Το έτος ήταν 1959 όταν η ΕΤΑ (Euskadi Ta Askatasuna), η βασκική αυτονομιστική οργάνωση που αργότερα έμελλε να χαρακτηριστεί ως τρομοκρατική, γεννήθηκε μέσα από την επιθυμία Βάσκων φοιτητών να διαφυλάξουν τη γλώσσα και την ταυτότητά τους απέναντι στην καταπίεση της δικτατορίας του Φράνκο. Η δράση της δεν άργησε να πάρει βίαιη τροπή, καθιστώντας τη μία από τις πιο αιματηρές αυτονομιστικές οργανώσεις της ύστερης ιστορίας της Ευρώπης. Με στόχο την ανεξαρτησία της Χώρας των Βάσκων, η ΕΤΑ προχώρησε σε δολοφονίες, βομβιστικές επιθέσεις, εκβιασμούς και απαγωγές, αφήνοντας πίσω της περισσότερους από 800 νεκρούς. Το 2011 ανακοίνωσε τη λήξη της ένοπλης δράσης της, την οποία ακολούθησε η οριστική και πλήρης διάλυσή της το 2018.
Η Ελενα Τεχάδα, μια νεαρή αστυνομικός από τη Λογρονιόν, μόλις είχε αποφοιτήσει από την ακαδημία της Ávila στις αρχές της δεκαετίας του '90, όταν της ανατέθηκε μία αποστολή που θα καθόριζε όχι μόνο την καριέρα της, αλλά και την πορεία των πολιτικών εξελίξεων στην Ισπανία. Με αξιοσημείωτη ψυχραιμία και αφοσίωση στον ρόλο της, κατάφερε να διεισδύσει στον κόσμο της ΕΤΑ ζώντας επί έξι ολόκληρα χρόνια με κωδικό όνομα και (κυριολεκτικά) διπλή ταυτότητα. Κατά τη διάρκεια της δράσης της παρέδιδε συστηματικά κρίσιμες πληροφορίες που επέτρεψαν την αποτροπή επιθέσεων, τη σύλληψη ηγετικών στελεχών και, τελικά, συνέβαλαν καθοριστικά στην παρακμή της οργάνωσης. Η δράση της ήρθε στο φως μετά τη διάλυση της ΕΤΑ.
«Ξέρεις ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σε έναν μυστικό πράκτορα και έναν κατάσκοπο;» ρωτά ο επικεφαλής της αποστολής της τη Μόνικα (όνομα που επιλέγει να χρησιμοποιήσει η σκηνοθέτης Αράντσα Ετσεβαρία για την Ελενα Τεχάδα στην ταινία). Εκείνη απαντά πως ο πρώτος αναγνωρίζεται νομικά, προστατεύεται από το σώμα της αστυνομίας και η δράση του λαμβάνει τιμητική διάκριση από το κράτος σε δεύτερο χρόνο, ενώ ένα κατάσκοπος δεν έχει στη διάθεσή του κανένα από τα παραπάνω «προνόμια», κινδυνεύοντας παράλληλα να πεθάνει ανά πάσα στιγμή με δική του ευθύνη. Με το που τελειώνει τη φράση της, ο διοικητής της σπεύδει να της απαντήσει κοφτά και χωρίς ίχνος συναισθηματισμού «Εσύ θα είσαι το δεύτερο».
Κάπως έτσι, η Μόνικα θα αφήσει πίσω της οικογένεια, φίλους και σχέση, προκειμένου να αναλάβει την αποστολή που της προτάθηκε, θυσιάζοντας τη ζωή και τον εαυτό της χωρίς δεύτερη σκέψη για τα επόμενα έξι χρόνια. Στα μάτια της Ετσεβαρία η - αναμφισβήτητα - γενναία πράξη της κατασκόπου αποκτά ηρωική διάσταση, την οποία ωστόσο καταλήγει να πλαισιώνει με απόλυτη υπερβολή, οριακά ευτελίζοντας το ηθικό δίπολο καλού - κακού. Η Μόνικα (και κατ' επέκταση η Ισπανική αστυνομία στο σύνολό της) μάχεται ενάντια στη δράση των, γραφικά παρουσιασμένων, αδίστακτων τρομοκρατών, η πολιτική αφετηρία των οποίων παραγνωρίζεται και ταυτόχρονα δαιμονοποιείται στο έπακρο, στον βωμό της αφήγησης της ιστορίας.
Ωστόσο, παρά την εμμονικά μονόπλευρη θέση του φιλμ σε συνδυασμό με τις αδιάφορες (στην πλειονότητά τους) σκηνοθετικές επιλογές της Ετσεβαρία, η πραγματική ιστορία της Τεχάδα φέρει κάτι το καθηλωτικό από μόνη της, για ευνόητους λόγους (που σίγουρα δεν έχουν να κάνουν με το υπερ-ηρωικό πρίσμα που σφυρηλατείται από το πρώτο λεπτό της ταινίας). Η γνήσια εντυπωσιακή ερμηνεία της Καρολίνα Γιούστε δε (η οποία έλαβε το φετινό Βραβείο Goya), μας δίνει μία ουσιαστική εικόνα του κόσμου ενός ατόμου που έχει βυθιστεί στο απόλυτο σκοτάδι στο όνομα της τυφλής προσήλωσης στα ιδανικά του. Κι αν κάτι καθιστά την ταινία άξια θέασης, τότε μάλλον είναι αυτό.