Η Λούμα είναι μία από τις πολλές γαλακτοπαραγωγικές αγελάδες μίας βρετανικής φάρμας και ακολουθεί την ρουτίνα της ύπαρξής της με πειθαρχία: τρώει το σανό της, μεταφέρεται στο κάλεσμα του επιστάτη στη θέση της ανάμεσα στις στενές μεταλλικές μπάρες για το καθημερινό άρμεγμά της, ζευγαρώνει με επιβήτορες και φέρνει στον κόσμο κι άλλες θηλυκές αγελάδες που θα ακολουθήσουν την μοίρα της. Η Αντρεα Αρνολντ («American Honey», «Fish Tank», «Red Road») παρακολουθεί τη ζωή της Λούμα για 4 χρόνια και στο τέλος καταθέτει ένα ντοκιμαντέρ που αποφεύγει να την «εξανθρωπίσει» για να μάς συγκινήσει, ενώ ταυτόχρονα μάς υποχρεώνει να δούμε τον κόσμο που φτιάξαμε μέσα από τα υγρά, κατάμαυρα, αμυγδαλωτά της μάτια.

Παρόλο που είναι η πρώτη φορά που η Αρνολντ καταπιάνεται με το είδος του ντοκιμαντέρ, πολλά στοιχεία της κινηματογραφικής της υπογραφής υπάρχουν κι εδώ. Αν οι ταινίες της θέλουν να δείξουν την σκληρότητα αυτού του κόσμου, χωρίς ρομαντισμούς, αλλά κοιτώντας τις (συνήθως γυναίκες) ηρωίδες της με ειλικρίνεια και μία μητρική σχεδόν τρυφερότητα, αυτό ακριβώς το βλέμμα πέφτει και πάνω στη Λούμα.

Και μπορεί οι προθέσεις είναι ίδιες, όμως, αντίθετα με τον Βίκτορ Κοσακόφσκι που στο «Gunda» επιχειρεί να μάς φέρει κοντά στη φύση μέσα από στυλιζαρισμένη εικόνα απαράμιλλης αισθητικής, η κινηματογράφηση εδώ είναι ωμή, τα κάδρα μη φωτογενή, το μοντάζ τραχύ. Η Αρνολντ κρατά την κάμερα στο χέρι, χρησιμοποιεί μόνο φυσικούς φωτισμούς, μπαίνει μέσα στους στάβλους σε απόσταση αναπνοής από την πρωταγωνίστριά της και δημιουργεί ένα κλίμα οικειότητας και ισότητας: ο φακός στέκεται στο ύψος του βλέμματος της Λούμα, το μικρόφωνο καταγράφει τις αναπνοές της, τις οπλές της πάνω στη γη, το μηρυκάσμά της, τον ήχο της γλώσσας της όταν γλύφει το νεογέννητό της για 3 ολόκληρα φιλμικά λεπτά. Αμέσως μετά της το παίρνουν. Το γάλα της προορίζεται για ανθρώπους, το νεογέννητο θα βυζάξει μια πλαστική ρόγα μαζί με τα υπόλοιπα μοσχαράκια, σε ειδικά διαμορφωμένους στάβλους, μακριά από τη μαμά του.

Δεν υπάρχει καμία διάθεση διδακτισμού στο πώς η Αρνολντ κοιτά τη Λούμα σε σχέση με τον άνθρωπο. Οι εργάτες της φάρμας είναι οριακά συμπαθείς, αποκαλούν τις αγελάδες «κοπέλες», πρακτικοί, οι κινήσεις τους βγάζουν βιαστικά και αποτελεσματικά την καθημερινή δουλειά. Η βία κρύβεται στη διαδικασία, στο πώς θεσμικά θεωρούμε δικαίωμα να χρησιμοποιούμε έτσι τα ζώα: εγκλωβισμένα, πειθήνια στο να μάς δίνουν το γάλα και το κρέας τους, με τεράστιες μηχανές και γερανούς και εργαλεία που θα χώσουν αυτοματοποιημένες αντλίες στις θηλές τους, θα μαρκάρουν τα καπούλια τους με πυρωμένα σίδερα, θα τρυπήσουν τα αυτιά τους για να κρεμάσουν αριθμημένες ενώτιες ετικέτες, θα σουβλίσουν και καυτηριάσουν τα κρανία τους για να μη βγάλουν κέρατα, θα τις σηκώσουν στον αέρα για να τροχίσουν τις οπλές τους. Φαντάζει ειρωνικό, αλλά το μόνο ανθρώπινο άγγιγμα, είναι το χέρι του κτηνιάτρου που χώνεται βαθιά μέσα στον κόλπο τους στη μηνιαία εξέταση που θα δώσει το ΟΚ για μία ακόμα εγκυμοσύνη.

Κι όταν έρθει η άνοιξη και το καλοκαίρι, μόνο τότε, η Λούμα και οι υπόλοιπες μπορούν να βγουν από τους λασπωμένους στάβλους, για λίγες ώρες ελεύθερες στα λιβάδια. Εκεί η Αρνολντ θα επιτρέψει στιγμές λυρισμού - με τον τρόπο που καταγράφει το χορευτικό σχεδόν κάλπασμα χαράς, ή το βλέμμα της Λούμα στην απεραντοσύνη του νυχτερινού ουρανού.

Με υπνωτικό ρυθμό που στηρίζεται στην επανάληψη, για 93 λεπτά, η Αρνολντ απλώς παρατηρεί. Ολα τα συναισθήματα, όλα τα συμπεράσματα θα έρθουν από μέσα μας. Καθρέφτης της δικής μας αντίληψης, ενσυναίσθησης ή κυνισμού. Είναι ιδέα μας ή όταν παίρνουν το μοσχαράκι από εκείνη, η Λούμα αρνείται με θλίψη να φάει; Το φανταστήκαμε ή το ότι κουτουλάει πάνω από δύο φορές βίαια τον φακό της Αρνολντ είναι αποτέλεσμα εκνευρισμού γιατί διεκδικεί το λιγοστό χώρο της; Είναι οι προσωπικές μας ενοχές ή τη το βλέμμα της συχνά καρφώνει το φακό με μελαγχολική επίκληση; Οι απαντήσεις είναι διαφορετικές για τον κάθε θεατή. Για 93 λεπτά, η Αρνολντ απλώς παρατηρεί.

Ακόμα και ο τίτλος της ταινίας υποδηλώνει την απόσταση που θα πάρει η Αρνολντ από τα πράγματα. Θα μπορούσε να λέγεται «Λούμα», η αγελάδα μας έχει όνομα, αλλά όχι. Γιατί η μεγαλύτερη εικόνα είναι πιο σημαντική. Δεν υπάρχει τίποτα ξεχωριστό στην πρωταγωνίστριά της. Δεν έχει δική της αξία, προσωπικότητα, διαφορετικότητα. Είναι μία ακόμα μονάδα παραγωγής. Εχει χρησιμότητα, όχι ζωή. Είναι μία απλή «αγελάδα».

Ομως η Αρνολντ τής έκανε ένα μεγάλο δώρο: την είδε.