Τι εμπεριέχει ο όρος «καλτ»; Ποια είναι η (ουσιαστική) σημασία του κινηματογραφικού - πολιτισμικού φαινόμενου; Ποιες οι εκφάνσεις του και τι είναι αυτό που τελικά καθιστά μία ταινία άξια του χαρακτηρισμού; Στο τρίτο κατά σειρά ντοκιμαντέρ του, ο Μελέτης Μοίρας επιστρατεύει σκηνοθέτες, ηθοποιούς, κριτικούς και ανθρώπους ποικίλων ειδικοτήτων και καταβολών, προκειμένου να δώσουν από κοινού μία απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα (και όχι μόνο). Ανάμεσά τους συναντάμε, σχεδόν, όλους τους δημιουργικά - και μη - εμπλεκόμενους στη σέκτα εκείνων όσων εδραίωσαν αυτό που έχει εγγραφεί ως «καλτ ελληνικό σινεμά» στη συλλογική συνείδηση όλα αυτά τα χρόνια.

Με αφετηρία το σινεμά του Μάκη Παπαδημητράτου και του Γιάννη Οικονομίδη και φτάνοντας μέχρι τις φιλμογραφίες του Νίκου Τριανταφυλλίδη και του Σταύρου Τσιώλη, μεταξύ πολλών άλλων, το «Λατρεία - Οι Καλτ Ελληνικές Ταινίες (Μου)» ξετρυπώνει ιστορίες, αναμοχλεύει μνήμες και (επανα)συστήνει στο κοινό τον μύθο που συνοδεύει μερικές από τις πιο διαχρονικά αγαπητές δημιουργίες στην ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου.

Μέσα από - ενίοτε ολίγον τι άβολες - εμβόλιμες ασπρόμαυρες τζαρμουσικές συζητήσεις με καφέ (χωρίς τσιγάρα), σεκάνς του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου να σχολιάζει κάθε τόσο τα όσα λέγονται από τους ομιλούντες ντυμένος παπάς (!), animation και μονοχρωματικά πλάνα που διαρκώς εναλλάσσονται, το ντοκιμαντέρ αποτίει φόρο τιμής στο σινεμά εμβληματικών δημιουργών του είδους (χαρακτηρισμό που ακόμη και μετά από 104 λεπτά συζήτησης για το τι είναι καλτ, ίσως κάποιοι να μη δεχόντουσαν καθολικά), εστιάζοντας στους πιο δημοφιλείς σταθμούς του.

Είναι εμφανές ότι στην προσπάθειά του να προσδώσει στη φόρμα το ανάλογο ενδιαφέρον που φέρει εγγενώς το υλικό και ευρύτερα η θεματική του, ο Μοίρας αντλεί στοιχεία και υφολογικές αναφορές από το ίδιο είδος που θέτει σε πρώτο πλάνο, καταλήγοντας να παραφορτώνει το σύνολο ανά σημεία. Ωστόσο, η ρομαντική αφετηρία του εγχειρήματος και η γνήσια αγάπη που διέπει το ντοκιμαντέρ υπερτερούν, κάνοντάς μας αυτόματα να τις παραβλέψουμε τις όποιες αδυναμίες του αποτελέσματος. Στο τέλος της ημέρας αυτό που μένει μετά τη θέασή του είναι το αίσθημα νοσταλγίας που καταφέρνει να (μας) αναζωπυρώσει για όλες εκείνες τις ταινίες που μας σημάδεψαν, μας εξέπληξαν και έγιναν κομμάτι μας με το που τις ανακαλύψαμε, είτε αυτό ήταν στην εφηβεία μας, είτε σε οποιαδήποτε άλλη φάση της ζωής μας. Κι αυτό είναι κάτι.