Η Γκλόρια είναι μία 58χρονη χωρισμένη γυναίκα. Μοναχική, αλλά όχι παραιτημένη. Εχει δύο ενήλικα ανεξάρτητα πλέον παιδιά, τη δουλειά της, τις δραστηριότητές της. Βάζει με πείσμα καθημερινά το κραγιόν της, οδηγεί τραγουδώντας ανέμελα σαν κοριτσάκι στο αυτοκίνητό της και πηγαίνει με έναν μικρό δισταγμό αλλά και κρυφή ελπίδα σε χορούς μεσήλικων που λειτουργούν ως τόποι νέων γνωριμιών. Εκεί γνωρίζει τον Ροντόλφο, έναν γοητευτικό 65χρονο άντρα, ο οποίος τόλμησε πριν από ένα χρόνο να χωρίσει από τον καταπιεστικό γάμο του. Μόνο που εκείνος είναι το αντίθετό της: από την μία θέλει να ζήσει ό,τι καινούργιο του επιφυλάσσουν οι τελευταίες δεκαετίες της ζωής του, από την άλλη τρέφει ενοχές για το διαζύγιο και μία αρρωστημένη εξάρτηση από τις 30χρονες κόρες του που τον κάνουν ό,τι θέλουν με ένα τηλεφώνημα. Η Γκλόρια τον ερωτεύεται. Τόσο εκείνον, όσο και την νέα ευκαιρία που της δίνει η ζωή για, έστω εύθραυστη, ευτυχία.
Ο Σεμπαστιάν Λέλιο («La Sagrada Familia», «Navidad») γράφει μία θλιμμένη ιστορία αγώνα εναντίον της μοναξιάς με τρυφερό χιούμορ και γλυκόπικρη αισιοδοξία. Μία ταινία στιγμών και παρατήρησης: μικρές σεκάνς δεν έχουν σε τίποτα να συνεισφέρουν στην πλοκή, αλλά χτίζουν συνειδητά και υποσυνείδητα το πορτρέτο αλλά και τη δική μας σχέση με την μεσήλικη ηρωίδα: χαζεύουμε την ιδιοσυγκρασία, την χαριτωμένη αφέλεια, την διαδικαστική καθημερινότητα, τους διαλόγους, τα γεύματα με οικογενειακούς φίλους - σχέσεις γύρω της που πέτυχαν, παιδιά που μεγάλωσαν και συνεχίζουν τον κύκλο της ζωής. Μετά από λίγη ώρα την ξέρουμε την Γκλόρια. Την συναντάμε καθημερινά στο γραφείο, στο μετρό, απέναντι και μέσα μας.
Πολλές φορές λέμε ότι μία ταινία την κουβαλάει ο πρωταγωνιστής της. Αυτή είναι μία από τις ελάχιστες που κάτι τέτοιο αληθεύει πέρα για πέρα. Ο Λέλιο επέλεξε την Παουλίνα Γκαρσία, μία Χιλιανή τηλεοπτική ηθοποιό, και της εμπιστεύτηκε έναν επικίνδυνο στις ισορροπίες του κινηματογραφικό ρόλο (ο οποίος της χάρισε και το βραβείο ερμηνείας στο Βερολίνο).
Εκείνη του επέστρεψε τη χάρη φορώντας τα παλιομοδίτικα μυωπικά γυαλιά της ηρωΐδας της, αλλά κοιτώντας μακριά: βουτώντας μεγαλόπρεπα στον αυτοσαρκασμό και την νεύρωση και υιοθετώντας με τόλμη την ανασφάλεια και την μελαγχολία. Με μία άλλη ηθοποιό η Γκλόρια θα παρέμενε μία σχηματική καρικατούρα και η ταινία μία υπερβολική παραβολή. Η Γκαρσία όμως ερμηνεύει την Γκλόρια με τον τρόπο που κάποιος, ανεξαρτήτου ηλικίας, χορεύει με τα χέρια και την καρδιά ανοιχτή - όταν νιώθει ότι κανείς δεν τον κοιτά.
Εχει μία δύναμη η Γκλόρια που μπορεί να σε ντροπιάσει. Είναι γραμμένη, σκηνοθετημένη και ερμηνευμένη για να πανηγυρίσει την ύπαρξη όσων πέφτουν κάτω, όπως όλοι μας, αλλά σηκώνονται, ξεσκονίζουν τα γόνατά τους, χαμογελούν και συνεχίζουν. Οχι λιγότερο πληγωμένοι, όχι λιγότερο ανασφαλείς, αλλά σίγουρα περισσότερο θαρραλέοι και με μια δόση υπέροχης αφέλειας, πείσματος, τρέλας.
Eίναι τόσο δύσκολο να γραφτούν πλέον ταινίες για την αστική μελαγχολία, την κρίση ηλικίας, το αδιέξοδο της γυναικείας μοναξιάς; Είναι αδιανόητο να στεφθεί πρωταγωνίστρια μία 60χρονη γυναίκα, χωρίς αυτή η ιδέα να καταποντιστεί με τη σκέψη και μόνο της αναμέτρησή της με τα ταμεία; Ποιοι θα τη δουν; Ποιοι θα τρέξουν; Αξίζει τον κόπο;
Οσο θα νιώθετε την ανάγκη να χτυπήσετε ρυθμικά παλαμάκια, με βουρκωμένα μάτια, στην τελευταία σκηνή να θυμάστε ότι το σινεμά που έχει κάτι να πει, όσο «μικρό» κι αν είναι, μεγαλώνει μέσα μας. Με μικρές εκρήξεις. Με παλμό την προσωπική σου ανθρωπιά. Με ένα ποπ ρεφρέν που κολλάει στο μυαλό σου και σε κάνει να χαμογελάς.