«Τι στο καλό συμβαίνει στο μυαλό του Σιλβέστερ Σταλόνε;» είναι το ερώτημα που προκύπτει κατά την ολοκλήρωση της θέασης του «Ενας Απλός Ανθρωπος» ή αλλιώς του τελευταίου σκηνοθετικού εγχειρήματος του Ντέιβιντ Αγιερ («O Μελισσοκόμος», «Suicide Squad»), το οποίο φέρει τη σεναριακή υπογραφή του πρώτου, με τον Τζέισον Στέιθαμ στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Γιατί το μυαλό του Σταλόνε (μας) έχει χαρίσει κινηματογραφικά προϊόντα που ενίοτε είναι άξια Οσκαρ (βλέπε «Rocky», 1976) και άλλοτε Χρυσού Βατόμουρου (βλέπε «Ράμπο ΙΙ: Η Αποστολή», 1985). Και - δυστυχώς - το τελευταίο δείγμα γραφής του, μάλλον ανήκει περισσότερο στη δεύτερη κατηγορία.
Στο νέο στόρι του Σταλόνε, ο Λέβον Κέιντ προσπαθεί να αποκοπεί από το βίαιο παρελθόν του ως κομάντο των Ειδικών Δυνάμεων, έχοντας πλέον αποσυρθεί από την ενεργό δράση και δουλεύοντας ως οικοδόμος. Οι βασικές του επιδιώξεις είναι δύο: το να καταφέρνει να διατηρεί την ψυχραιμία του και παράλληλα το να παλεύει για την εξασφάλιση περισσότερου χρόνο με την κόρη του, διεκδικώντας από τον παππού της, και πρώην πεθερό του, την κηδεμονία της. Αποτυγχάνει και στα δύο; Πατόκορφα, όπως αντιλαμβανόμαστε από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ταινίας. Γιατί πώς θα εκτονωθεί η ακόρεστη βαρβαρότητα που κρύβει μέσα του ο (αντι)ήρωάς μας, η οποία ταυτόχρονα λειτουργεί ως το απόλυτο όχημα της ταινίας, αν όλα πάνε κατ’ ευχήν;
Την έκρηξή του ωστόσο δεν πυροδοτεί κάποιο γεγονός που συνδέεται με τα παραπάνω, αλλά η - από το πουθενά – εξαφάνιση της κόρης του αφεντικού του, η οποία πέφτει θύμα απαγωγής. Πιστός στις επιταγές της προσωπικής του ηθικής πυξίδας και κατόπιν μίας δακρύβρεχτης παράκλησης των γονιών της, ο Λέβον θα βαλθεί να τη φέρει πίσω, επιστρατεύοντας τον παλιό καλό (;) του βίαιο, στρατιωτικό εαυτό. Και κάπου εκεί ξεκινάει η παράνοια, η οποία δεν περιορίζεται στο σενάριο: είναι παρούσα σε κάθε, σχεδόν, πτυχή του φιλμ.
Μακάρι το πρόβλημα να ήταν τα απανωτά επιπόλαια expositions ή η αναπαραγωγή όλων των δυνατών κλισέ του είδους, τα οποία ενίοτε έχουν κι αυτά τη χάρη τους. Αλλά όχι. Αυτό που καθιστά ανεπιτυχή, με όλη τη σημασία της λέξης, μία ταινία που εξορισμού είχε όλα τα φόντα να λειτουργήσει ως ένα φαν pop corn movie δράσης – τι πιο διασκεδαστικό - είναι η προχειρότητα που εξόφθαλμα διέπει τόσο το σενάριο, όσο και τη σκηνοθεσία του Αγιερ, ο οποίος μεταπηδά από τη μία κακόγουστη επιλογή στην άλλη (κυριολεκτικά, στην ταινία υπάρχει σκηνή στην οποία ο Στέιθαμ πλακώνει στο ξύλο μέλη της ρωσικής μαφίας υπό τον ήχο του «The Boys Are Back» των Dropkick Murphys, χωρίς σχόλιο). Και δεν μιλάμε για την (ένοχα) απολαυστική προχειρότητα που ελλοχεύει σε campy φιλμ δράσης, τα οποία διεκδικούν σε δεύτερο χρόνο ένα καλτ στάτους που εντέλει τα δικαιώνει, αλλά την ενοχλητική προχειρότητα. Αυτή που σου επιτρέπει να γελάσεις στα πρώτα λεπτά της ταινίας και σύντομα μετατρέπεται σε αμηχανία όταν συνειδητοποιείς ότι α) «this ain’t it» και β) ότι η διάρκεια του φιλμ αγγίζει τις δύο ώρες.
Συνολική αποτίμηση της κατάστασης; Ενα μεγάλο κρίμα.