Συνέντευξη

Λούκας Ντοντ: «Κάνω ταινίες για όσα παιδιά αισθάνονται μόνα εκεί έξω...»

of 10

Μετά το «Κορίτσι», ο Βέλγος σκηνοθέτης επιστρέφει με ακόμα μία τρυφερή και βίαιη ιστορία αναζήτηση ταυτότητας. Το Flix τον συνάντησε από «Κοντά» και μίλησαν για όσα εύθραυστα κουβαλάμε μέσα μας από παιδιά, αλλά τα συνθλίβει η βιαιότητα της ενηλικίωσης.

Λούκας Ντοντ: «Κάνω ταινίες για όσα παιδιά αισθάνονται μόνα εκεί έξω...»

Μάς συστήθηκε το 2018 με το πολυβραβευμένο (Χρυσή Κάμερα, Βραβείο Ερμηνείας, FIPRESCI στις Κάννες) «Κορίτσι», την ιστορία της Λαρά, ενός 15χρονου κοριτσιού που, παρότι έχει γεννηθεί σε αγορίστικο σώμα, θέλει όχι απλώς να διορθώσει αυτό το λάθος, αλλά και να γίνει μπαλαρίνα.

Φέτος, επέστρεψε με το «Close» που αφηγείται μία ιστορία για την ομορφιά της εγγύτητας δύο φίλων, η οποία παίρνει άλλη διάσταση μέσα από τα μάτια των bullies του σχολείου τους. Και πάλι, ο Λούκας Ντοντ έφυγε από τις Κάννες με βραβεία: το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής, ενώ το «Close» πλέον φιγουράρει πανάξια και στην πεντάδα των οσκαρικών υποψηφιοτήτων για Οσκαρ Διεθνούς Ταινίας.

Το Flix τον συνάντησε στο Ρέικιαβικ της Ισλανδίας τον περασμένο Δεκέμβριο, στα Ευρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου, σε μία ζεστή συζήτηση για το πόσο το σινεμά μπορεί να σταθεί «Κοντά» σε κάθε παιδί που μεγαλώνει νιώθοντας διαφορετικό.

Διαβάστε την κριτική του Flix: για το «Close» του Λούκας Ντοντ

lukas dhont

Γιατί θελήσατε να αφηγηθείτε τη στενή φιλία μεταξύ δύο 13χρονων αγοριών;

Η οικειότητα μεταξύ αγοριών σεξουαλικοποιείται γρήγορα στην κοινωνία μας. Δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου χώρος εκτός από αυτό, επειδή δεν θεωρείται «ανδροπρεπές» να δείξεις συναισθήματα ή να ανταλλάξεις στοργή. Αλλά αν ακούσετε 13χρονους να μιλούν για τους φίλους τους, είναι πολύ τρυφεροί. Στην πορεία της εφηβείας, αυτή η γλώσσα και αυτή η εγγύτητα χάνονται. Ημουν ένα από αυτά τα αγόρια, φοβόμουν την οικειότητα μετά από μια ορισμένη ηλικία και προσπαθούσα να ανταποκριθώ στις υποτιθέμενες προσδοκίες. Επίσης ήθελα να μιλήσω για τη φιλία. Πολλές φορές έχουμε δει στο σινεμά για το πόσο πληγώνονται οι εραστές όταν χωρίζουν, όμως σπάνια μιλάμε για το ότι μπορεί να ραγίσει η καρδιά σου μετά το τέλος μίας φιλίας.

Από που πιστεύεται ότι πηγάζει αυτός ο φόβος της οικειότητας;

Στην ετεροκανονική μας αντίληψη, υπάρχουν πάρα πολλά κουτάκια στα οποία βάζουμε ο ένας τον άλλον. Οι νέοι άνδρες υποτίθεται ότι πρέπει να είναι δυνατοί, ανεξάρτητοι και όχι θηλυπρεπείς. Το βιβλίο «Βαθιά Μυστικά» της αμερικανίδας ψυχολόγου Νιόβης Γουέι μού άνοιξε τα μάτια. Στη μελέτη της ακολουθεί στην ανάπτυξή τους 150 αγόρια. Οταν είναι στην ηλικία των 13 ετών, η Γουέι τους ρωτάει για τους φίλους τους και της απαντούν με πολλή αγάπη ότι οι φίλοι τους είναι τα πιο σημαντικά άτομα στη ζωή τους εκείνη την εποχή. Μοιράζονται συναισθήματα και μυστικά και είναι πολύ ανοιχτά με τον ψυχισμός τους. Λίγα χρόνια αργότερα, τους ξανακάνει τις ίδιες ερωτήσεις. Τα αγόρια είναι πλέον 17-18 ετών και χρησιμοποιούν ένα διαφορετικό, πιο σκληρό λεξιλόγιο. Την τρυφερότητα που εξέφραζαν πριν, τη συνδέουν τώρα με τη «θηλυκότητα» ή την «αδυναμία» και αντιστέκονται. Απομακρύνονται από τους φίλους τους και τελικά από τον εαυτό τους. Οταν το διάβασα αυτό, με άγγιξε πολύ, γιατί αναγνώρισα πολλά από τον εαυτό μου.

Αν ακούσετε 13χρονους να μιλούν για τους φίλους τους, είναι πολύ τρυφεροί. Στην πορεία της εφηβείας, αυτή η γλώσσα και αυτή η εγγύτητα χάνονται. Δεν θεωρείται «ανδροπρεπές» να δείχνεις συναισθήματα...»

lukas dhont

Με ποιον τρόπο;

Μεγάλωσα ως queer αγόρι στο φλαμανδικό τμήμα του Βελγίου, στην ύπαιθρο, και είχα παρόμοιες εμπειρίες στα νιάτα μου. Θεωρούσα κι εγώ ότι μετά από μια ορισμένη ηλικία η σωματική εγγύτητα και η οικειότητα μεταξύ αγοριών είναι κάτι το βρώμικο. Αποσύρθηκα από τους φίλους μου, επειδή φοβόμουν ότι θα εκτεθώ. Ενιωθα πολύ μόνος εκείνη την εποχή. Στη συνέχεια, όταν διάβασα το βιβλίο της Γουέι, συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν μόνο εγώ. Αυτό που αισθανόμουν αφορούσε την έννοια του ανδρισμού και το πώς τα αγόρια και οι νεαροί άντρες είναι μαθημένοι να συμπεριφέρονται στην κοινωνία. Να είναι μοναχικοί λύκοι και να προστατεύουν τον εαυτό τους, χτίζοντας μία πανοπλία γύρω τους. Για αυτό «Close» είναι κάτι πολύ προσωπικό για μένα, αλλά ταυτόχρονα και παγκόσμιο.

Αρχικά ήθελα να μιλήσω για δύο αγόρια στη μετάβαση από την παιδική ηλικία στην εφηβεία, για την ακόμα πολύ αθώα σωματική τους εγγύτητα που υπάρχει σφραγισμένη από τον έξω κόσμο. Και στιγμή, είτε στην παιδική χαρά, είτε στο σχολείο, εκτίθενται στο βλέμμα των άλλων. Είναι ένας μικρόκοσμος με ομάδες και ιεραρχίες, ξαφνικά υπάρχουν ταμπέλες και ταμπέλες, και η απροσδιόριστη φιλία τους ταξινομείται από ξένους, γιατί δεν μπορούν να την καταλάβουν αλλιώς. Κάτι σπάει μέσα τους και ήθελα να μιλήσω γι' αυτό. Στην αρχή υπήρχαν δύο λέξεις για μένα: ευθραυστότητα και βιαιότητα. Με ενδιέφερε πώς η κτηνωδία εισβάλλει σε αυτόν τον εύθραυστο κόσμο των παιδιών και τον διαφθείρει. Είναι σημαντικό για μένα να μην αγνοήσουμε αυτή την πτυχή της βίας. Οχι μόνο στην κοινωνία, αλλά κυρίως τη βία που ασκούμε στον εαυτό μας.

Η κάμερα δεν «ανοίγει», κι από εκείνη τη στιγμή πρέπει κάποιος να αλλάξει συμπεριφορά. Η κάμερα απλώς «υπάρχει» στις ταινίες μου...»

lukas dhont

Στις ταινίες σας δείχνετε τους γονείς με έναν πολύ φωτεινό τρόπο. Συνήθως στις ταινίες που εξετάζουν την διαφορετικότητα, οι γονείς είναι οι πρώτοι που απογοητεύουν και πληγώνουν τα queer παιδιά. Εσείς αποτυπώνετε πάντα ένα πολύ φροντιστικό και υποστηρικτικό πρότυπο γονιού. Κι ιδιαίτερα γονιών από την εργατική τάξη (στο «Κορίτσι» ο πατέρας είναι ταξιτζής, εδώ οι γονείς είναι αγρότες), που τα κλισέ τούς θέλουν ακόμα πιο στενόμυαλους. Είναι συνειδητή η απόφασή σας να τους δείχνετε αλλιώς;

Εχω έναν κανόνα όταν γράφω σενάρια: να είμαι πάντα γενναιόδωρος, όχι μόνο με τους πρωταγωνιστές μου, αλλά και με το περιβάλλον τους. Να δείχνω έναν κόσμο κατανόησης κι αποδοχής. Γιατί το έχουμε ανάγκη. Ναι, ακριβώς επειδή πιστεύω ότι έχουμε αδικήσει τους γονιούς της εργατικής τάξης. Και οι γονείς μας ήταν παιδιά κάποιων γονιών. Είδα τους γονείς μου - προσπάθησαν, προσπάθησαν και προσπαθούν σκληρά. Μπορεί να μην είχαν τα εργαλεία να αντιμετωπίσουν έναν γκέι γιο, να μην είχαν τις λέξεις, αλλά τις βρήκαν σιγά σιγά, μέσα από την αγάπη, μέσα από την προσπάθεια.

Καταφέρνετε πάντα έναν απίστευτο νατουραλισμό από τους ηθοποιούς σας. Ειδικά τώρα που πρόκειται για μικρά παιδιά, πώς το καταφέρατε αυτό;

Φροντίζω να κάνουμε παρέα με τους ηθοποιούς μου, μήνες πριν το γύρισμα. Και φροντίζω να έχω την κάμερα εκεί, μαζί μας, ανοιχτή, από την πρώτη στιγμή. Η κάμερα μάς συνοδεύει στις βόλτες, στις συζητήσεις μας. Οπότε μετά από λίγο καιρό, την ξεχνάμε. Και οι ηθοποιοί μου καταλαβαίνουν ότι η κάμερα δεν «ανοίγει», οπότε κι από εκείνη τη στιγμή πρέπει κάποιος να αλλάξει συμπεριφορά. Η κάμερα απλώς «υπάρχει». Στη συγκεκριμένη ταινία, περάσαμε έξι μήνες μεταξύ κάστινγκ και γυρισμάτων. Μιλήσαμε πολύ για τη φιλία, την εγγύτητα και την υπευθυνότητα. Είναι και οι δύο πολύ έξυπνοι και ακόμα πολύ συνδεδεμένοι με τα συναισθήματά τους σε αυτή την ηλικία, εκφράζονται πολύ άμεσα και αυθεντικά. Τους έδωσα το σενάριο και μπόρεσαν αμέσως να ταυτιστούν με την ιστορία, επειδή είναι πολύ κοντά στις δικές τους εμπειρίες. Τους ενθάρρυνα να εκφράζουν ελεύθερα τα συναισθήματά τους, να τα εκτιμούν και να μην τα κρίνουν. Εγώ απλώς έδωσα το πλαίσιο, αλλά ήταν πολύ ελεύθεροι να κινηθούν μέσα σε αυτό. Δεν μένω στο κείμενο, στις σελίδες, στην αποστήθιση των διαλόγων. Θέλω να ζουν τη στιγμή και να με εκπλήσσουν. Η έκπληξη είναι ένα σημαντικό στοιχείο για μένα, όταν κάνω γυρίσματα.

Ω Θεέ μου! Ευτυχώς δεν έχω να κάνω δεύτερη ταινία, ποτέ ξανά! Οταν όλοι περιμένουν από εσένα κάτι αντίστοιχα καλό με το «πολυβραβευμένο σου ντεμπούτο» είναι ένας εφιάλτης...»

λούκας ντοντ

Εχετε κάποια αγαπημένη σκηνή στην ταινία;

Ναι, τη σκηνή που είναι οι δυο τους στο κρεβάτι. Γιατί δεν βλέπουμε συχνά αυτή την αθώα, υπέροχη, αβίαστη αγάπη ανάμεσα σε δυο φίλους που βρίσκονται ξαπλωμένοι σ' ένα κρεβάτι. Συνήθως τα κρεβάτια είναι για τους εραστές. Νομίζω ότι βγήκε πολύ αληθινή και οικεία και τρυφερή. Είμαι επίσης πολύ περήφανος για τη σκηνή στο σχολικό, όταν ο πρωταγωνιστής μαθαίνει τα νέα για τον φίλο του. Ο τρόπος που κινείται η κάμερα και «συλλαμβάνει» τα συναισθήματα όλων είναι κάτι που λειτούργησε γιατί υπήρξε συνεργασία όλης της ομάδας μου σε μια χορογραφία ταλέντου και ικανότητας.

Πόσο δύσκολη ήταν η δεύτερη ταινία;

Ω Θεέ μου! Ευτυχώς δεν έχω να κάνω δεύτερη ταινία, ποτέ ξανά (γελάει)! Ναι, όταν όλοι περιμένουν από εσένα κάτι αντίστοιχα καλό με το «πολυβραβευμένο σου ντεμπούτο» είναι ένας εφιάλτης. Περνάς δύσκολα, κοιτάς τη λευκή σελίδα μπροστά σου, αμφιβάλεις για τον εαυτό σου, δεν σου αρέσει καμία ιδέα σου. Με ενόχλησε πάρα πολύ ότι σκεφτόμουν συνεχώς «πώς θα την εκλάβουν οι άλλοι» και δεν μπορούσα να αφοσιωθώ στο τι υπήρχε μέσα μου. Μου πήρε πολύ χρόνο, πολλές ξάγρυπνες νύχτες, πολλές βόλτες με την μητέρα μου. Ποτέ να μην χρειαστεί να ξανακάνω δεύτερη ταινία. Βέβαια, μπορεί να λέω τα ίδια και για την τρίτη ταινία (γελάει).

λούκας ντοντ

Παρόλα τα βραβεία και την αναγνώριση, νιώθετε ακόμα ανασφάλεια;

Ω βέβαια. Λίγα λεπτά πριν ανέβω στη σκηνή να παρουσιάσω μια ταινία μου και να κάνω q&a με το κοινό, ιδρώνω ολόκληρος. Βέβαια μετά από λίγα λεπτά, κοιτώντας το γεμάτο θέατρο, βλέποντας πόσο συνδέθηκε ο κόσμος με μία ιστορία που ξεκίνησε από τη δική μου ανάγκη να πω, αισθάνομαι την αγάπη και χαλαρώνω. Και είμαι ευγνώμων και νιώθω μεγάλη τύχη που κάνω αυτή τη δουλειά.

Πάντως, όπως και στο σκηνοθετικό σας ντεμπούτο «Girl», το «Close» αναφέρεται σε μια queer αναζήτηση ταυτότητας. Πόσο σημαντικό είναι για εσάς να αγηγείστε queer ιστορίες με σινεμά σας;

Πολύ σημαντικό. Γιατί έχει να κάνει με τη δική μου εμπειρία. Οταν ήμουν 15 χρονών στο γυμνάσιο, ήμουν ακόμα αόρατος, έπαιζα έναν «ρόλο» μπροστά στους άλλους. Είχα μάθει να παρατηρώ τα άλλα αγόρια και να μιμούμαι τη συμπεριφορά τους για να μην ξεχωρίζω, για να ανήκω κι εγώ. Και μια μέρα όμως πήγα σινεμά και είδα στην οθόνη δύο καουμπόηδες που ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλον. Αυτό ήταν το «Brokeback Mountain» και για όλη τη διάρκεια της ταινίας, ένιωσα ότι μπορούσα να είμαι μέρος σε κάτι που δεν ήταν πλέον δυνατό όταν άναψαν τα φώτα. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα γιατί ήθελα να κάνω ταινίες. Να αφηγούμαι για την αναζήτηση της ταυτότητας, με την ελπίδα ότι κάποιος κάπου θα καθίσει σε έναν κινηματογράφο και θα αναγνωρίσει τον εαυτό του και θα νιώσει ότι τον βλέπουν και τον καταλαβαίνουν όπως εγώ τότε, όταν πάλευα με τις προσδοκίες και τα πρότυπα. Θέλω να κάνω ταινίες για όλα τα παιδιά που αισθάνονται μόνα, εκεί έξω...

Το «Close» προβάλλεται από την Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου στις ελληνικές αίθουσες από την Ama Films