Με φόντο το Αγκίστρι, το οποίο αποκτά τη διάσταση ενός μη-τόπου, ένα πρώην ζευγάρι συναντιέται προκειμένου να οριστικοποιήσει το διαζύγιό του, να διαπραγματευτεί το μέλλον των παιδιών του και πάνω απ' όλα να συμφιλιωθεί με την ιδέα του χωρισμού του, του τέλους ενός «μαζί» που όσο κοντά φαντάζει, άλλο τόσο μακριά βρίσκεται στην πραγματικότητα. Μέσα από έντονα φορτισμένους διαλόγους, ιδιοσυγκρασιακά ξεσπάσματα και συναισθηματικές διακυμάνσεις, οι κάποτε παντρεμένοι, αλλά σταθερά - και επί της ουσίας - αγαπημένοι χαρακτήρες θα βρεθούν, χωρίς να το καταλάβουν, αντιμέτωποι με όλα όσα απέφευγαν να αναμετρηθούν, στο πλαίσιο μίας κοινής ενδοσκοπικής εμπειρίας που στόχο έχει την κάθαρση του καθενός ξεχωριστά.
Εκκινώντας από μία βαθιά ανθρώπινη συνθήκη που διέπεται εγγενώς από σύγχυση και (συνολική) αποσταθεροποίηση, η Αλίκη Δανέζη-Κνούτσεν αποφασίζει να πλαισιώσει τον σεναριακό πυρήνα της ταινίας της αυτοσχεδιαστικά, σε μία προσπάθεια δημιουργίας ενός νατουραλιστικού και κατ' επέκταση ωμού περιβλήματος, που δυνητικά θα εξυπηρετούσε στη συναισθηματική, και όχι μόνο, απασαφάλισή μας ως θεατές. Ωστόσο, στην πράξη, οι επιλογές της αποδεικνύονται ανεπαρκείς, σε συνάρτηση πάντα με την αρχική πρόθεση.
Η μη ύπαρξη προσυμφωνημένου διαλόγου, σε συνδυασμό με την υποτυπώδη υποκριτική καθοδήγηση της Αγγελικής Παπούλια και του Ανδρέα Κωνσταντίνου (πάνω στους οποίους στηρίζεται κυριολεκτικά όλη η ταινία), παρότι φαντάζει γοητευτική σαν ιδέα, αποβαίνει φτωχή εντός κινηματογραφικού πλαισίου, αφήνοντας δύο κατά τ' άλλα εξαιρετικά ταλαντούχους ηθοποιούς ευάλωτους και αμήχανα εκτεθειμένους ενώπιόν μας. Συγχρόνως, ο τρόπος με τον οποίο ξεδιπλώνεται το φιλμ αποπνέει μία συνολική αίσθηση προχειρότητας, η οποία είναι διαρκώς παρούσα σε κάθε έκφανσή του (οι διάλογοι ξεφεύγουν από το όριο του λειτουργικά ακατέργαστου, ένα boom εμφανίζεται για ορισμένα νανοσεκόντ εντός κάδρου εμφανώς άνευ καλλιτεχνικής πρόθεσης κ.ο.κ).
Παρά τον σεβασμό με τον οποίο φαίνεται να θέλει να προσεγγίσει η Κνούτσεν το βίωμα που θέτει σε πρώτο πλάνο, η εκτέλεση δεν καταφέρνει να φανεί αντάξια της γενεσιουργού ιδέας της ταινίας, καθιστώντας την τέταρτη μεγάλου μήκους της φιλμογραφίας της την πιο αδύναμη στιγμή της. Κι ας είχε τα φόντα να λειτουργήσει ως το ακριβώς αντίθετο.