Αν η πιο πρόσφατη ταινία της Αντρεα Αρνολντ (μετά από φιλμ σαν τα «Red Road», «Fishtank», «American Honey»), ήταν το «Cow», ένα χωρίς διάλογο ντοκιμαντέρ παρατήρησης για τον κύκλο της ζωής και του θανάτου μιας αγελάδας σε εκτροφείο, το «Bird» δεν αλλάζει μόνο κατηγορία πλάσματος στον τίτλο, αλλάζει και την αισθητική και τα ντεσιμπέλ του κι από διακριτικό γίνεται μαξιμαλιστικό, μ' έναν τρόπο τόσο γοητευτικό που στη φούρια του κρύβει βιαστικά στο συρτάρι τις όποιες αδυναμίες του.
Διαβάστε τη συνέντευξη Φραντς Ρογκόφσκι & Μπάρι Κιόγκαν: Οι πρωταγωνιστές του «Bird» της Αντρεα Αρνολντ σε χαμηλές πτήσεις με το Flix
Ηρωίδα είναι ένα 12χρονο κορίτσι, η Μπέιλι, που μεγαλώνει εντελώς έξω από το σύστημα: όμως μεγαλώνει, αναλαμβάνοντας τη δική της ευθύνη κι όλης της οικογένειάς της, σε μια αβέβαιη και καταχρηστική ενηλικίωση. Η Μπέιλι ζει με τον μπαμπά της, τον Μπαγκ («Bug», γιατί το σώμα του είναι καλυμμένο με τατουάζ εντόμων και ζωυφίων), ο οποίος δεν έχει αγγίξει ακόμα τα 30. Ο Μπαγκ (Μπάρι Κιόγκαν), είναι ένας τύπος επιπόλαιος και γοητευτικός, hyper, άξεστος και ενίοτε τρυφερός, ο οποίος όπου να'ναι παντρεύεται την Κέιλι, όμορφη τσαπερδόνα που φέρνει μαζί και τη μικρούλα κόρη της. Για να βρει τα χρήματα για το γάμο, ο Μπαγκ παίρνει ένα βατράχι, εισαγόμενο από την Αμερική, που εκκρίνει ένα παραισθησιογόνο υγρό από το σώμα του, πανάκριβο ναρκωτικό, μόνο αν, όμως, περνάει καλά κι αν ακούει μελωδική, ζεστή μουσική, όπως το Murder on the Dancefloor (της Σόφι Ελις-Μπέξτορ που γνώρισε την αναβίωσή του χάρη στο «Saltburn», επίσης με τον Μπάρι Κιόγκαν πρωταγωνιστή). Στο σπίτι μένει ακόμα ο λίγο μεγαλύτερος αδελφός της Μπέιλι, από άλλη πάλι μητέρα, ο Χάντερ, μέλος μιας συμμορίας ανηλίκων μασκοφόρων τιμωρών ρατσιστών και κακοποιητών γυναικών. Σ' ένα άλλο σπίτι, περισσότερο crack house, μένει η μαμά τής Μπέιλι με τις δυο ακόμα μικρότερες κόρες της και τον μισογύνη, βίαιο νέο της σύντροφο.
Ολους αυτούς τους ανθρώπους, που αγαπά ή/και μισεί με την ίδια, τεράστια ένταση, η Μπέιλι προσπαθεί να διασώσει, μαζί και τον εαυτό της. Την ώρα που ο γάμος του μπαμπά της τής μοιάζει με απόρριψη, την ώρα που τής έρχεται η πρώτη της περίοδος και δεν έχει καθοδήγηση, που η μαμά της, ένα αβοήθητο παιδί, είναι αδύναμη και μονίμως μαστουρωμένη, ο μπαμπάς της, ένα υπερκινητικό παιδί, παγιδευμένος στις ευθύνες που η ηλικία κι η κοσμοθεωρία του αποτινάζουν σαν καυτό νερό. Η Μπέιλι προσπαθεί, βιάζεται, ηρεμεί μόνο όταν παρατηρεί και τραβά με το κινητό της τα πουλιά που πετούν πάνω από τα σπίτια στην περιφέρεια του Κεντ. Κι όταν γνωρίζει τον Bird, έναν αμήχανο Γερμανό επισκέπτη από το πουθενά, που αναζητά τα ίχνη του πατέρα του. Και θα τον βοηθήσει κι αυτόν. Και θα βοηθηθεί, με τον πιο μαγικό, φαντασιακό τρόπο.
Η Αρνολντ φτιάχνει ένα σαρωτικό ψηφιδωτό από τις συγκρούσεις, τις εξάρσεις, τα δάκρυα, τις αγάπες, τη μοναξιά και την τρανταχτή πολυκοσμία, τη βία και την έλλειψη χαδιού στη ζωή της μικρής Μπέιλι, που θέλει να φτιάξει τον κόσμο γιατί ζει κι αυτή μαζί. Με εκπληκτικά δουλεμένες, εκρηκτικές, εθιστικές ερμηνείες απ' όλους, με τοπ τον ακαταμάχητο εδώ Μπάρι Κιόγκαν και τον Φραντς Ρογκόφσκι σε μια τόσο ταιριαστή, ιδιοσυγκρασιακή συμμετοχή. Επιστρατεύει τη φωτογραφία του Ρόμπι Ράιαν, έναν συγκλονιστικό συνδυασμό κάμερας στο χέρι, φιλμ 16mm και πλάνων από κινητό, που μεταμορφώνει την απόγνωση του τοπίου, της αφροντισιάς και της φτώχειας, σ' ένα γλυκά φωτισμένο, αισιόδοξο τέλος καλοκαιριού. Χρησιμοποιεί τα σπίτια ως παραφορτωμένα σκηνικά - γεμάτα γκράφιτι, σκραπ, πλαστικά από τα σκουπίδια που φτιάχνουν διαχωριστικά, αφημένα αντικείμενα που αποτελούν πολύτιμη ιδιοκτησία, ένα σκουπιδότοπο που μοιάζει βγαλμένος από ταινία τρόμου ή παιδική φαντασία. Κι επιβάλλει μια διάθεση που δεν είναι μίζερη, αλλά ανεβαστική και εντατική: όλα είναι δυνατά, από τον τρόπο που περπατάει η Μπέιλι ως τη μουσική που ακούγεται από το ηλεκτρικό πατίνι, όχημα του μπαμπά, ως τα βίαια ουρλιαχτά του νέου, κακοποιητικού γκόμενου της μαμάς. Μοναδική σιωπή για την Μπέιλι και για την ταινία η παρατήρηση των πουλιών, μοναδική ηρεμία οι κουβέντες με τον νέο της φίλο, τον Bird, που και τα βράδια την παρακολουθεί από την ταράτσα του απέναντι κτιρίου. Για να είναι ασφαλής.
Είναι αυτή η τρυφερή επιθετικότητα στην ταινία της Αρνολντ, αυτή που καλύπτει ένα και πολλά τραύματα, που σε κάνει να ξεχνάς τα όποια στραβοπατήματά της: στοιχεία της πλοκής που δεν είναι πειστικά. Ενα στοιχείο του φανταστικού που δεν στηρίζεται σεναριακά. Το μεγάλο ηθικό ζήτημα του ότι, αυτόν τον κόσμο με τους κατεστραμμένους γονείς που αραδιάζουν απροστάτευτα παιδιά και δεν έχουν δυνατότητα να τα μεγαλώσουν, η Αρνολντ τον εξωραΐζει και τον βάζει να χορεύει Coldplay. Δεν είναι ότι αυτά δεν τα βλέπει - είναι ότι τα ενσωματώνει σε μια αίσθηση κατεπείγοντος, και ότι, τελικά, μοιράζεται τη γνώμη της για την ενηλικίωση: υπάρχουν φορές που μόνο η φαντασία προσφέρει λύση, διέξοδο, σωτηρία. Ή ένα υπερμεγέθες πουλί που θα σε κλείσει προστατευτικά μέσα στις φτερούγες του.