Το έτος ήταν 1984 όταν ο 17χρονος τότε Ντάνιελ ΛαΡούσο και ο Κύριος Μιγιάγκι έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνισή τους στη μεγάλη οθόνη. Πέντε (συμπεριλαμβανομένης της τρέχουσας) ταινίες και μία σειρά μετά, το σύμπαν - συνώνυμο της επιτομής του αμερικανικού franchise, δεν σταμάτησε στιγμή να θεωρείται - οικουμενικά - relevant, χωρίς καν το περιεχόμενό του να είναι ποτέ πραγματικά επίκαιρο ή/και σύγχρονο της εποχής του επί της ουσίας. Κι αυτό από μόνο του έχει να μας πει πολλά για το μέγεθος του μύθου που μας συνέστησε το αρχικό φιλμ.

Από που να πιάσει κανείς το φαινόμενο που ακούει στο όνομα «Karate Kid» και πώς να μιλήσει για τον (τεράστιο) πολιτισμικό αντίκτυπό του, συνοψίζοντας εντός λίγων γραμμών τόσο το κινηματογραφικό του αποτύπωμα, όσο και τη συμβολή του στη δημοφιλή κουλτούρα; Ισως η παραδοχή του ότι έκανε, κυριολεκτικά από το πουθενά, το καράτε να θεωρείται συνώνυμο του coolness είναι αρκετή. Ομως, αν μπούμε στη διαδικασία να ρίξουμε μία εγγύτερη ματιά στο τι είναι αυτό που καθιέρωσε τη σειρά ταινιών, κάνοντάς τη μία από τις κλασικότερες όλων των εποχών, θα διαπιστώσουμε ότι δεδομένων των πυρηνικών χαρακτηριστικών της, η επιτυχία (και η υστεροφημία) της ήταν προδιαγεγραμμένη.

Γιατί, στο τέλος της ημέρας, δεν υπάρχει κάτι πιο αμερικανικό, και κατ' επέκταση πιο πρωτοεπίπεδα οικείο, από την ιστορία ενός underdog που μεταμορφώνεται σε πρωταθλητή (με την κυριολεκτική και τη μεταφορική έννοια του όρου) χάρη στη βοήθεια μίας φιγούρας στο πρόσωπο της οποίας συνοψίζεται η έννοια της (πατρικής) καθοδήγησης. Αν λάβουμε υπόψιν δε, το πάντρεμα του παραπάνω αφηγήματος με την εντελώς εξωτικοποιημένη και παράλληλα ανάλαφρα «βαρύγδουπη» αναπαράσταση της ασιατικής φιλοσοφίας και κουλτούρας, αντιλαμβανόμαστε ότι η απήχηση του «Karate Kid» οφείλεται πάνω απ' όλα στο γεγονός ότι αποτελεί ένα κράμα συστατικών που πληρούν όλες τις προδιαγραφές του απόλυτου εφηβικού/young adult ποπκορν μούβι.

Στο «Karate Kid: Θρύλοι» τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι σταθερά παρόντα και συγχρόνως διανθισμένα, σε μία προσπάθεια συμπερίληψης της κληρονομιάς των προηγούμενων ταινιών. Στην έκτη προσθήκη στο franchise, πρωταγωνιστής είναι ο Λι, ένας έφηβος ο οποίος ζει στο Πεκίνο και μαθαίνει κουνγκ φου υπό την καθοδήγηση του Κυρίου Χαν (Τζάκι Τσαν). Επειτα από απόφαση της μητέρας του, ο Λι θα μετακομίσει στη Νέα Υόρκη, όπου η κλασική ιστορία προετοιμασίας για μία αναμέτρηση καθοριστικής σημασίας, δεν θα αργήσει να επαναληφθεί. Αρωγός στην προσπάθειά του θα είναι και ο - ένας και μοναδικός - Ντάνιελ ΛαΡούσο, μεταλαμπαδεύοντας τις γνώσεις που έχει λάβει από τον Κύριο Μιγιάγκι στη νεότερη γενιά.

Είναι πανεύκολο, και ως έναν βαθμό αναμενόμενο, κάποιος που έχει αγαπήσει στο σύνολό του το franchise του «Karate Kid» να απορρίψει, ή ακόμη-ακόμη και να μισήσει το «Karate Kid: Θρύλοι», κι αυτό γιατί η όλη σύσταση της ταινίας δεν είναι αυτή που θα περιμέναμε. Σε αυτό ακριβώς όμως έγκειται και το πόσο ενδιαφέρουσες είναι οι δημιουργικές αποφάσεις από τις οποίες εμφορείται. «Νομίζεις ότι είσαι ο Κινέζος Πίτερ Πάρκερ;» ακούμε κάποια στιγμή στην ταινία. Κι αν υπάρχει μία φράση που συνοψίζει περισσότερο από κάθε άλλη τον τρόπο με τον οποίο πράγματι απεικονίζεται ο κεντρικός ήρωας, τότε χωρίς δεύτερη σκέψη είναι αυτή. Πέραν του υπερ-ηρωικού πρίσματος μέσα από το οποίο μας παρουσιάζεται τόσο η ιδιοσυγκρασία όσο και η πορεία του Λι, η ίδια η φόρμα της ταινίας παραπέμπει σε ένα υβρίδιο μεταξύ της υπερβολής που διέπει το «Scott Pilgrim vs. the World» και της coming-of-age διάστασης του Spider-Verse.

Ο Τζόναθαν Εντουϊστλ δεν επιλέγει να δημιουργήσει ένα φιλμ που κινείται αυστηρά στον ίδιο άξονα των προκάτοχών του. Αντ' αυτού, στόχος του είναι να μετουσιώσει τo περιεχόμενο των προηγούμενων ταινιών σε ένα (σχεδόν) reboot που απευθύνεται στους νεότερους θεατές, συστήνοντάς τους για πρώτη φορά τι εστί «Karate Kid», μέσα από ένα σύμπαν που μοιάζει απευθείας βγαλμένο από κόμικ, όπου οι πληροφορίες διαδέχονται η μία την άλλη, σε μία προσπάθεια ανταπόκρισης στο μειωμένο attention-span του (Gen-Z) κοινού.

Και κάπως έτσι, παρά τις όποιες (ενίοτε κουραστικές) ατέλειες που το συνοδεύουν, το «Karate Kid: Θρύλοι» πετυχαίνει κάτι - οριακά μοναδικό - για τα δεδομένα της ύπαρξής του ως ύστερου σίκουελ: επικοινωνεί απευθείας με τις καταβολές του franchise, αλλάζοντας τους όρους αφήγησης, αλλά μένοντας απόλυτα πιστό στην αρχική πρόθεση των ταινιών: την ψυχαγωγία του (μετ)εφηβικού κοινού που αναζητά το επόμενο blockbuster που θα του επιτρέψει να ταυτιστεί, να ενθουσιαστεί και να περάσει ευχάριστα παρακολουθώντας το. Κι αυτό ίσως είναι (κινηματογραφικά) σπουδαιότερο, από την προσκόλληση στην ιδέα της τέρψης των παλιότερων θεατών.