Υπάρχουν αναρίθμητα (μικρο)σύμπαντα γύρω μας τα οποία παραμένουν αθέατα, εξαιτίας της αδράνειας του βλέμματός μας. Ή μάλλον, για να το θέσουμε σωστότερα, εξαιτίας της (κοινωνικά φορτισμένης) τάσης μας να εστιάζουμε την προσοχή μας σε οτιδήποτε νιώθουμε οικείο, μετέχοντας κατ' αυτόν τον τρόπο στη δημιουργία μίας συλλογικής ματιάς που αποστρέφεται όλα όσα παρεκκλίνουν από το κυρίαρχο πρότυπο. Το bodybuilding συνιστά έναν μικρόκοσμο, με την κυριολεκτική έννοια του όρου, από εκείνους που δεν αναλογίζεσαι μέχρι να έρθεις τυχαία σε επαφή μαζί τους. Κι αυτό γιατί η αυστηρότητα, η ακραία αφοσίωση και μεταμορφωτική διάσταση από τις οποίες εμφορείται, σπανίως διασταυρώνονται με τη ζωή του μέσου ανθρώπου.
Αν διερωτηθούμε ως mainstream κοινό ποιες είναι οι γνώσεις μας πάνω στο αντικείμενο, αυτόματα θα διαπιστώσουμε ότι περιορίζονται σε (ελάχιστες) οπτικές, κυρίως, αναφορές που έχουμε από τον τρόπο που αναπαρίσταται στη δημοφιλή κουλτούρα τόσο το άθλημα αυτό καθαυτό, όσο και ο τρόπος ζωής που το συνοδεύει, όπου τα υπερμεγέθη σώματα που λειτουργούν ως σύμβολα και όχι ως άνθρωποι (βλέπε το πρόσφατο «Ονειρα Ιλουστρασιόν» του Ελάιτζα Μπάινουμ που είδαμε στις αίθουσες κατά την τρέχουσα κινηματογραφική σεζόν). Αυτή ακριβώς τη στερεοτυπική και ρηχή ματιά (μας) έρχεται να ανατρέψει το «Made in Vain» του Μιχάλη Κλιούμη, συστήνοντάς μας μία υπο-ομάδα η ύπαρξη της οποίας δύσκολα θα μας απασχολούσε υπό STP συνθήκες.
Ηδη από τη διττή φύση του τίτλου του ντοκιμαντέρ αντιλαμβανόμαστε ότι η έννοια της ματαιοδοξίας και συγχρόνως το αίσθημα του «μάταιου» αποτελούν συνώνυμα της καθημερινότητας των πρωταγωνιστών, υπογραμμίζοντας το υπαρξιακό κόστος ενός τρόπου ζωής που ορίζεται αποκλειστικά από την εξωτερική εικόνα. Την παραπάνω θέση έρχεται να επιβεβαιώσει το περιεχόμενό του, το οποίο ξεδιπλώνεται αβίαστα, μέσα από τις μαρτυρίες των τριών κύριων υποκειμένων του (και όχι μόνο).
Μιλώντας με αφοπλιστική ειλικρίνεια για την προσήλωση, τον πόνο και τις θυσίες που συνοδεύουν τον τρόπο που έχουν επιλέξει να ζουν, καθιστούν παραπάνω από σαφή την πάλη ανάμεσα στην απόλυτη αφοσίωση και την ψυχική φθορά που καλούνται να αντιμετωπίσουν. Η εμμονή με το σώμα σε συνδυασμό με τη διαστρεβλωμένη αντίληψη γύρω από αυτό και η ψυχική ανισορροπία που προκαλείται από την ανάγκη διαρκούς υπέρβασης του εαυτού, αντιπαραβάλλονται με τη δύναμη του αισθήματος κοινότητας που γεννιέται μεταξύ των αθλητών, δίνοντας μας μία ουσιαστική εικόνα του πώς λειτουργεί ο χώρος.
Ο Μιχάλης Κλιούμης, μέσα από μία απλή αλλά συγχρόνως αποτελεσματική φόρμα, κινηματογραφεί με σεβασμό και συνέπεια τους ανθρώπους που επιλέγει να ακολουθήσει, αποφεύγοντας τον εύκολο διδακτισμό ή την παγίδα της κοινωνιολογικής εξήγησης. Δεν επιχειρεί να ερμηνεύσει ή να ψυχαναλύσει, αλλά να παρατηρήσει, καταγράφοντας τις αφηγήσεις των συμμετεχόντων όπως αυτές ξεδιπλώνονται: αυθόρμητα και συχνά με δόση αμηχανίας, μετατρέποντάς τις σε νήματα συλλογικού στοχασμού γύρω από την ταυτότητα, το σώμα και τη ματαιότητα. Κι αν κάτι καθιστά επάξια το «Made in Vain» ένα σημαντικό σημείο αναφοράς για την παρουσίαση της κουλτούρας του bοdybuilding στην Ελλάδα, είναι ακριβώς αυτό.