Εκ των υστέρων και με διάθεση ψυχ-ανάλυσης, η «Νύχτα Δολοφόνων» είναι ίσως η πιο αντιπροσωπευτική ταινία του Ρομάν Πολάνσκι, όχι μόνο γιατί βρισκόμαστε ακόμη κοντά στις πολωνικές ρίζες - αν και δεύτερη αγγλόφωνη ταινία ήδη - αλλά γιατί εδώ διαισθάνεσαι ένα δημιουργό που θέλει να παίξει άγρια με τις νόρμες, να γελάσει με αυτές αλλά κυρίως να ξεκαρδιστεί με την ανθρώπινη κατάσταση, στήνοντας ένα θίασο του παράλογου που δεν έχει κανένα κέντρο βάρους εκτός από τον ίδιο του τον παραλογισμό.
Σαν διασκευή κάποιου (καλά κρυμμένου) έργου που ίσως κάποτε υπέγραψαν από κοινού ο Χάρολντ Πίντερ, ο Ευγένιος Ιονέσκο και ο Σάμιουελ Μπέκετ, η «Νύχτα Δολοφόνων» περιγράφεται ιδανικά ως κατα-μαύρη κωμωδία γοτθικού τρόμου με ήρωες δύο γκάνγκστερ που καταφτάνουν σε έναν πύργο σε ένα ερημικό νησί, όπου μένει ένα ζευγάρι ενός Αγγλου με μια Γαλλίδα. Ο,τι θα ακολουθήσει δεν είναι μόνο μια σειρά από αναπάντεχες «επισκέψεις» και «αναχωρήσεις«, ένα σερί από (drag) μεταμφιέσεις, δολοφονίες εν ψυχρώ και μια ατμόσφαιρα που όσο πιο κλειστοφοβική γίνεται τόσο μεγαλώνει ο παραλογισμός, για να θυμίσει - αμέσως μετά, το 1967 - τη «Νύχτα των Βρικολάκων».
Η «Νύχτα Δολοφόνων» όμως είναι και μια θρασεία πράξη αντίστασης ενός νεαρού δημιουργού που με τη φόρα της nouvelle vague και τα ψήγματα της δικής του (υπέρ)φιλοδοξίας, ήθελε να κάνει μια ταινία που θα τον εξέφραζε σχεδόν στα όρια της αυτοβιογραφίας, αλλά ταυτόχρονα θα ενοχλούσε, περισσότερο από το «Μαχαίρι στο Νερό», περισσότερο και από την ίδια την «Αποστροφή».
Μια μικρή (ή και μεγάλη, τουλάχιστον για τον ίδιο) πράξη εκδίκησης απέναντι στον ίδιο τον Σάμιουελ Μπέκετ που όταν ρωτήθηκε από τον Πολάνσκι να παραχωρήσει την άδεια για μια κινηματογραφική διασκευή του «Περιμένοντας τον Γκοντό», αρνήθηκε θεωρώντας ανούσια τη μεταφορά του έργου του στο σινεμά. Ο Πολάνσκι δεν είχε ποτέ αναστολές όταν ήταν αποφασισμένος να κάνει κάτι κι έτσι έκανε μια δική του εκδοχή πάνω στο σύμπαν του Μπέκετ, με πρωταγωνιστή τον Ντόναλντ Πλέζανς και χαρακτηριστική φιγούρα τον Τζέικ ΜακΓκόουραν, που είχαν διαπρέψει στο θέατρο σε έργα του συγγραφέα, Οσο για τη γλώσσα, αυτή θα κατέληγε ιδανικά να είναι αγγλική αφού οι Αγγλοι ήταν και οι μόνοι που θα δεχόντουσαν να χρηματοδοτήσουν ένα τέτοιο σχέδιο.
Το σενάριο ήταν και το πρώτο στην πραγματικότητα που ο Ρομάν Πολάνσκι έγραψε με τον μόνιμο για πολλά χρόνια συνεργάτη του, Ζεράρ Μπρας και ο λόγος για τον οποίο πήρε το πράσινο φως από δύο Αγγλους παραγωγούς ήταν το γεγονός ότι ζητούσαν μια ταινία τρόμου που ήταν στην πραγματικότητα η «Αποστροφή», η οποία γράφτηκε μέσα σε 19 μέρες και έγινε μια τεράστια επιτυχία, ικανή να χρηματοδοτήσει το «Cul-de-sac», το «Αδιέξοδο» (όπως είναι η ακριβή του μετάφραση) δηλαδή που γυρίστηκε στα αγγλικά, στο Λίντισφαρντ, την Ιερά Νήσο, στην βορειοανατολική ακτή της Αγγλίας σε ένα από τα χειρότερα γυρίσματα κατά τον ίδιο το δημιουργό του. Οπου «χειρότερα» τοποθετήστε τη λέξη τρέλα και α-πειθαρχία που κυριαρχούσε στο σετ σχεδόν από το σύνολο των πρωταγωνιστών, αλλά και έναν Πολάνσκι που ήταν αποφασισμένος να αψηφήσει κανόνες και νόμους (της φύσης και του σινεμά) προκειμένου να δημιουργήσει ένα χάος που θα λειτουργούσε σε αγαστή συνεργασία με τα διψασμένα για αντικομφορισμό μάτια των θεατών λίγο πριν το καλοκαίρι της αγάπης.
Η σαιξπηρικά τραγική ηδυπάθεια του Ντόναλντ Πλέσανζ (ντυμένου γυναίκα και βαμμένου ακριβώς τις πιο ακατάληλλες στιγμές), η υπέρ-σεξουαλική αθωότητα της Φρανσουάζ Ντορλεάκ (η υπέροχη πρόωρα αδικοχαμένη αδερφή της Κατρίν Ντενέβ σε έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς της ρόλους της μικρής καριέρας της), το σαν από γοτθικό μυθιστόρημα πρόσωπο του Λάιονελ Στάντερ και ο μπεκετικός Τζέικ ΜακΓκόουραν γίνονται ένας θίασος σαν βγαλμένος από το «Φρανκενστάιν Τζιούνορ» - πιο αθυρόστομο, πιο προκλητικό, πιο έτοιμο για καταστάσεις που οδήγησαν τη λογοκρισία της εποχής να μιλήσει για «σαδισμό, ομοφυλοφιλία και νεκροφιλία» και τον Πολάνσκι να ολοκληρώσει ένα πραγματικό ανοσιούργημα που καταφέρνει να λειτουργήσει διαχρονικά τόσο ως ένα διαρκές σχόλιο πάνω στην ανθρώπινη μικρότητα αλλά και ως αρχή (και τέλος) του σαρωτικού παιχνιδιού του δημιουργού του με τα κινηματογραφικά είδη.
Στην πραγματικότητα, ο Ρόμαν Πολάνσκι από την πρώτη μέχρι και την πιο πρόσφατη ταινία του - και ανεξάρτητα από την επιτυχία τους, ως κινηματογραφικά έργα και ως κινηματογραφικά προϊόντα - γύριζε πάντοτε μεγάλες τραγωδίες με κωμικό τρόπο, λιγότερο ή περισσότερο κεκαλυμμένα, λιγότερο ή περισσότερο μαύρα. Στη «Νύχτα Δολοφόνων» δίνει τα κλειδιά για να διαβάσεις όλο του το έργο.