Το μεγαλείο της «Ορκισμένης Παρθένας» της Λάουρα Μπισπούρι, της πρώτης της ταινίας που έκανε πρεμιέρα στην Berlinale του 2016, δεν ήταν μόνο το συναρπαστικό της θέμα, ή η εκπληκτική αντίθεση του φυσικού και του αστικού τοπίου στη φωτογραφία, ή η σαρωτική ερμηνεία της Αλμπα Ρορβάκερ στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ηταν ότι, με μια ταινία πάνω στη μεταμόρφωση και στην ταυτότητα του φύλου, η Μπισπούρι έγραψε μια ηρωίδα που μεταβάλλεται, βασανίζεται, απελευθερώνεται, ξεδιπλώνεται. Κι αυτό είναι το μόνο που δεν καταφέρνει να κάνει σ' αυτή, τη δεύτερη ταινία της, με τον εξ αρχής συγκινητικό τίτλο, «Figlia mia», «Η Δική μου Κόρη».
Καλοκαίρι στη Σαρδηνία κι η 10χρονη κοκκινομάλλα Βιτόρια το περνά στο οικογενειακό σπίτι, δίπλα, αγκαλιά, με τη μαμά της, την Τίνα (η Βαλέρια Γκολίνο, γήινη, πανέμορφη και στέρεα). Δεν έχει φίλες, μεγαλώνοντας υπερπροστατευμένη, αλλά και με περισσή αγάπη και φροντίδα. Η Τίνα είναι στοργική - έστω κι αν για χάρη της Βιτόρια δεν κοιμάται πια δίπλα στον άντρα της - μεθοδική, εργατική, πάντα εκεί, ένα σταθερό στήριγμα, όπως είναι μια μάνα. Ακριβώς τρία χιλιόμετρα από την πόλη τους, σε μια φάρμα σε παρακμή, μαζί μ' ένα τροφαντό γουρούνι και δυο όμορφα άλογα, λίγες κότες κι έναν ταλαίπωρο σκύλο, ζει η Αντζελίνα (η Αλμπα Ρορβάκερ εκπληκτική ως αυτοκαταστροφική αλαφροΐσκιωτη), που κάθε βράδυ δίνεται σ' όποιον ενδιαφέρεται να περάσει για λίγο καλά και να την κεράσει ένα ποτάκι. Η Αντζελίνα είναι επιπόλαια και παρορμητική - κι είναι η βιολογική μητέρα της Βιτόρια, εκείνη που η Τίνα βοήθησε να ξεγεννήσει κι ορκίστηκε να φροντίσει το μωρό και να βοηθά κι εκείνη, πάντα, σε ό,τι χρειαστεί.
Φέτος η Βιτόρια θα συνειδητοποιήσει τη θέση έχει στη ζωή της η κάθε γυναίκα - και θα κάνει την επανάστασή της, στο δρόμο για μια καταναγκαστική ενηλικίωση. Θα περιφρονήσει την τάξη και τη σιγουριά της Τίνα, θα γοητευτεί από τη φαινομενική ελευθερία της Αντζελίνα, που την παροτρύνει να ξεπεράσει τους φόβους της, να νιώσει τη φύση, να βουτήξει βαθιά και να σκαρφαλώσει ψηλά - χωρίς να υπόσχεται ότι θα είναι εκεί για να την πιάσει αν πέσει.
Ενα κορίτσι διχάζεται ανάμεσα σε δυο μαμάδες, σε δυο τρόπους ζωής, σε δυο διαφορετικές υποσχέσεις. Δυο γυναίκες διχάζονται ανάμεσα στο τι οφείλουν και στο τι νιώθουν να κάνουν. Τρεις γυναίκες σε μια τροχιά καταστροφής που, αν σταθούν δυνατές, θα οδηγήσουν στην αγάπη. Καμιά τόσο δυνατή όσο πιστεύει: η Αντζελίνα μοιάζει με αγρίμι ελεύθερο (η φύση), αλλά είναι εγκλωβισμένη στην αποτυχία και την ανευθυνότητά της. Η Τίνα είναι συγκροτημένη (η δουλειά της είναι να φιλετάρει ψάρια), αλλά δεν έχει τον έλεγχο της ζωής της, είναι κι αυτή εγκλωβισμένη σε μια γεμάτη ανασφάλεια αγάπη. Κι η Βιτόρια ένα κορίτσι γεμάτο απορίες.
Η Λάουρα Μπισπούρι, που υπογράφει και το σενάριο του «Figlia Mia», τοποθετεί την ιστορία της ιδανικά στη Σαρδηνία, στα ηλιόλουστα, πολύβοα καλοκαιρινά παζάρια, στις απόκρημνες πλαγιές πάνω από τη θάλασσα, στις μυστηριώδεις σπηλιές και τα κακοφωτισμένα μπαρ. Δουλεύοντας ξανά με φωτογράφο τον Βλάνταν Ράντοβιτς, χτίζει μια ταινία όχι μόνο πανέμορφη, αλλά και έντονα σωματική: όπως αποτυπώνει το βράχο και τη γη, έτσι η κάμερα πλησιάζει αυτές τις πληθωρικές, δραματικές γυναίκες, τα μαλλιά τους, το δέρμα τους, τους πόρους απ' όπου αναδύονται αρχέγονα ένστικτα. Τις εικόνες της συνοδεύει η μουσική του Νάντο Ντι Κόζιμο, γεμάτη κιθάρες και κρουστά, ανάμεσα στα παραδοσιακά ιταλικά τραγούδια και τις παγανιστικές τελετές.
Κι εκεί που όλα είναι στημένα για μια σπουδαία ταινία για τη φύση της μητρότητας, για το βιολογικό σύνδεσμο (ή μη) και την πραγματική ουσία της γαλούχησης και της ανατροφής ενός παιδιού, η ταινία μένει περίπου... εκεί. Στις ευνόητες σκέψεις, στα όμορφα πλάνα λουσμένα με ήλιο και ζεστό δέρμα, σε τρεις γυναίκες που δεν εξελίσσονται και δεν αλλάζουν και δεν διανύουν κανένα κατώφλι αυτογνωσίας, ούτε κάνουν τίποτε ενδιαφέρον. Παρά συνεχίζουν να ζουν στη σκέψη της Λάουρα Μπισπούρι, που είναι αδιαμφισβήτητα μια δυνατή νέα σκηνοθέτης, όπως θα μας θυμίσει ξανά, στην επόμενη ταινία της.
Περισσότερες κριτικές από την Berlinale 2018
- Berlinale 2018: To «Isle of Dogs» του Γουές Αντερσον είναι μια δήλωση αγάπης. Κι όχι μόνο υπέρ των σκύλων
- Berlinale 2018: Το «Black 47» χτίζει ένα βίαιο «γουέστερν» πάνω σε μια σκοτεινή σελίδα της ιρλανδικής ιστορίας
- Berlinale 2018: Μελόδραμα σε φθηνή έκδοση το «The Bookshop» της Ιζαμπέλ Κοσέτ
- Berlinale 2018: Ο Ρούπερτ Εβερετ συναντά νομοτελειακά τον Οσκαρ Γουάιλντ στον «Ευτυχισμένο Πρίγκιπα»
- Berlinale 2018: Οι «Κληρονόμοι» από την Παραγουάη είναι η έκπληξη που ελπίζαμε να δούμε
- Berlinale 2018: To «Central Airport THF» του Καρίμ Αϊνούζ, κοιτάζει με ψύχραιμη ματιά την προσφυγική κρίση
- Berlinale 2018: Ούτε «το μικρό μου πόνι στην Αγρια Δύση» δεν περιγράφει το ασυνάρτητο «Damsel»
- Berlinale 2018: O Κρίστιαν Πέτσολντ μιλά για τον πόλεμο, τον έρωτα και τον άνθρωπο στο «Transit»
- Berlinale 2018: Στο «Madeline’s Madeline», η Τζόζεφιν Ντέκερ φλερτάρει με την ανακάλυψη μιας νέας αφηγηματικής φόρμας
- Berlinale 2018: Το «Obscuro Barroco» της Ευαγγελίας Κρανιώτη είναι μια φιλμική εμπειρία
- Berlinale 2018: Η «Eva» του Μπενουά Ζακό είναι ένα νουάρ που δεν σκοτεινιάζει ποτέ