Θα χρειαστεί να παρακολουθήσει κανείς ολόκληρη την ιστορία του «Ησυχου Κοριτσιού» πριν βρεθεί ανυπεράσπιστος μπροστά σε ένα φινάλε που σε αφήνει γυμνό από αντιστάσεις, σκέψεις, κρίσεις για τον κινηματογράφο ή τη ζωή. Ενα φινάλε που στα ελάχιστα λεπτά του ολοκληρώνει πρωτίστως συναισθηματικά μια διαδρομή ενηλικίωσης ή μάλλον πιο σωστά μια διαδρομή απελευθερωτικού επαναπροσδιορισμού εννοιών όπως «σπίτι», «οικογένεια», «ανήκω».

Στην πρώτη του μυθοπλαστική απόπειρα μεγάλου μήκους, ο Κόλουμ Μπερέιντ δεν διασκευάζει απλά το «Foster» της Κλερ Κίγκαν που κυκλοφόρησε το 2010, αλλά γίνεται συνένοχος της Ιρλανδέζας συγγραφέα (φέτος κυκλοφόρησε στα ελληνικά και το υπέροχο δικό της «Μικρά Πράγματα σαν κι Αυτά»), γίνεται το κινηματογραφικό της alter ego, ένας λιτός όπως κι αυτή ανατόμος μιας ανθρωπογεωγραφίας που όσο συγκεκριμένη κι αν είναι χρονικά, χωρικά και γλωσσικά, τόσο παραμένει σχεδόν άχρονη και μοιάζει να γίνεται αντιληπτή από όλους και να αφορά πλανήτες ολόκληρους.

Η Κάιτ είναι η μικρότερη κόρη μιας πολυμελούς φτωχής οικογένειας στην ιρλανδική ύπαιθρο που παλεύει από τη μία με την έλλειψη των βασικών, από την άλλη με τα ψυχολογικά προβλήματα της μάνας και τον σκληρό, εν δυνάμει αν και ποτέ φανερά βίαιο χαρακτήρα του πατέρα. Με δύο γονείς που προσπαθούν με τον δικό τους τρόπο αλλά είναι αδύνατον να προσφέρουν όλα όσα χρειάζονται τα παιδιά τους και ενόψει μιας ακόμη εγκυμοσύνης, η Κάιτ θα σταλεί σε ένα ζευγάρι γνωστών για να ζήσει μαζί τους μέχρι να γεννηθεί το μωρό.

Εκεί θα αντιληφθεί τι σημαίνει φροντίδα, τι σημαίνει νοιάξιμο, τελικά τι σημαίνει «σπίτι». Θα κάνει ζεστό μπάνιο, θα φάει σωστά για την ηλικία της, θα παίξει μαζί με τους «γονείς» της, θα γίνει το σημείο αναφοράς ενός ζευγαριού μεγαλύτερου σε ηλικία αλλά με μια σπαρακτική ανάγκη για… οικογένεια, θα κερδίσει τον δύσκολο «πατέρα» που αρχικά την φροντίζει αλλά δεν δείχνει κανένα σημάδι στοργής, πριν γίνει ο μεγάλος δάσκαλος της ανθρώπινης ενσυναίσθησης, μια βαθιά τραγική φιγούρα, πιο ήσυχος και από το ήσυχο κορίτσι που σιγά σιγά θα αρχίσει να μιλάει τη δική της γλώσσα.

Τη δική του γλώσσα μιλάει και το φιλμ του Κόλουμ Μπερέιντ, τα ιρλανδικά που δεν ακούγονται πλέον παρά σπάνια και που στο πλαίσιο αυτής της ταινίας γίνονται όχι μόνο η «ξένη» γλώσσα που χρησιμεύει για να κρατήσει μακριά και όμως τόσο κοντά την παγκόσμια απήχηση αυτής της μικρής ιστορίας, αλλά και ένα όχημα για να σκηνοθετηθεί - μελετημένα, αργά, σαν ντοκιμαντέρ (την εμπειρία του οποίου έχει ήδη ο δημιουργός του), σαν μια βουτιά στον ψυχισμό ενός παιδιού που αναδεικνύεται από τον τρόπο με τον οποίο στέκεται, τον τρόπο με τον οποίο πέφτει πάνω του ένα βρώμικα φόρεμα, τον τρόπο που τα φρεσκολουσμένα μαλλιά μοιάζουν πάντα τόσο πιο όμορφα…

Δεν συμβαίνει τίποτα στο «Ήσυχο Κορίτσι» εκτός από το σχεδόν βέβηλο συμπέρασμα πως είναι τυχαίο που γεννιόμαστε και με ποιον μεγαλώνουμε. Σε μια παράδοξη συνθήκη που θέλει το αίμα να γίνεται νερό και την ιρλανδική ύπαιθρο να επιβάλλει την σχεδόν μεταφυσική της ηρεμία, η Κάιτ ζει περισσότερο από ένα δίλημμα, ένα κακό όνειρο (επειδή έχει ημερομηνία λήξης) που όμως δεν την κάνει να βρέχει το κρεβάτι της και την κάνει να μεγαλώνει, να ενηλικιώνεται, να γίνεται μια γυναίκα που κάποτε θα μπορέσει να διηγηθεί την ιστορία της - στη γλώσσα της, χωρίς να παραλείψει καμία ασήμαντη ή σημαντική λεπτομέρεια.

Αυτή είναι η ταινία του Κόλουμ Μπερέιντ. Μια ταινία - ενηλικίωση που σου ραγίζει την καρδιά, ώρες μετά το φινάλε της. Μια ταινία - λεξικό για την μαξιμαλιστική δύναμη του μινιμαλισμού. Μια ταινία - φωνή, για μια χώρα και έναν κόσμο που αναζητά διαρκώς το - γράφτηκε από άλλους και ειπώθηκε και από τον ίδιο τον σκηνοθέτη - ποιο είναι ποιο στο «house is not a home». Με έναν τρόπο που δεν σου αλλάζει τη ζωή, αλλά για όση ώρα διαρκεί σε κάνει να θες να σταθείς σιωπηλός και με δέος απέναντι στη δύναμη του.