Εάν στην πρώτη της ταινία, το «Park», η Σοφία Εξάρχου αποτύπωσε το ξόδεμα μιας ελληνικής ευκαιρίας, την παρακμή του «ολυμπιακού» ονείρου, στη δεύτερη, το «Animal», καταγράφει το ελληνικό αντι-καλοκαίρι, όχι εποχιακά, αλλά με τα θαμπά χρώματα ενός ρούχου που άφησες στον ήλιο και ξεθώριασε.

Διαβάστε ακόμη τις συνεντεύξεις:

Αυτή είναι η ιστορία της Κάλιας: μιας κοπέλας με νευρώδες, μικροσκοπικό αλλά παντοδύναμο σώμα (η σωματική πίεση και αντοχή στον πυρήνα και των δυο ταινιών), που δουλεύει ως χορεύτρια, όχι εκεί όπου πιθανόν θα ήθελε, αλλά σ' ένα resort ως ανιματέρ, διασκεδάστρια τουριστών από την Ευρώπη, τα Βαλκάνια, τη Ρωσία, κάθε βράδυ, κάθε βράδυ, σε μια τραγι-κίτς ρουτίνα από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει. Στο ίδιο ξενοδοχείο, κάθε χρόνο, δουλεύουν οι ίδιοι ανιματέρ, όπως κι η Κάλια για «σπιτάκι, φαγάκι, λεφτάκια», με κάποιες νέες προσθήκες. Φέτος μια τέτοια είναι η Εύα, ένα 17χρονο κορίτσι από την Πολωνία, με την αισιοδοξία που ίσως είχε κι η Κάλια όταν ξεκινούσε, έναν αιώνα νωρίτερα.

Η Κάλια έχει τη ρουτίνα της στο resort, λίγο παιχνίδι με τη μικρή κόρη του Σίμου, πρόβα, ανιμασιόν με τραγούδια και χορογραφίες, άγαρμπο χούφτωμα από χυδαίους θεατές, πιώμα με τους συναδέλφους, λίγο σεξ με τον Σίμο, ύπνος, επαναλάβατε. Αυτή η επανάληψη, οι κύκλοι που ποτέ δεν ανοίγουν, γίνεται το μοτίβο του σεναρίου, που ξετυλίγεται σε μια λούπα έλλειψης επιλογών, προετοιμάζοντας για μια μεγάλη έξοδο. Η Κάλια χαμογελάει, με μάτια γεμάτα θλίψη, διδάσκει βήματα, ανεβάζει με μπρίο τη διάθεση, εξαντλεί και τραυματίζει το κορμί της, πάντα με χαμόγελο, γιατί το σόου της ζωής πρέπει να συνεχιστεί. Ωσπου να μην μπορεί άλλο.

Η Εξάρχου, σαν την Κάλια, μένει μακριά από εκρήξεις - ο κόσμος της έχει μια στραπατσαρισμένη ομορφιά, ο ρυθμός της, επαναλαμβανόμενος και ήρεμος, αφήνει την ανησυχία ν' απλώνεται κάτω από την επιφάνεια, η μελαγχολία είναι διάχυτη, η αυτολύπηση πουθενά. Μέσα στον κόσμο αυτό, με θαυμάσιους δευτεραγωνιστές και την πάντα συναρπαστική παρουσία της Φλομαρίας Παπαδάκη, είναι η Δήμητρα Βλαγκοπούλου (βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο και της Θεσσαλονίκης), που αληθινά συγκλονίζει με μια ερμηνεία πιο δύσκολη κι απ' το να περπατάς με τα χέρια στην άμμο. Εύθραυστη αλλά αήττητη, πεισματάρα ενώ βουρκώνει, κωμική εκεί που δεν το περιμένεις, loud αλλά εσωστρεφής, δεν χάνει ποτέ το μέτρο, παρότι χάνει την ελπίδα, δεν φεύγει ποτέ από το πλάνο, όπως δεν φεύγει κι απ' τη μνήμη αφού τη δεις.

Ποτέ το «yes sir, I can boogie», δεν θα ξανακούγεται το ίδιο μετά απ' αυτή την ταινία, τόσο αστείο κι εθιστικό. Κυρίως επειδή έχει το δεύτερο στίχο, αυτό το «but I need a certain song», που σου διαλύει τα κόκκαλα. Γιατί η Κάλια είναι πρόθυμη για τα πάντα, αρκεί να μπορούσε να βρει ένα κίνητρο, ένα νόημα. Αυτό που η Σοφία Εξάρχου, πιο μακριά από τον Κεν Λόουτς, πιο κοντά σε μια «Γκλόρια», μοιάζει να έχει ήδη βρει με ένστικτο, κόπο και μια πολύτιμη κινηματογραφική ειλικρίνεια.