Υπάρχουν πολλές ιστορίες πίσω από την κινηματογραφική μεταφορά του «Ωραία μου Κυρία» από το Broadway στον κινηματογράφο, με τις περισσότερες να περιστρέφονται γύρω από την επιλογή της Οντρεϊ Χέπμπορν στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Η Χέπμπορν επιλέχθηκε ως «όνομα», σε αντικατάσταση της «άγνωστης» τότε ακόμη Τζούλι Αντριους που υποδυόταν την Ελάιζα Ντουλίτλ στη θεατρική σκηνή μαζί με τον Ρεξ Χάρισον. Και, παρόλο που η παραγωγή επέμενε πως η Χέπμπορν έκανε μαθήματα φωνητικής προκειμένου να τραγουδήσει μόνη της τα τραγούδια της ταινίας, τελικά το πείραμα δεν πέτυχε και έτσι η ηθοποιός ντουμπλαρίστηκε από την Μάρνι Νίξον, με μερικά μόνο κομμάτια από τις δικές της ηχογραφήσεις να μένουν στο τελικό cut. Αυτός ίσως ήταν και ο λόγος που η Οντρεϊ Χέπμπορν δεν ήταν καν υποψήφια για Οσκαρ, σε μια χρονιά που το «Ωραία μου Κυρία» κέρδισε οκτώ Όσκαρ (ανάμεσα σε αυτά και τα Καλύτερης Ταινίας, Καλύτερης Σκηνοθεσίας και Α’ Ανδρικού Ρόλου για τον Ρεξ Χάρισον). Και, σε ένα γύρισμα της τύχης, από αυτά που συμβαίνουν μόνο στο Χόλιγουντ, στο Broadway ή σε ένα έργο του Τζορτζ Μπέρναρντ Σο ή, τελικά, σε μια ταινία του Τζορτζ Κιούκορ, το Οσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου της χρονιάς εκείνης πήρε δικαιωματικά η Τζούλια Αντριους για τη «Μερί Πόπινς».

Τι θα ήταν όμως το «Ωραία μου Κυρία» χωρίς την Οντρεϊ Χέπμπορν; Και πόσο καλύτερο (ή και όχι;) θα ήταν αν έπαιζε τελικά η Τζούλια Αντριους;

Υπάρχουν μερικές ταινίες που απαντούν από μόνες τους και εύκολα σε οποιαδήποτε ερώτηση και αν τους απευθύνεις. Και το «Ωραία μου Κυρία» είναι μια από αυτές. Είναι αυτές οι ταινίες που είναι τόσο τέλειες στην κατασκευή τους και στο τελικό αντίκτυπο που έχουν στον θεατή (κάθε εποχής) που δεν μπορείς να μετακινήσεις ούτε ένα καρέ χωρίς να διαταράξεις την ουσία τους. Κάθε ερώτηση - ακόμη και αυτή που αναρωτιέται τι θα ήταν το «Ωραία μου Κυρία» αν ο Ρεξ Χάρισον είχε υποκύψει τελικά να τραγουδήσει play back; - έχει την απάντησή της σε μια απαράμιλλη σύνθεση που ξεπερνά την έννοια της μεταφοράς, εδώ ίσως της πληρέστερης που έγινε ποτέ από επιτυχία του Μπρόντγουεϊ στο σινεμά, μετουσιώνοντας ένα κλασικό μιούζικαλ σε μια διαρκή υποδειγματική αποθέωση του technicolor και του panavision, παραμένοντας στην καρδιά του μια μικρή, ναι σχεδον ρεαλιστική, ρομαντική ιστορία για έναν άντρα και μια γυναίκα που θα μάθουν να αγαπούν από την αρχή.

Η Ελάιζα, ως πλανόδια ανθοπώλης, θα μπορούσε να αναλύσει περισσότερα για την έννοια της σύνθεσης, όταν εδώ μιλάμε για ταλέντα όπως τη μουσική του Φρανκ Λέβε, τους στίχους (και το σενάριο) του Αλαν Τζέι Λέρνερ, τη μουσική επιμέλεια του Αντρέ Πρεβάν, την καλλιτεχνική επιμέλεια και τα κοστούμια του Σεσίλ Μπίτον (μια μοναδική στιγμή στην ιστορία του Χόλιγουντ), το πρωτότυπο έργο φυσικά του Τζορτζ Μπέρναρ Σο («Ο Πυγμαλίωνας», βασισμένος στις «Μεταμορφώσεις» του Οβίδιου, που πειράχτηκε για τις ανάγκες του μιούζικαλ), τον Ρεξ Χάρισον σε μια από τις πιο αφοπλιστικές ανδρικές ερμηνείες που τραγούδησε ποτέ άντρας και την Οντρεϊ Χέπμπορν, που ας μην έχει κανείς καμία ψευδαίσθηση, αποθεώνει την Ελάιζα Ντουλίτλ ως ένα σύμβολο χειραφέτησης, επιβίωσης, γυναικείας ενδυνάμωσης που μέσα στο πλαίσιο της εποχής που διαδραματίζεται το έργο, μετατρέπει το mansplaining σε δικό της όπλο και την υπεροπτική (για να το πούμε ευγενικά) εικόνα των ανδρών για τις γυναίκες σε μια ευκαιρία για σάτιρα.

Οσα ταλέντα και να μετρήσει κανείς, ομως, όσες φορές κι αν απολαύσεις έναν κινηματογραφικό ρυθμό που κυλάει τόσο μετρημένα, ανεπαίσθητα, σχεδόν σαν μια ιστορία που δεν χορταίνεις να ξαναβλέπεις, όσες φορές κι αν ακούσεις συγκινημένος το «I've Grown Accustomed To Her Face», όσο κι αν μια ταινία είναι το σύνολο των μερών της, το «My Fair Lady» είναι μια ταινία του Τζορτζ Κιούκορ, με τον τρόπο που μόνο ο Τζορτζ Κιούκορ θα μπορούσε να την κάνει. Οχι τυχαία, σκηνοθέτης των γυναικών, σκηνοθετεί εδώ την μεταμόρφωση της Ελάιζα Ντουλίτλ περισσότερο σαν μια μεταμόρφωση του κόσμου γύρω της, καθώς η ενέργεια της και το γήινο πείσμα της εξουδετερώνουν ταξικές, κοινωνικές, σεξιστικές και λοιπές καθεστηκυίες τάξεις προκειμένου να εξανθρωπίσουν όχι μόνο μια κατασκευή όπως ένα χολιγουντιανο μιούζικαλ, αλλά και μια ιστορία που τελικά παραμένει αξιολάτρευτη κυρίως για τους ανθρώπους της.

Ο Τζορτζ Κιούκορ «θα μπορούσε να χορεύει όλη νύχτα» ανάμεσα στα σκηνικά, τα τέλεια αγγλικά του Ρεξ Χάρισον και τους τσακωμούς του με την Ελάιζα, καθώς δεν θυσιάζει ούτε κλωστή από την αρτιότητα της συνθετικής ψυχής της ταινίας του, στρέφοντας ωστόσο το βλέμμα του σε έναν αφοπλιστικό ρεαλισμό, μια πηγαία αίσθηση του χιούμορ, μια ματιά σε ένα αταίριαστο ζευγάρι που ερωτεύεται σε έναν κόσμο πολύ διαφορετικό από αυτό που ζούμε σήμερα, αλλά με τη γοητεία που του προσδίδει ο υπερρεαλισμός ενός μιούζικαλ. Τραγούδι με το τραγούδι η ιστορία της Ελάιζα και του Δρ. Χίγκινς είναι μια ταινία της εποχής της, αλλά μαζί και ένα ξαναδιάβασμα του κλασικού μύθου της, με ένα φινάλε (διαφορετικό από αυτό του Μπέρναρ Σο που είχε αναλύσει εκτενώς γιατί η Ελάιζα δεν έπρεπε να καταλήξει με τον Δρ. Χϊγκινς) που για πολλούς προδίδει την ανεξαρτησία της ηρωίδας, αλλά αφού πριν έχει υπερνικήσει αυτή του ήρωα.

Σε ένα κινηματογραφικό παιχνίδι που για τρεις ώρες παρά δέκα λεπτά, επιβεβαιώνει το «δεν τις κάνουν πια όπως τότε». Για καλό ή για κακό.