλτούρες και κράτη μέσα στους αιώνες;
Η απάντηση όταν βρίσκεσαι αντιμέτωπος με την Ιστορία, αλλά και τη μοναδική ζωή που έχεις, δεν είναι ούτε προφανής, ούτε αναμενόμενη.
Αντί επιλόγου, ένας προβληματισμός. Ο Μπαλαγκόφ επέλεξε σ' ένα κομβικό σημείο στη μέση της ταινίας να χρησιμοποιήσει ένα snuff βίντεο: πραγματικούς βασανισμούς εβραίων από Τσετσενούς αντάρτες που είχαν τότε κυκλοφορήσει στο Ιντερνετ και σοκάρει. Ο Μίκαελ Χάνεκε είχε κάποτε δηλώσει ότι το σινεμά δεν αποτελείται από ευχάριστες, αλλά απαραίτητες εικόνες. Σ' αυτό συμφωνούμε ολόψυχα. Οταν όμως ένα κομμάτι σοκαριστικής πραγματικότητας εισβάλει αφιλτράριστα και απροειδοποίητα σ' ένα κινηματογραφικό έργο, πότε σταματά η τέχνη και πότε ξεκινά το exploitation; Αν σε μία ταινία μυθοπλασίας κάποιος χρησιμοποιήσει αποκεφαλισμούς ομήρων της ISIS από το youtube, αν αυτοκτονίες, δολοφονίες, βιασμοί από σελίδες διεστραμμένων στο facebook διανθίζουν την κινηματογραφική αφήγηση, πότε παύουμε να είμαστε μέρος του απαραίτητου προβληματισμού και διαλόγου και πότε γινόμαστε άθελά μας θεατές της κλειδαρότρυπας και αποδέκτες της προπαγάνδας της τρομοκρατίας;