Συνέντευξη

Made in Italy: Το νέο ιταλικό σινεμά ως καθρέφτης μιας αντιφατικής, συναρπαστικής χώρας

of 10

Τρεις Ιταλοί σκηνοθέτες που οι ταινίες τους προβάλλονται στο Cinema Made in Italy στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας ζωγραφίζουν με γλαφυρά χρώματα μια χώρα που αγαπούν να μισούν.

Made in Italy: Το νέο ιταλικό σινεμά ως καθρέφτης μιας αντιφατικής, συναρπαστικής χώρας

Στις «Περιπέτειες του Τζίτζι», ο Αλεσάντρο Κομοντίν φτιάχνει το πορτρέτο ενός καλοκάγαθου αστυνομικού σε ένα μικρό χωριό της βόρειας Ιταλίας, εκεί όπου την απόλυτη ακινησία διαταρράσσει μια σειρά ανεξήγητων αυτοκτονιών στις ράγες του τρένου και ένας κήπος κρύβει μέσα του μια... ζούγκλα.

Στο «Αννα», ο Μάρκο Αμέντα συστήνει την όμορφη, άγρια, μαχητική Αννα που θα προστατεύσει τον εαυτό της και το όμορφο νησί της από την παρέμβαση των βαρβάρων με τις μπουλντόζες που ισοπεδώνουν τόπους. και όνειρα.

Στο «Μια Ατέλειωτη Κυριακή» του Αλέν Παρονί τρεις έφηβοι προσπαθούν να γράψουν την δική τους Ιστορία με φόντο την Αιώνια Πόλη, ένα καυτό, απρόβλεπτο καλοκαίρι.

Αυτό είναι το νέο ιταλικό σινεμά που ισορροπεί ανάμεσα στην βαρυσήμαντη ιστορία του και τα δεσμά που προσπαθεί να σπάσει για να αποκτήσει τη δική του ταυτότητα, ανάμεσα σε μητροπόλεις και την συναρπαστική ιταλική επαρχία, ανάμεσα σε νέες γλώσσες που μοιάζουν ξένες στο αυτί, αλλά οικείες στη ψυχοσύνθεση κάθε σημερινού Ευρωπαίου σε επαναδιαπραγμάτευση (κοινής) λογικής.

Το Flix μίλησε με τους τρεις Ιταλούς σκηνοθέτες που οι ταινίες τους ξεχωρίζουν μέσα στο πρόγραμμα του φετινού Cinema Made in Italy που διεξάγεται στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος από τις 20 μέχρι τις 25 Οκτωβρίου. Το πορτρέτο της σημερινής Ιταλίας που προκύπτει από τον καθένα ολοκληρώνει τη μεγάλη εικόνα μιας ιστορικής, όμορφης, άγριας, αντιφατικής, πάντα συναρπαστικής χώρας.

comodin

Κάθε ταινία είναι ένα μείγμα μυθοπλασίας και πραγματικότητας, απλώς προσπάθησα να κάνω μια καλή ταινία, όπου δεν μπορείς να ξέρεις τι είναι αλήθεια ή ψέμα.

ΑΛΕΣΑΝΤΡΟ ΚΟΜΟΝΤΙΝ | ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΤΖΙΤΖΙ

Γεννήθηκε στο Φριούλι-Βενέτσια Τζούλια, μια συνοριακή πόλη της βορειοανατολικής Ιταλίας, το 1982 και ανακάλυψε τον κινηματογράφο χάρη στη διαλεκτική ποίηση του Παζολίνι. Η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, το «Καλοκαίρι του Τζιάκομο» έκανε πρεμίερα το 2011 στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο, εκεί όπου οι «Περιπέτειες του Τζίτζι», η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του κέρδισε το Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ του 2022. Στο Flix μιλάει για το θείο του που πρωταγωνιστεί στην ταινία, τον τόπο που μεγάλωσε και μοιάζει κάθε φορά που επιστρέφει πιο όμορφος από όσο τον έχει καταχωρήσει στη μνήμη του και τους κήπους που γίνονται ζούγκλες.

Πώς γεννήθηκε η ιδέα για την ταινία;

Η ιδέα υπήρχε από όταν ήμουν παιδί, γιατί έπαιζα στον κήπο του Τζίτζι, που ήταν ο κήπος της γιαγιάς μου. Είναι σε αυτό το συγκεκριμένο μέρος που άρχισα να φαντάζομαι ιστορίες, όπως κάθε άλλο παιδί. Εκείνη την εποχή, ο κήπος ήταν ακριβώς όπως είναι τώρα, και είναι εξαιρετικός γιατί είναι σπάνιο να βρεις ένα μέρος που να μην αλλάζει ακόμα κι αν μεγαλώσεις. Νιώθω πάντα όπως ήμουν όταν ήμουν παιδί σε αυτόν τον κήπο. Είναι σαν μια μηχανή του χρόνου. Φυσικά, υπάρχει μια στιγμή που αποφάσισα να κάνω μια ταινία μέσα στον συγκεκριμένο κήπο, αλλά δεν μπορώ να πω γιατί το αποφάσισα εκείνη τη στιγμή. Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι μια μέρα, χρειάστηκε να επιστρέψω, στο σπίτι, για να κάνω μια ταινία, μια ταινία περιπέτειας μέσα στον συγκεκριμένο κήπο. Ευτυχώς, ήταν μέσα ο Τζίτζι, ο αγαπητός μου θείος, που ήταν τοπικός αστυνομικός, οπότε πρέπει να πω ότι ήταν φυσικό να κάνω μια ταινία μαζί του, γιατί είναι ο κήπος του και ο κήπος είναι προέκταση του εαυτού του.

Είναι ο Τζίτζι ένα πραγματικό πρόσωπο και η ιστορία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα; Είναι αυτή η ταινία μια μείξη μυθοπλασίας και τεκμηρίωσης; Πώς θα περιγράφατε το φιλμ εσείς ο ίδιος;

Ο Τζίτζι είναι πραγματικό πρόσωπο, το ορκίζομαι, και επιπλέον είναι ο θείος μου. Είναι ο μικρός αδερφός της μητέρας μου. Ναι, είναι αληθινός και είναι όπως τον είδατε στην ταινία. Είναι απίστευτο αλλά είναι αλήθεια. Η ιστορία βασίζεται επίσης σε αληθινά γεγονότα, αλλά, καθώς έκανα μια ταινία, όλα είναι προφανώς εντελώς... ψέματα. Υπάρχει μια μυθοπλασία, πολύ «ελαφριά» για τον Τοιμάσο, τον τύπο που ακολουθεί ο Τζίτζι και στην ιστορία αγάπης με την Πάολα, τη «ραδιοφωνική συνάδελφο». Ηθελα απλώς να κάνω το πορτρέτο του Τζίτζι όσο καλύτερα μπορώ και να αποδώσω την ατμόσφαιρα του χωριού από όπου κατάγομαι. Κάθε ταινία είναι ένα μείγμα μυθοπλασίας και πραγματικότητας, απλώς προσπάθησα να κάνω μια καλή ταινία, όπου δεν μπορείς να ξέρεις τι είναι αλήθεια ή ψέμα.Για μένα, αυτή είναι μια ταινία για έναν ντόπιο αστυνομικό στην επαρχία που αγαπά τα δέντρα και προσπαθεί να καταλάβει -όπως μπορεί- ποια είναι η τρέλα μέσα και γύρω του.

Φαίνεται να σε ελκύουν άνθρωποι που ζουν, μιλούν και ενεργούν με τον δικό τους τρόπο; Είναι αυτός ένας τρόπος να μιλήσεις για τον εαυτό σου, για τη ζωή ενός καλλιτέχνη;

Με ελκύουν άνθρωποι που δεν βλέπω ποτέ στην οθόνη. Πρέπει να πω ότι βαριέμαι αμέσως όταν βλέπω πάντα τους ίδιους ηθοποιούς και τους ίδιους τρόπους ομιλίας. Ειδικά στην Ιταλία όπου υπάρχει μεγάλη παράδοση στη μεταγλώττιση, έχω την εντύπωση ότι οι ηθοποιοί μεταγλωττίζονται «ζωντανά» ενώ παίζουν σε μια ταινία. Κανείς δεν μιλάει έτσι στην πραγματικότητα. Καθώς είμαι πεπεισμένος ότι ο καθένας μπορεί να γίνει καλός ηθοποιός αν υπάρχει καλός λόγος να τον κινηματογραφήσεις, προς το παρόν, προτιμώ να συνεργάζομαι με ανθρώπους που δεν είναι ηθοποιοί στη ζωή, αλλά δεν είναι κανόνας. Φυσικά, οι ταινίες είναι θέμα κέντρων, πόλεων, πλουσίων, πνευματικών και αστικών τάξεων. Δεν είμαι από την πόλη, οπότε προσπαθώ, όσο μπορώ, ναι, να μιλήσω για τους ανθρώπους που γνωρίζω, τους επαρχιώτες, που είναι η πλειοψηφία του κόσμου και που εκπροσωπούνται πολύ σπάνια. Δεν ξέρουν καν ότι μπορούν να είναι καλοί σε μια οθόνη. Οταν κάνω μια ταινία με κάποιον, ταυτίζομαι με αυτό το άτομο και, φυσικά, μιλάω και για τον εαυτό μου, είναι φυσιολογικό. Ζω άλλες ζωές μέσα από τους χαρακτήρες μου, γιατί με αφήνουν να ανακαλύψω πολλές πτυχές του εαυτού μου μέσα από τον εαυτό τους.

Γιατί συνεχίζεις να επιστρέφεις στον τόπο που γεννήθηκες και μεγάλωσες, όταν σκέφτεσαι μια νέα ταινία; Ποιο είναι το ιδιαίτερο που έχει αυτή η τοποθεσία;

Δεν γνωρίζω. Νιώθω ότι το να κάνω ταινίες είναι μια δύσκολη δουλειά, γιατί πρέπει να ξέρω πολύ καλά τι θέλω αλλά ταυτόχρονα πρέπει να χάνω τον έλεγχο. Είναι μια περίεργη αντίφαση να ελέγχεις τα πάντα χάνοντάς τα, δεν νομίζετε; Κατά συνέπεια, πρέπει να με προστατεύει το συνεργείο, που είναι πρώτα απ' όλα καλλιτέχνες σαν εμένα, ώστε να κατανοούν τη λεπτή θέση μου. Επειτα, πρέπει να με προστατεύουν τα δέντρα όπου νιώθω σαν στο σπίτι μου, όπως ο Τζίτζι, και οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργάζομαι, να τους εμπιστεύομαι όπως εμπιστεύονται και εμένα. Αυτό που μου αρέσει στον τόπο μου είναι ότι είναι τόσο άσχημος στη μνήμη μου, που κάθε φορά που επιστρέφω για να κάνω μια ταινία, συνειδητοποιώ ότι δεν είναι τόσο άσχημο αυτό που θυμήθηκα και προσπαθώ να πάρω μικρά ωραία κομμάτια που δεν είχα ξαναδεί που μπορώ να απαθανατίσω με την ταινία. Ο τόπος μου είναι ένας μικρός χαμένος κόσμος, υπάρχουν τα πάντα εκεί, είναι ένας οικείος χώρος όπου τα πάντα είναι απαραίτητα, όπως στην «παλιά δύση» με τους καουμπόιδες και όλα αυτά τα πράγματα. Υπάρχει μια πεδιάδα, το ποτάμι, το τρένο, το νεκροταφείο, το ξύλο... όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να είναι ένας προσωπικός κόσμος, ένας επικός κόσμος, επικός αλλά «επαρχιακά επικός», επομένως δεν είναι τόσο σοβαρό, δεν είναι «αμερικάνικο», είναι τοπικό και παγκόσμιο, κωμικό και τραγικό, ταυτόχρονα.

Gigi Οι περιπέτειες του Τζίτζι

Ο τόνος της ταινίας, κάτι μεταξύ μιας παράλογης κωμωδίας και ενός μελαγχολικού δοκιμίου για το θαύμα της καθημερινότητας, ήταν σκόπιμος; Τι θα θέλατε από τον θεατή της ταινίας: να γελάσει, να νιώσει άνετα με την κατάσταση, να κλάψει;

Οταν γράφω τις ταινίες μου, δεν μπορώ να ξέρω ακριβώς ποιο θα είναι το αποτέλεσμα στο τέλος. Μπορώ να φανταστώ μια ατμόσφαιρα, μπορώ να υπολογίσω τη σχέση μεταξύ των διαφορετικών χαρακτήρων και μεταξύ των χαρακτήρων και των τόπων όπου τους τοποθετώ. Αλλά, καθώς δουλεύω με ζωντανό υλικό που μπορεί να ξεφύγει και να εξαφανιστεί κάθε στιγμή, το να κάνω την ταινία είναι ένας αστείος αγώνας, μια σοβαρή πρόκληση όπου νιώθω ότι ψάχνω για κάτι τόσο μυστηριώδες που κάθε μέρα υπάρχει η πιθανότητα να μην έχω τίποτα σαν υλικό. Δεν είναι τόσο επικίνδυνο πια, γιατί τώρα είναι η δουλειά μου και ξέρω ακριβώς τι θέλω, ξέρω πώς να μην κάνω πολλά λάθη. Τέλος πάντων, μου αρέσει να θεωρώ την κάθε σκηνή σαν μια ζωτική ανάγκη: σαν κυνηγός, προσπαθώ να πιάσω κάτι υπέροχο, το ψάχνω, αλλά είναι πολύ πιθανό να μην συμβεί καθόλου. Αυτή η πραγματικότητα των γυρισμάτων βάζει όλους στο συνεργείο και τους χαρακτήρες στην ίδια ιδιαίτερη διάθεση, όπου όλοι περιμένουν κάτι υπέροχο και μυστηριώδες που θα μπορούσε να συμβεί, δεν ξέρουμε πότε και πώς, αλλά όλοι πιστεύουμε ότι θα συμβεί. Είναι σκόπιμη αλλά όχι υπερβολική. Απλώς θα ήθελα ο θεατής να είναι ελεύθερος να κάνει ένα ταξίδι με τον θείο μου, να τον συναντήσει σαν να ήταν πραγματικά εκεί. Στην αρχή, όπως στην πραγματικότητα, ο θεατής δεν θα είναι άνετος μαζί του, αλλά σιγά σιγά μαθαίνει να τον γνωρίζει και θα μπορούσε να ζήσει ένα παράξενο αλλά αληθινό κομμάτι ζωής στο μικρό μου χωριό, απλά τριγυρνώντας, ακούγοντας παλιά μουσική. Ο Τζίτζι είναι πολύ αστείος και είμαι πολύ περήφανος που το κοινό μπορεί να γελάσει με τον θείο μου, να γελάσει για μικρούς ανόητους λόγους. Στις μέρες μας, δεν είναι τόσο συνηθισμένο να γελάμε και να κλαίμε με κάποιον που δεν μας μοιάζει...

Υπάρχουν ταινίες και σκηνοθέτες που σας ενέπνευσαν όσο κάνατε αυτή την ταινία;

Μοιράστηκα δύο ταινίες με το συνεργείο μου, ειδικά με τα νέα μέλη με τα οποία δεν έχω ξανασυνεργαστεί. Το συνεργείο ήταν μισοί Γάλλοι, οι φίλοι μου της σχολής κινηματογράφου, φωτογραφίας και ήχου, και μισοί Ιταλοί - από την περιοχή μου. Μοιράστηκα με το ιταλικό συνεργείο το «Ο Αγνωστος της Λίμνης» του Αλάν Γκιροντί που δεν είχαν δει και το «Αστυνομία, Ταυτότητα» του Κορνέλιου Πορομποΐου. Αλλά ήταν απλώς για να τους δείξω ότι ένας διαφορετικός κινηματογράφος είναι δυνατός. Ξέρετε, στην Ιταλία. αυτού του είδους οι ταινίες δεν βγαίνουν στις αίθουσες, μερικές ίσως στο Μιλάνο ή τη Ρώμη, αλλά ακόμη και εκεί, δεν είμαι σίγουρος.

Είναι το Σαν Μικέλε μια μικρογραφία της ζωής στην Ιταλία στις μέρες μας; Πώς θα σχολιάζατε τη χώρα πολιτικά και κοινωνικά;

Ναι, είναι, φυσικά. Το Σαν Μικέλε βρίσκεται στην Ιταλία ακόμα κι αν δεν είναι συνηθισμένο μέρος για τον ιταλικό κινηματογράφο. Δεν μπορώ να πω πάρα πολλά για την Ιταλία στις μέρες μας χωρίς να πω κοινοτοπίες. Αυτό που μπορώ να πω, είναι ότι πως αν έχουμε την πίστη στην πραγματικότητα, μπορούμε πάντα να συναντήσουμε ανθρώπους όπως ο Τζίτζι. Είτε βρίσκονται σε ψυχιατρείο ή κάπου αλλού που δεν ξέρω, εξακολουθούν να υπάρχουν και είναι κάτι καλό για όλο τον κόσμο. Υπάρχει όλο και λιγότερος χώρος για καλοσύνη, και ο Τζίτζι εξακολουθεί να αντιστέκεται με το να είναι ευγενικός. Στο χωριό τον λένε «Τζίτζι ο Νόμος» για να τον πειράξουν, γιατί κατά τη γνώμη τους δεν είναι καλός αστυνομικός. Δεν είναι καλός αστυνομικός γιατί είναι πολύ ευγενικός, λένε. Αρκεί αυτό σαν ένα σχόλιο για την Ιταλία;

Πολλά λέγονται για το πώς λειτουργεί ο νόμος στην Ιταλία -και στην υπόλοιπη Ευρώπη- στις μέρες μας. Είναι η ταινία ένα σχόλιο για την αδυναμία απονομής δικαιοσύνης;

Η ταινία δουλεύει ποιητικά πάνω στα σύνορα μεταξύ ενός ατόμου και του άλλου, αυτό που μπορούμε να δούμε και αυτό που προβάλλουμε σε αυτό που βλέπουμε. Υπάρχει δικαιοσύνη των δέντρων και δικαιοσύνη των ανθρώπων. Μεταξύ αυτών των δύο δεν υπάρχει επικοινωνία, επομένως, ναι, δεν υπάρχει δικαιοσύνη σε αυτόν τον κόσμο.

Ποια είναι η γνώμη σας για τον ιταλικό κινηματογράφο σήμερα; Πόσο σημαντικό είναι για μια ιταλική ταινία να ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο;

Δεν μπορώ να πω πολλά για τον ιταλικό κινηματογράφο στις μέρες μας, αυτό που μπορώ να πω είναι ότι, για μένα, το επίθετο «Ιταλικός» σε μια ταινία είναι ένας καλός λόγος για να μην την παρακολουθήσω. Είναι πρόκληση και προκατάληψη φυσικά, αλλά στην τεράστια παραγωγή ταινιών της ιταλικής βιομηχανίας, το μεγαλύτερο μέρος τους γίνεται για ένα κοινό που δεν υπάρχει, οπότε κανείς δεν παρακολουθεί αυτές τις ταινίες. Ώρες και ώρες σπατάλης χρόνου και χρημάτων. Στο τέλος, είναι πάντα καλύτερο να διαβάζεις ένα βιβλίο. Οπως είπα, η Ιταλία είναι ένα μικρό χωριό σαν το δικό μου, το Σαν Μικέλε. Πολύ συχνά οι Ιταλοί σκηνοθέτες το ξεχνούν. Πιστεύω ότι η εθνικότητα των ταινιών είναι κάτι που ανήκει στον 20ό αιώνα και σήμερα βρισκόμαστε στον 21ο. Είναι πολύ σημαντικό να προσεγγίζουμε το κοινό σε όλο τον κόσμο για κάθε ταινία, για τους Ιταλούς είναι επίσης σημαντικό, και θα μπορούσε να είναι καλό για τους σκηνοθέτες να κάνουν ταινίες σκεπτόμενοι όχι μόνο ένα υποθετικό ιταλικό κοινό.

Είναι κάθε κήπος μια ζούγκλα - ανάλογα από την πλευρά που τον κοιτάς;

Ο κήπος είναι μικρός και αληθινός, αλλά είναι φορές που είναι και ένας τόπος φανταστικός. Μερικές φορές είναι καλός και προστατευτικός, άλλες κρύβει τους χειρότερουε εφιάλτες και εμμονές μας. Το πιο σημαντικό είναι να μην φοβάσαι, να αποδέχεσαι τον κήπο, αυτό που είναι την κάθε στιγμη: μια ζούγκλα η ένα κουρεμένο γκαζόν. Η μέρα που δεν θα υπάρχει πια κήπος, είτε είναι ζούγκλα είτε όχι, όταν δεν θα άεχουμε αρκετά δέντρα και φύλλα για να φανταστούμε τι κρύβουν από πίσω, θα είναι το τέλος όλων.

Το «Οι Περιπέτειες του Τζίτζι» του Αλεσάντρο Κομοντίν προβάλλεται την Κυριακή 22 Οκτωβρίου στις 21.15, παρουσία του πρωταγωνιστή του, Πιερ Λουίτζι Μέκια.


Alain Perroni

Είναι ζωτικής σημασίας να επιστρέψουμε αυτή την επανεπεξεργασία των παγκόσμιων επιρροών στον κόσμο τώρα. Είναι σαν παιχνίδι πινγκ-πονγκ. Σήμερα εμπνέομαι από Αμερικανούς και Ιάπωνες κινηματογραφιστές της ηλικίας των γονιών μου που με τη σειρά τους επηρεάστηκαν από τον ιταλικό κινηματογράφο της εποχής των παππούδων μας.»

ΑΛΕΝ ΠΑΡΟΝΙ | ΜΙΑ ΑΤΕΛΕΙΩΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ

Γεννήθηκε το 1992 στην ιταλική επαρχία αι απέκτησε δίπλωμα στις γραφικές τέχνες και τη φωτογραφία, εξερευνώντας τις τεχνικές του φιλμ κινουμένων σχεδίων και του VR. Ξεχώρισε αμέσως με τις πρώτες μικρού μήκους ταινίες του (το 2017 συμμετείχε με το «Adavede» στην Εβδομάδα Κριτικής της Βενετίας) και συνεχίζει να εργάζεται ως φωτογράφος. Στην Flix μιλάει για ένα αποκαλύπτικό ταξίδι στην Ιαπωνία με οδηγό μια ταινία του Βιμ Βέντερς και για τα 111 λεπτά της ταινίας του που θα κρατούν για πάντα ασφαλείς τους ήρωές του.

Πώς προέκυψε η ιδέα της ταινίας; Βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα;

Δεν βασίζεται αυστηρά σε πραγματικά γεγονότα, αλλά η ιδέα για την ταινία προήλθε από ένα πραγματικό συναίσθημα. Οι πρώτες εικόνες και λέξεις άρχισαν να βουίζουν στο κεφάλι μου καθώς έφευγα από την εφηβεία και κατευθυνόμουν προς την ενήλικη ζωή. Είχα αρχίσει να καταλαβαίνω τι ήμουν και πώς με έκανε να νιώσω ο κόσμος γύρω μου. Προσπάθησα να επαναφέρω αυτό το συναίσθημα όσο πιο ειλικρινά μπορούσα.

Γνωρίζεις αυτά τα παιδιά; Ησουν ένα από αυτά τα παιδιά όσο μεγάλωνες;

Ξέρω πολύ καλά τα αρχέτυπα μέσα στα οποία ζουν και αναπνέουν γιατί ήμουν συνεχώς γύρω τους. Η ταινία διαδραματίζεται στα μέρη όπου μεγάλωσα, στην Αρδέα και στη Ρώμη, και στους κόσμους που με διαμόρφωσαν (η γλώσσα του κινηματογράφου/ οπτικοακουστικού). Πήρα συνέντευξη από αρκετούς εφήβους ενώ έγραφα την ταινία, για περίπου 6 χρόνια. Αυτές οι συνεντεύξεις με βοήθησαν να καταλάβω πιο ξεκάθαρα ποια ένστικτα καθοδηγούσαν ορισμένες συμπεριφορές στο δρόμο προς την ενηλικίωση. Το κύριο ένστικτο που αναδυόταν πάντα από τις συνεντεύξεις, πέρα από τη σχέση με την πραγματικότητα η οποία ήταν διαρκώς ποτισμένη από τις εικόνες του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, ήταν το ένστικτο, σχεδόν πρωτόγονο, να θέλει κανείς να αφήσει το σημάδι του με κάθε διαθέσιμο μέσο: βίαιο, επιθετικό ή τρυφερό. .

Πώς μάθατε τον τρόπο που μιλάνε, επικοινωνούν, φλερτάρουν, θυμώνουν, στεναχωριούνται;

Τα έξι χρόνια συγγραφής ήταν απαραίτητα να μπορέσω να καταλάβω πώς βίωσα την εφηβεία, αλλά και να αμφισβητήσω τον τρόπο που επικοινωνούσα σε όλη μου τη ζωή. Επρεπε να αμφισβητήσω τη γλώσσα με την οποία είχα μεγαλώσει, τον τρόπο που μου έλεγαν πάντα ιστορίες.

Η ταινία είναι οπτικά εκστατική, σχεδόν σαν να καθρεφτίζει τον εσωτερικό κόσμο των τριών πρωταγωνιστών. Θέλατε αυτό το συναίσθημα από την εποχή που σκεφτήκατε την ταινία;

Απολύτως. Είμαστε μια γενιά που χρησιμοποιεί οπτικοακουστική γλώσσα για να επικοινωνήσει στην καθημερινή ζωή. Δεν μπορούσα να ξεφύγω από την πρόκληση να χρησιμοποιήσω εσωτερικές εικόνες για να πω ένα τόσο προσωπικό συναίσθημα. Η συμβολή του καλλιτεχνικού διευθυντή ήταν καθοριστική στο να ληφθούν υπόψη όλα τα οπτικά στοιχεία και οι λεπτομέρειες που ουσιαστικά χτίζουν την αφήγηση.

**Πιστεύετε ότι αυτά τα παιδιά αντιπροσωπεύουν την (ιταλική) γενιά του σήμερα;

Δεν ξέρω αν αντιπροσωπεύουν την ιταλική νέα γενιά, αλλά σίγουρα είναι ένα κομμάτι της των νέων σήμερα. Οι πρώτες εκδοχές της ταινίας γράφτηκαν στο πλαίσιο του Torino Film Lab μεταξύ Αθήνας και Βρετάνης, κατά τη διάρκεια του οποίου μπορούσα να γνωριστώ με παιδιά από όλο τον κόσμο. Αυτό που προέκυψε ήταν ότι ορισμένα θέματα και συμπεριφορές είναι τα ίδια παντού στα προάστια των μεγάλων μητροπόλεων. Σήμερα παρουσιάζω την ταινία σε όλο τον κόσμο και αυτό που με ενθουσιάζει περισσότερο είναι να βλέπω πώς από το Τορόντο μέχρι τη Μπουσάν, ορισμένες εικόνες αγγίζουν πολλά παιδιά με τον ίδιο τρόπο. Ανεξάρτητα από τα χιλιόμετρα που τα χωρίζουν.

Και αυτός ο τόπος -θαυμάσιος αλλά τρομακτικός ταυτόχρονα- είναι η άποψή σας για την Ιταλία σήμερα; Και πολιτικά και κοινωνικά;

Νομίζω ότι είναι το προσωπικό μου όραμα για την επίγεια επαρχία αλλά και για την επαρχία της γλώσσας. Φυσικά, κοινωνικά και πολιτικά υπάρχουν ειδικά ιταλικές νευρώσεις και καταστάσεις, αλλά δεν νομίζω ότι είναι αυτό το θέμα. Ο συνδυασμός ενός τόπου πλούσιου σε νεορεαλιστική κινηματογραφική ιστορία, όπως αυτός της ρωμαϊκής επαρχίας, με έναν πειραματισμό στη γλώσσα ήταν αυτό που μου φαινόταν πιο ενστικτώδες να κάνω. Η γλώσσα μας καθορίζει και την έχουμε καθημερινά κάτω από τη μύτη μας, μέσω κοινωνικών δικτύων, ξέφρενων μοντάζ, ασυνήθιστων πλάνων, μουσικής και ήχων, και όλα αυτά τα θεωρούμε μέρος της πραγματικότητας.

an endless sunday

Πόσο σημαντική ήταν η συμβολή του Βιμ Βέντερς στην παραγωγή της ταινίας; Ποια από τις ταινίες του αγαπάτε προσωπικά και γιατί;

Η υποστήριξη του Βιμ Βέντερς στην ταινία ήταν μια κρίσιμη υποστήριξη πρώτα από όλα για να είμαι πιο σίγουρος για τις επιλογές που έκανα. Δεν είχα στείλει μόνο το σενάριο στον Βιμ, αλλά σκίτσα, σχέδια, εικόνες, φωτογραφίες. Είχα μεγάλες φιλοδοξίες και βλέποντάς τις να υποστηρίζονται από έναν σκηνοθέτη που ουσιαστικά με εκπαίδευσε σαν δημιουργό, με έκανε να νιώσω ότι ήμουν στο σωστό δρόμο. Μια από τις ταινίες του, η αγαπημένη μου είναι το «Tokyo-Ga». Ηταν οδηγός για μένα σε μια από τις λιγότερο συνειδητές, αλλά ίσως πιο γαλήνιες, στιγμές της ζωής μου. Ηταν μια εποχή που δεν υπήρχε ούτε παραγωγός για την ταινία. Αφού έβαλα κάποια χρήματα στην άκρη, έφυγα για την Ιαπωνία και χρησιμοποίησα το «Tokyo-Ga» ως ξεναγό, ακολουθώντας το βήμα προς βήμα. Περνώντας από το «Pachinko's», στο »La Jetee Bar» μέχρι που κατέληξα στον τάφο του Γιασουτζίρο Οζου. Εκεί προσευχήθηκα μπροστά στην ταφόπλακα για την ταινία μου, αφού κατέβασα ένα μπουκάλι ουίσκι. Δεν ξέρω αν σχετίζεται ή απλώς είναι σύμπτωση, αλλά λίγες εβδομάδες μετά την Ιαπωνία, ο Βιμ έμαθε για την ταινία μου και πήρε μέρος σε αυτήν. Γι' αυτό το «Tokyo-Ga» είναι τόσο σημαντικό για μένα. Αντιπροσωπεύει τις καλύτερες μέρες μου ως νεαρό αγόρι και τις πρώτες μου μέρες ως σκηνοθέτης. Προφανώς, ωστόσο, δεν μπορώ να μην το επισημάνω σε όσους δεν το έχουν δει ακόμα το «Μέχρι το Τέλος του Κόσμου», μια ταινία εμβληματική για όσους ασχολούνται με τις εικόνες σήμερα. Δεν μπορώ να ευχαριστήσω αρκετά τον Βιμ για το γεγονός ότι έκανε αυτές τις δύο ταινίες.

Υπήρχαν άλλοι σκηνοθέτες και ταινίες που σας επηρέασαν κατά τη διάρκεια της δημιουργίας αυτής της ταινίας;

Πολλοί Ιάπωνες σκηνοθέτες από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, όπως ο Σούνζι Ιγουάι, ο Τεστσούγια Νακασίμα και φυσικά ο Χιντεάκι Ανο από τον οποίο δανείστηκα τον ιστορικό συνθέτη του Σίρο Σαγκίσου. Εντυπωσιάστηκα πραγματικά όταν κορεσμένος με αφηγηματικές δομές πλατφόρμων, συνάντησα την ελευθερία της ασιατικής ψηφιακής αφήγησης στις αρχές της δεκαετίας του 2000.

Πόσο εύκολο είναι κάνεις μια ταινία στην Ιταλία σήμερα; Ποια είναι η γνώμη σου για το ιταλικό σινεμά; Νομίζεις πως είναι σημαντικό για τις ιταλικές ταινίες να ταξιδεύουν στον κόσμο;

Δεν νομίζω ότι είναι τόσο δύσκολο να κάνεις ταινίες στην Ιταλία σήμερα, νομίζω ότι είναι μάλλον δύσκολο να βρεις τον κατάλληλο χώρο για να μπορέσεις να τις δείξεις. Νομίζω ότι ο ιταλικός κινηματογράφος, καταπιεσμένος από τη θέση του στην ιστορία του σινεμά, τα τελευταία χρόνια έχει κάπως εγκαταλείψει οτιδήποτε προέρχεται από τον υπόλοιπο κόσμο χωρίς να αμφισβητεί τον εαυτό του. Ενώ ορισμένες χώρες όπως η Νότια Κορέα τα τελευταία χρόνια γράφει τη δική της κινηματογραφική ιστορία, η δυσκολία ενός νεαρού δημιουργού στην Ιταλία είναι ακριβώς να μπορεί να αφορά παγκόσμια χωρίς το βάρος της ιστορίας του παρελθόντος. Ως έφηβος και νεαρός Ιταλός σκηνοθέτης συνειδητοποίησα ότι είχα επηρεαστεί από το παγκόσμιο σινεμά, έτσι ως ενήλικας προσπάθησα να επιστρέψω ολόκληρο τον έξω κόσμο στο ιταλικό πλαίσιο στο οποίο μεγάλωσα. Αυτό το βλέπω, έστω και ασυνείδητα, από όλους τους νέους Ιταλούς δημιουργούς. Είναι ζωτικής σημασίας να επιστρέψουμε αυτή την επανεπεξεργασία των παγκόσμιων επιρροών στον κόσμο τώρα. Είναι σαν παιχνίδι πινγκ-πονγκ. Σήμερα εμπνέομαι από Αμερικανούς και Ιάπωνες κινηματογραφιστές της ηλικίας των γονιών μου που με τη σειρά τους επηρεάστηκαν από τον ιταλικό κινηματογράφο της εποχής των παππούδων μας. Είναι ένα πραγματικό παιχνίδι πινγκ-πονγκ στο οποίο περνάμε τη μπάλα ο ένας στον άλλο για 100 χρόνια σε όλο τον κόσμο, είναι ένας διάλογος με όλο τον κόσμο που διαρκεί για πάντα.

Υπάρχει κάποιο μέρος στο οποίο οι ηρωές σου νιώθουν ασφαλείς, ευτυχισμένοι και πλήρεις;

Είναι ασφαλείς μόνο στα 111 λεπτά που διαρκεί η ταινία. Μόνο στα 159,840 καρέ μέσα στα οποία ζουν και αναπνέουν.

Το «Μια Ατέλειωτη Κυριακή» του Αλέν Περονί προβάλλεται το Σάββατο 21 Οκτωβρίου στις 21.30.

marco amenta

Στο τέλος κάθε ταινίας υπάρχει ένα μήνυμα, όπως στο τέλος κάθε ταξιδιού. Είναι ωραίο να έχεις ανάψει μια σπίθα στους θεατές και φεύγοντας να έχεις λίγο αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν τον κόσμο.»

ΜΑΡΚΟ ΑΜΕΝΤΑ | ΑΝΝΑ

Ο Μάρκο Αμέντα γεννήθηκε στο Παλέρμο και δούλεψε ως φωτορεπόρτερ για τη Μαφία ως πολεμικός ανταποκριτής στη Βοσνία, προϋπηρεσία που τον έκανε να ασχοληθεί με το ντοκιμαντέρ και αργότερα με τη μυθοπλασία, μέσα από το δικό του ιδιαίτερο στιλ. Το 2009 γύρισε την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας, «La siciliana ribelle», η οποία έλαβε δύο υποψηφιότητες για David di Donatello (η μία για καλύτερο σκηνοθετικό ντεμπούτο) και το 2021 το «Tra le onde» με την οποία συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ της Ρώμης. Με την «Anna» βραβεύθηκε στο παράλληλο τμήμα του Φεστιβάλ Βενετίας Giornate degli Autori, βάζοντας το χέρι του βαθιά μέσα στο σύγχρονο αγώνα κατά του νέου, βίαιου, πατριαρχικού κόσμου.

Ποια ήταν η έμπνευση για την ταινία; Βασίζεται σε αληθινά γεγονότα;

Η έμπνευση για την ταινία ήταν μια αληθινή ιστορία που συνέβη στη Σαρδηνία μερικά χρόνια πριν, όπου ένας ηλικιωμένος αγρότης αγωνίστηκε για να προστατεύσει τη γη του από μια μεγάλη πολυεθνική κατασκευαστική εταιρία που ήθελε να χτίσει ένα ξενοδοχείο στο νησί. Ηθελα να μεταφράσω την ιστορία στον ψυχισμό μιας γυναίκας, εμπνευσμένος από ένα ντοκιμαντέρ που έκανα για μια γυναίκα έξω από τη Ρώμη που είχε μια φάρμα που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της και τις προσπάθειές της να διατηρήσει την παράδοση όπως ακριβώς την παρέλαβε. Η Αννα είναι μια μείξη αυτών των δύο χαρακτήρων. Και πιστεύω ότι με γυναίκα ηρωίδα η ιστορία γίνεται πιο οικουμενική. Δεν είναι μόνο ένας αγώνας για να κρατήσεις τη γη σου, αλλά ένας αγώνας να επιβιώσεις σε μια πατριαρχική κοινωνία.

Πώς θα περιγράφατε την Αννα, την ηρωίδα της ταινίας;

Θα την περιέγραφα ως μια πραγματική, μοντέρνα ηρωίδα. Ενα άγριο κορίτσι, με άγρια ομορφιά. Η Αννα δεν γνωρίζει ούτε ότι είναι ηρωίδα, ούτε ότι είναι όμορφη. Δεν γνωρίζει τη δύναμη που κρύβει μέσα της. Δεν είναι τέλεια. Στην αρχή της ταινίας είναι αυτοκαταστροφική, κάνοντας άκριτα σεξ με αγνώστους. Αλλά είναι τρυφερή με τα ζώα και τη φύση. Είναι και η ίδια ένα κυνηγημένο ζώο που προστατεύει τη φωλιά της.

Ποιες ήταν οι κινηματογραφικές επιρροές σας κατά τη διάρκεια της ετοιμασίας και ολοκλήρωσης της ταινίας;

Ασυνείδητα νομίζω ότι οι επιρροές μου είναι όλες οι ταινίες και όλοι οι καλλιτέχνες που αγαπάω μέσα στα χρόνια. Αν πω ότι αγαπώ τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ, τον Ντέιβιντ Λιντς, τον Φεντερίκο Φελίνι, τον Μικελάντζελο Αντονιόνι ή τον Μάριν Σκορσέζε, ίσως δεν υπάρχει κάτι στην ταινία που παραπέμπει ακριβώς σε αυτούς και το σινεμά τους. Βρίσκονται όμως όλοι μέσα στην ταινία. Στον ήχο της, στις εικόνες της, στον τρόπο που κινείται η κάμερα. Κάθε σκηνοθέτης έχει το δικό του τρόπο να γράφει και να σκηνοθετεί, έχοντας τραφεί από τόσες πολλές επιρροές που τελικά μπορεί και να μην μπορείς να τις ξεχωρίσεις.

anna

Η Αννα είναι ταυτόχρονα θύμα της κοινωνίας, αλλά και μια πολεμίστρια που προσπαθεί να επιβιώσει μέσα σε ένα σύστημα που συνεχίζει να την συνθλίβει. Πόσο δύσκολο ήταν να απεικονίσετε μια γυναίκα εύθραυστη και δυναμική την ίδια στιγμή;

Οι αντιφάσεις της Αννα βρίσκονται στο κέντρο της ταινίας. Δεν ήθελα να κάνω μια ταινία για έναν μονοκόμματο χαρακτήρα. Ηθελα μια ηρωίδα με ελαττώματα. Το μοντέρνο σινεμά πρέπει να κάνει ήρωες τους αντιήρωες της ζωής. Ακόμη και οι υπεήρωες στο σύγχρονο σινεμά έχουν ελαττώματα, μοιάζουν με κάποιον που μπορείς να συναντήσεις στη διπλανή σου πόρτα. Είδα πολλές κοπέλες που να διαθέτει αισθαντικότητα, δυναμική, πάθος, αλαζονία, βία, να μπορεί να είναι ταυτόχρονα αντιπαθητική και μια γυναίκα που θαυμάζεις. Οταν γνώρισα την Ρόζε Αστε ήξερα ότι είχα βρει την Αννα.

Τι ήταν ξεχωριστό σε σχέση με τα γυρίσματα στη Σαρδηνία; Αντικατοπτρίζει ο τόπος αυτός την Ιταλία σήμερα;

Η Σαρδήνια είναι το μέρος που συνέβη η αληθινή ιστορία που ενέπνευση την ταινία. Και είναι αλήθεια, ότι οι άνθρωποι στη Σαρδηνία έχουν ισχυρές αξίες, είναι πεισματάρηδες, αρνούνται τη βίαια εισβολή του κεφαλαίου που απειλεί τις παραδόσεις τους. Δεν εναντιώνονται στην πρόοδο. Αλλά θέλουν να διατηρήσουν τις αξίες του. Και αυτό δεν μπορεί παρά να είναι μόνο καλό σε έναν κόσμο που αλλάζει συνεχώς. Η ταινία είναι ένας καθρέφτης μιας νέας γενιά που θέλει να σβήσει το παρελθόν προκειμένου να υπηρετήσει την αλλαγή. Η Αννα είναι νέα αλλά επιλέγει να βρίσκεται ανάμεσα στις δύο πλευρές.

Η ταινία απεικονίζει τον αγώνα των φτωχών ανθρώπων, αγροτών και ψαράδων, κόντρα στις μεγάλες επιχειρήσεις που θέλουν να αλλάξουν βίαια τα πάντα; Είναι σαφές το πού στέκεστε αλλά τι μάθατε περισσότερο για αυτήν την «μάχη» κατά τη δημιουργία της ταινίας;

Είναι η γνωστή ιστορία του Δαβίδ και του Γολιάθ. Μια οικουμενική ιστορία. Ακούμε συχνά ιστορίες φτωχών, αδύναμων ανθρώπων που εναντιώνονται στους ισχυρούς αυτού του κόσμου. Είναι πάντα μια σκληρή μάχη. Από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα. Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Πολλές φορές οι ισχυροί κερδίζουν. Αλλά υπάρχουν και εκείνες οι περιπτώσεις που ο αδύναμος επικρατεί. Κάνοντας την ταινία και παρακολουθώντας την με το κοινό, υπάρχει κόσμος που θέλει να παλέψει, αλλά δεν διαθέτει το κουράγιο. Μια τέτοια ταινία ίσως λειτουργεί ως ένα παράδειγμα για όσους ανθρώπους θέλουν να υψώσουν ανάστημα και χρειάζονται κάποιον να πιστέψει σε αυτούς.

Είναι το μήνυμα της ταινίας ότι πρέπει να συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε για αυτά που πιστεύουμε;

Δεν κάνω ταινίες για να στέλνω μηνύματα. Μια ταινία πρέπει να είναι ένα μαγικό ταξίδι για τους θεατές. Την ώρα που κλείνουν τα φώτα, ο θεατής πρέπει να ξεχάσει που βρίσκεται: στην Αθήνα, στην Ρώμη ή αλλού και να μεταφερθεί στον κόσμο της ταινίας. Σε μια άλλη διάσταση, σε μια άλλη εποχή. Στο τέλος κάθε ταινίας υπάρχει ένα μήνυμα, όπως στο τέλος κάθε ταξιδιού. Είναι ωραίο να έχεις ανάψει μια σπίθα στους θεατές και φεύγοντας να έχεις λίγο αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν τον κόσμο.

Πώς θα περιγράφατε το ιταλικό σινεμά σήμερα; Πόσο σημαντικό είναι που η ταινία σας θα παιχτεί στην Ελλάδα, στο πλαίσιο του Made in Italy;

Είμαι ευγνώμων που η ταινία μου ταξιδεύει και που θα προβληθεί στην Ελλάδα, μια επιλογή της ίδιας της Ιταλικής Κυβέρνησης. Αυτό σημαίνει πως η ταινία μου λέει κάτι για τον κόσμο και εκτός της χώρας μου. Επίσης είμαι από τη Σικελία και νιώθω πολύ συγγενικά με τους Ελληνες. Στο δράμα, την κωμωδία, το ελεύθερο πνεύμα...

Η «Αννα» του Μάρκο Αμέντα προβάλλεται το Σάββατο 21 Οκτωβρίου στις 18.45.

Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες για το πρόγραμμα του Made in Italy στην επίσημη σελίδα της Ταινιοθήκης, στην επίσημη σελίδα της στο Facebook και στο λογαριασμό της στο Instagram.

cinema made in italy