Επιστρέφοντας στις μικρού μήκους ταινίες της Φρίντα Λιάππα, στην αρχή ενός έργου που όχι μόνο αποκαλύπτει πολλά για τη συνέχεια μιας δημιουργού με ισχυρό αποτύπωμα στο ελληνικό σινεμά και την ελληνική σκέψη, αλλά επαναδιαπραγματεύεται έννοιες που σήμερα μοιάζουν, ειρωνικά, ακόμη πιο επίκαιρες και από την ταραγμένη περίοδο όπου γυρίστηκαν, το βλέμμα μας στέκεται στις θεματικές, τις αναζητήσεις, τις αισθητικές ακροβασίες, το σύνολο των εργαλείων που η ίδια χρησιμοποίησε για να αφουγκραστεί και να εξηγήσει την εποχή της.
Γυρισμένες σαν αποτυπώματα της δεκαετίας του 1970 (το «40 Μέρες Μετά» το 1972, το «Μια Ζωή σε Θυμάμαι να Φεύγεις» το 1977 και το «Απεταξάμην» το 1980) και οι τρεις ταινίες εμφανίζονται στο 2024 αποκατεστημένες, έτοιμες να ανοίξουν έναν νέο κύκλο θεατών που θα ανακαλύψουν την ανήσυχη, ολοζώντανη, σινεφίλ, φεμινίστρια, αριστερή με τους δικούς της όρους, γενναία κινηματογραφίστρια Φρίντα Λιάππα.
Με αφορμή την προβολή τους, τη Δευτέρα 18 Νοεμβρίου στις 20.00 στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, ο Κυριάκος Αγγελάκος, σύντροφος της Φρίντας Λιάππα, συνεργάτης της και σκηνοθέτης και ο ίδιος, μιλάει στο Flix για αυτήν την επιστροφή, τη σημασία της για το σήμερα και το θέμα της αποκατάστασης της οπτικοακουστικής μας κληρονομίας.
«40 Μέρες Μετά»
Το «40 Μέρες Μετά» έχει για ήρωα έναν άντρα. Πώς αυτή η πρώτη ταινία της Φρίντας Λιάππα, γυρισμένη μέσα στη δικτατορία, μας προετοιμάζει για τη συνέχεια;
Η πρώτη μικρού μήκους ταινία της Φρίντας Λιάππα γυρίστηκε το 1970 και περιγράφει την άδεια ενός φαντάρου μετά από 40 μέρες που διαρκούσε η βασική εκπαίδευση στα κέντρα νεοσυλλέκτων. Το κινηματογραφικό ενδιαφέρον είναι στην κρυμμένη κάμερα. Στη σκηνοθεσία του «παράνομου». Δυο χρόνια μετά την αποφυλάκισή της για αντιστασιακή δράση η Φρίντα κινηματογραφεί με προφυλάξεις στρατόπεδα, μικτά κλιμάκια ΕΣΑτζηδων και Αστυνομικών σε νυχτερινές περιπολίες στην Ομόνοια, ενώ ο οπερατέρ της Νίκος Σμαραδγής κρύβεται με την camera πίσω από κολώνες και σκοτεινές γωνιές. Στα πρώτα πλάνα βλέπουμε δυο φαντάρους να περπατούν κατά μήκος τεράστιων διαφημιστικών πινακίδων οι οποίες δείχνουν γυναικεία πόδια που φορούν καλσόν. Πίσω από τις πινακίδες βρίσκονταν οι κατεδαφισμένες Φυλακές Αβέρωφ. Δυο χρόνια νωρίτερα η Φρίντα κοίταζε τον κόσμο πίσω από τα κάγκελα του κελιού της. Ο μοναδικός γυναικείος ρόλος είναι αυτός της πόρνης στο μπορντέλο της οδού Φυλής που επισκέπτεται ο φαντάρος. Η ταινία δεν συνδέεται με το υπόλοιπο φιλμικό σώμα των ταινιών της Φρίντας και δεν προοιωνίζει τη μετέπειτα θεματική της. Eχει όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ντοκιμενταρίστικη καταγραφή των χώρων της Αθήνας μέσα στη Δικτατορία.
Μια Ζωή σε Θυμάμαι να Φεύγεις
Το ομότιτλο τραγούδι, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Ρέιμοντ Τσάντλερ, η Μήδεια, η μεταπολίτευση: ποια από όλα τα στοιχεία που μπορεί κανείς να διαβάσει στο «Μια Ζωή σε Θυμάμαι να Φεύγεις» του 1977, ήταν ο κόσμος της Φρίντας Λιάππα;
Ολα αυτά αποτελούν ψηφίδες στον πνευματικό και ψυχικό κόσμο της Φρίντας Λιάππα και αποτυπώνονται τόσο στις ταινίες της, όσο και στις ποιητικές της συλλογές. Ιδιαίτερα στον «Λυρικό Επίλογο της οδού Πατησίων» που γράφτηκε την ίδια περίπου περίοδο και κυκλοφόρησε το 1980.
Γράφει η Φρίντα στο ποίημα:
Το decalage
«Από το Τζώννυ Γκιτάρ βγήκα και από τους πειρατικούς σταθμούς.
Αλλα λουλούδια της σέρρας δεν γνώρισα πλην εκείνα που άνθισαν στην οδό Ακαδημίας. Σχέση άλλη δεν ξέρω πάρεξ εκείνης του Μπόγκαρτ και της Μπακώλ, του Τσιτσάνη και της Νίνου. Αυτά αγαπώ. Ακριβώς όπως εσύ αγαπάς το μαύρο γάτο σου τη μυστική βροχή το μελαγχολικό πορτραίτο της μητέρας σου και τη θάλασσα καθώς αλλάζει χρώματα».
Η Φρίντα αγαπάει τα ρεμπέτικα και ιδιαίτερα τα τραγούδια του Τσιτσάνη, τον οποίο γνωρίζει προσωπικά. Εχει σκηνοθετήσει δύο επεισόδια για το Παρασκήνιο, ένα για τη Ρεμπέτικη Κομπανία και ένα για την Ιωάννα Γεωργακοπούλου. Είναι φίλη με τον ρεμπέτη Κούλη Σκαρπέλη, ο οποίος παίζει στο «Μια ζωή σε θυμάμαι να φεύγεις».
Ανακαλύπτει το αστυνομικό μυθιστόρημα και τα film noir στο Λονδίνο, όπου καταφεύγει μετά τη φυλάκισή της από τη Δικτατορία. Ως φοιτήτρια της Φιλοσοφικής Αθηνών έρχεται σε επαφή με τις αρχαίες τραγωδίες. Το 1985 γράφει με τη φίλη της συγγραφέα Ρέα Γαλανάκη ένα σενάριο βασισμένο στις Βάκχες, το οποίο χρηματοδοτήθηκε από το ΕΚΚ αλλά δεν γυρίστηκε ποτέ.
Τέλος η Μεταπολίτευση είναι η περίοδος όπου εκατοντάδες ρεύματα, ιδέες, ιδεολογίες, κουλτούρες και τρόποι ζωής συνυπάρχουν, αναμειγνύονται ή συγκρούονται στην εποχή της ασυνεννοησίας.
Παράλληλα υπάρχει η προσωπική ιστορία της Φρίντας. Η ένταξή της στους Λαμπράκηδες το 1965, όπου έφτασε να γίνει γραμματέας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ. Η σύλληψή της το 1968 από την Ασφάλεια, η παραμονή της στην Μπουμπουλίνας, η δίκη με το κλιμάκιο στελεχών του Ρήγα Φέραιου, οι φυλακές Αβέρωφ στην Αλεξάνδρας, η διαγραφή της από το Πανεπιστήμιο, η απαγόρευση εξόδου από τη χώρα.
Τι θέση είχε και ποια θέση έχει σήμερα το «Μια Ζωή σε Θυμάμαι να Φεύγεις», μέσα στο έργο και την κοσμοθεωρία της Φρίντας Λιάππα;
Η δεύτερη ταινία της Φρίντας «Μια ζωή σε θυμάμαι να φεύγεις», μια ταινία με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, είναι αυτή με την οποία η σκηνοθέτης μπαίνει στον κινηματογραφικό χώρο και συστήνεται στο κινηματογραφόφιλο κοινό της εποχής. Η είσοδος αυτή είναι διθυραμβική, όπως μαρτυρούν οι κριτικές της εποχής.
Παράλληλα η ίδια έλεγε πως με την ταινία αυτή ξεκαθαρίζει τις σχέσεις της με την κομματική Αριστερά. Υιοθετούσε τη φράση του Αλμπέρ Καμύ «ανήκω στην Αριστερά παρά τη θέλησή της και τη δική μου». Την απασχολούν ζητήματα της πρόσφατης Ιστορίας της Ελλάδας, από την τραγική εποχή του Εμφυλίου, ζητήματα που η Μεταπολίτευση αναθέρμανε. Η Φρίντα μέσα σ’ αυτά έψαξε τις ανθρώπινες πλευρές, τις προσωπικές αφηγήσεις, τον τρόπο που οι άνθρωποι βίωσαν τη σκληρότητα της Ιστορίας.
Αν εξαιρέσουμε την πρώτη ταινία της Φρίντας «Μετά 40 Μέρες» με πρωταγωνιστές δύο φαντάρους, σε όλες οι άλλες ταινίες της οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι είναι γυναικείοι. Η ιστορία από την πλευρά των γυναικών, Το βλέμμα της στρέφεται στον ψυχισμό των γυναικών, στο γυναικείο σώμα, στην αντίληψη για τον έρωτα, στη σχέση μητέρας- κόρης, στις σχέσεις των δύο φύλων, στα ασφυκτικά όρια της πατριαρχικής και ανδροκρατικής κοινωνίας. Η Φρίντα δουλεύει υπόγεια, χτίζει χαρακτήρες με σάρκα και οστά, μιλάει χαμηλόφωνα, δεν φωνάζει συνθήματα, δεν χρησιμοποιεί τσιτάτα.»
Πόσο επίκαιρη είναι μια ταινία σαν το «Μια Ζωή σε Θυμάμαι να Φεύγεις» σήμερα; Πόσο συνομιλεί με τη σημερινή γενιά και τους προβληματισμούς της μετά-μεταπολίτευσης;
Τα θέματα που θίγει η Φρίντα στην ταινία εξακολουθούν να απασχολούν τη σημερινή κοινωνία. Είτε είναι διαχρονικά, όπως οι σχέσεις των δύο φύλων, η αδυναμία να δεθούν ένας άνδρας και μια γυναίκα και να δοθούν ο ένας στον άλλο, είτε είναι συγκυριακά όπως η πολιτική ένταξη και η υπαρξιακή διάστασή της. Εχει ενδιαφέρον ότι μετά την αποκατάσταση και ψηφιοποίησή σε 4Κ, η ταινία κάνει μια δεύτερη καριέρα με ιδιαίτερη απήχηση στο νεανικό κοινό.
Μια πολιτική ταινία σαν αυτή θα μπορούσε να γυριστεί σήμερα;
Νομίζω πως θα μπορούσε. Δεν είναι μόνο οι ιστορικές συνθήκες αλλά και η κοσμοθεωρία του σκηνοθέτη. Η εποχή μας ξαναέγινε πολιτική, μετά από μια περίοδο εφησυχαστικής ευμάρειας και αδράνειας, αλλά πιστεύω πως ξαναμπαίνουμε στον κύκλο της απάθειας και της απομόνωσης. Είναι στη συνείδηση και στην κουλτούρα του κάθε σκηνοθέτη αν θέλει να μιλήσει για τέτοια θέματα. Ο Αλμοδοβάρ με τις «Παράλληλες μητέρες» είναι ένα καλό παράδειγμα για μια αφήγηση που συνδυάζει τις προσωπικές ιστορίες με την Ιστορία της Δικτατορίας του Φράνκο και τα αδιέξοδα της μνημονιακής εποχής που έζησαν η Ισπανία και η Ελλαδα. Από την άλλη, η αναξιοπιστία και η κρίση των πολιτικών κομμάτων, η απουσία ενός εφικτού οράματος για μια πιο δίκαιη κοινωνία αποθαρρύνει τους δημιουργούς να κάνουν πολιτικές ταινίες. Ποιος αντέχει να βλέπει στο πανί τη μιζέρια που τον ταλαιπωρεί καθημερινά; Φυσικά υπάρχουν εξαιρέσεις με θαυμασίες ταινίες, όπως ο Κεν Λόουτς, οι αδερφοί Νταρντέν, ο Στεφάν Μπριζέ και άλλοι.
Απεταξάμην
Το «Απεταξάμην» υπήρξε η γέφυρα για τη μεγάλου μήκους. Και μια ταινία ενηλικίωσης; Και ανήκει ηθελημένα ή αθέλητα στο είδος του τρόμου. Ποια ήταν η σχέση της Φρίντας Λιάππα με τα κινηματογραφικά είδη;
Το «Απεταξάμην» γυρίστηκε το 1980, ενώ περίμενε την έγκριση από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου για την 1η μεγάλου μήκους ταινίας της «Οι δρόμοι της αγάπης είναι νυχτερινοί». Η Φρίντα θεωρούσε ότι η ταινία ήταν μια άσκηση ύφους και η πρόβα για να εξοικειωθεί, η ίδια και ο δ/ντης Φωτογραφίας Νίκος Σμαραγδής, με την camera 35mm, τους φακούς, να δοκιμάσουν νυχτερινούς φωτισμούς, να δουλέψουν πάνω στο μαύρο και στο ημίφως. Επιλέγει να κάνει μια ταινία ψυχολογικού τρόμου, αναφορά στον αγαπημένο της μετρ ‘Αλφρεντ Χίτσκοκ. Η Φρίντα την εποχή εκείνη συμμετέχει στη συντακτική επιτροπή του Σύγχρονου Κινηματογράφου και γράφει κριτικές ταινιών και θεωρητικά κείμενα. Είχε σπουδάσει κινηματογράφο στο Λονδίνο και το BFI ήταν το 2ο σπίτι της. Γνωρίζει πολύ καλά τα κινηματογραφικά είδη, λατρεύει το αμερικάνικο cinema, το western, το film noir, τα μελόδραματα του Douglas Sirk, τον ανεξάρτητο νεοϋορκέζικο κινηματογράφο και το ευρωπαϊκό σινεμά του δημιουργού. Το Απεταξάμην είναι μια κατ’εξοχήν γυναικεία ματιά πάνω στο φόβο, την μοναξιά, την υστερία και την Ιστορία, την εφηβεία και το γυναικείο σώμα, όπως αυτό σπρώχνεται γυμνό από χέρια σε χέρια σε μια σκηνή τελετουργικού βιασμού. Η αποκατεστημένη ταινία φανερώνει τόσο το αισθητικό ύφος της ταινίας όσο και την αφηγηματική της δομή. την άρτια κινηματογραφική γραφή της και τη μοντέρνα, για την εποχή θεματική της.
Πόσο σημαντική είναι η αποκατάσταση των ταινιών αυτών σήμερα; Πως έγινε η διαδικασία της αποκατάστασης; Ποια ήταν τα προβλήματα που προέκυψαν;
Η αποκατάσταση μιας ταινίας είναι στην ουσία η αναγέννηση μιας ταινίας. Όταν είδα αποκαταστημένο και ψηφιοποιημένο το «Μια ζωή σε θυμάμαι να φεύγεις» αισθάνθηκα ότι έβλεπα την ταινία για πρώτη φορά. Ένα αίσθημα χαρμολύπης με πλημμύρισε γιατί η Φρίντα δεν θα μπορούσε να δει αυτό που έβλεπα εγώ. Μέχρι τώρα έχουμε αποκαταστήσει και ψηφιοποιήσει τις άλλες δύο μικρούς μήκους της Φρίντας, το «Μετά 40 μέρες» και το «Απεταξάμην». Στόχος μου είναι να ψηφιοποιηθούν και οι τρεις μεγάλου μήκους ταινίες της. Η αποκατάσταση του «Μια ζωή σε θυμάμαι να φεύγεις» έγινε με τη συνεργασία της Ταινιοθήκης της Ελλάδας και του Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, σε ένα εξαιρετικό εργαστήριο L’immagine Ritrovata, στη Μπολόνια υπό την επίβλεψη της Ηλέκτρας Βενάκη. O ήχος επεξεργάστηκε στην Ελλάδα από τον Κώστα Βαρυμποπιώτη και τον Χρήστο Γαρταγάνη. Η αποκατάσταση χρηματοδοτήθηκε από την Εταιρεία Κοινωνικού Έργου και Πολιτισμού. Χωρίς τη στήριξη της δεν θα μπορούσε να γίνει και τους ευχαριστώ θερμά. Τα πρωτογενή υλικά ήταν negative 16mm και τελική μίξη σε μαγνητικό tape. Γενικά όσο πιο καλά συντηρημένα είναι τα υλικά τόσο πιο εύκολη και ποιοτική είναι η αποκατάσταση. Στο «Μετά 40 μέρες» είχαμε μόνο positive 16mm σε κακή κατάσταση, με κολλήσεις, πολλές γρατζουνιές και φθορές, και μαγνητικό ήχο δίπλα στην εικόνα. Παρόλα αυτά το αποτέλεσμα είναι ικανοποιητικό. Πιστεύω ότι το ψηφιοποιημένο υλικό πρέπει να μαρτυρά την αναλογική καταγωγή του. Ας υπάρχουν και κάποιες γραμμές, δεν χάθηκε ο κόσμος. Είναι σαν τις ρυτίδες σ’ένα πρόσωπο ή σαν τις γρατζουνιές στα βινύλια. Το πέρασμα του χρόνου τους προσθέτει γοητεία.
Από τα γυρίσματα του «40 Μέρες Μετά»
Σε μια χώρα που μόνο πολύ πρόσφατα άρχισε να ασχολείται με τα αρχεία της, τι σας δίδαξε και εσάς, ως δημιουργός, αυτή η εμπειρία της αποκατάστασης; Πώς θα μπορούσαμε να διασώσουμε γρήγορα, άμεσα και με ασφάλεια το κινηματογραφικό παρελθόν της χώρας;
Η αποκατάσταση του οπτικοακουστικού αποθέματος της χώρας είναι μια τεράστια πρόκληση. Είτε πρόκειται για ταινίες μυθοπλασίας, είτε για ντοκιμαντέρ, είτε για τηλεόραση, είτε για cinema, θα πρέπει να καταρτήσουμε ένα μεγαλόπνοο σχέδιο διάσωσης, αποκατάστασης και ψηφιοποίησης. Είναι ο πνευματικός πλούτος της χώρας, η πολιτιστική κληρονομιά της, πρωτογενείς ιστορικές πηγές με ιδιαίτερη σημασία. Σημαντικό ρόλο εκτός από την αποκατάσταση των ταινιών έχει και η πρόσβαση του κοινού σ’αυτές. Ως δημιουργός (κυρίως ντοκιμαντέρ) η έρευνα στα οπτικοακουστικά αρχεία της Ελλάδας και του εξωτερικού είμαι μια πολύ σημαντική και απολαυστική εμπειρία, η οποία επιδρά στην αξιοπιστία και την ποιότητα του έργου, αποκαθιστά την αλήθεια πέρα από τους μύθους, ανοίγει νέους ερευνητικούς δρόμους, καθορίζει ακόμα και την αισθητική των ταινιών. Πρέπει να επιταχυνθεί η δημιουργία του Εθνικού Αποθετηρίου που ακόμα είναι στα χαρτιά και να συμπεριλάβει το σύνολο των δημόσιων οπτικοακουστικών αρχείων. Από την ΕΡΤ, το ΕΚΚ, το ΥΠΠΟ, τη ΓΓ Τύπου και πληροφοριών και όλους τους άλλους δημόσιους φορείς έχουν αντίστοιχο υλικό. Ο κάθε ενδιαφερόμενος θα μπορεί να βλέπει τα οπτικοακουστικά έργα σε μια ενιαία και με ελεύθερη πρόσβαση βάση δεδομένων και μετά αν θέλει να χρησιμοποιήσει κάποιο απόσπασμα θα απευθύνεται στον φορέα που έχει τα δικαιώματα. Ο φορέας θα καταβάλει τα πνευματικά δικαιώματα στους δημιουργούς.
Εχει μείνει μια γεύση πικρή από την ιστορία με τα «Χρόνια της Μεγάλης Ζέστης» που συνοδεύει τις αναφορές στη Φρίντα Λιάππα. Πώς το έχετε καταχωρήσει ο ίδιος μέσα στα χρόνια; Είναι κάτι που θα θέλατε να αναφέρεται διαρκώς ή θα προτιμούσατε να ξεχαστεί;
Προφανώς έχει μείνει μια πικρή γεύση και ένας θυμός από την ιστορία με τα «Χρόνια της Μεγάλης Ζέστης». Προσωπικά αποκαλώ αυτήν την ιστορία «Σκάνδαλο Δοξιάδη». Ο τότε Σύμβουλος Κινηματογραφίας του ΥΠΠΟ επικαλέστηκε μια ιδιωτική συνομιλία, η οποία διαψεύστηκε από τον συνομιλητή του, και μας ενέπλεξε σε μια περιπέτεια ανακρίσεων χωρίς λόγο. Εάν η δικαστική διερεύνηση δεν έθετε την υπόθεση στο αρχείο με ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου Εφετών, η Φρίντα θα πέθαινε με το ηθικό στίγμα της δημιουργού που βασάνισε ένα μωρό. Ολη αυτή η ιστορία την εξόντωσε οικονομικά καθώς ο Απόστολος Δοξιάδης εισηγήθηκε με ψευδή στοιχεία τον αποκλεισμό της ταινίας από τα Κρατικά Βραβεία. Η Φρίντα αναγκάστηκε να πουλήσει το σπίτι της στον Καρέα για να εξοφλήσει τους ηθοποιούς, τους τεχνικούς και τις άλλες υποχρεώσεις της. Είναι επίσης σημαντικό ότι η ταινία ουσιαστικά δεν προβλήθηκε στους κινηματογράφους (παρά για μια εβδομάδα) παρότι συμμετείχε στο Πανόραμα του Φεστιβάλ Βερολίνου. Αυτοί που την είδαν πήγαν περισσότερο για να δουν ένα σκάνδαλο παρά μια ταινία. Και η συμπαραγωγός ΕΡΤ αποφεύγει την προβολή της όπως ο διάβολος το λιβάνι.
Προσωπικά δεν μπορώ να ξεχάσω το «Σκάνδαλο Δοξιάδη» και την ψυχική και σωματική διάλυση της Φρίντας. Δεν θέλω να ξεχάσω το μείζον θεσμικό ατόπημα του τότε Συμβούλου Κινηματογραφίας του ΥΠΠΟ, ο οποίος έπαιξε το ρόλο του εισαγγελέα και μετέτρεψε το Συμβούλιο Κινηματογραφίας σε Δικαστήριο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τους «συναδέλφους», τους-τις δημοσιογράφους και τα μέλη του Συμβουλίου, που ελαφρά τη καρδία και για έχουν την εύνοια του παντοδύναμου και πάμπλουτου Διευθυντή, με τις τεράστιες δημόσιες σχέσεις, καταδίκασαν και μερικοί καθύβρισαν τη Φρίντα. Δεν θα ξεχάσω όμως και αυτούς που μας στήριξαν και άπλωσαν ένα δίχτυ προστασίας γύρω από τη Φρίντα: τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, τον Ζυλ Ντασσέν, τον Νίκο Κούνδουρο, τον Θάνο Μικρούτσικο, τον Βασίλη Ραφαηλίδη, τον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο, τον Γιώργο Καρυπίδη, όλο το κινηματογραφικό συνεργείο, τους ηθοποιούς, τους δεκάδες (κυριολεκτικά) συναδέλφους και πολλούς ανθρώπους του Πολιτισμού.
Μια Ζωή σε Θυμάμαι να Φεύγεις
Τι πιστεύετε ότι θα ήταν το καίριο σχόλιο της Φρίντας Λιάππα για το σήμερα του σινεμά αλλά και για το διαρκές αίτημα για το γυναικείο σινεμά και το γυναικείο βλέμμα που βρίσκεται στο κέντρο της μεγάλης συζήτησης σε παγκόσμιο επίπεδο;
Αν εξαιρέσουμε την πρώτη ταινία της Φρίντας «Μετά 40 Μέρες» με πρωταγωνιστές δύο φαντάρους, σε όλες οι άλλες ταινίες της οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι είναι γυναικείοι. Η ιστορία από την πλευρά των γυναικών, Το βλέμμα της στρέφεται στον ψυχισμό των γυναικών, στο γυναικείο σώμα, στην αντίληψη για τον έρωτα, στη σχέση μητέρας- κόρης, στις σχέσεις των δύο φύλων, στα ασφυκτικά όρια της πατριαρχικής και ανδροκρατικής κοινωνίας. Η Φρίντα δουλεύει υπόγεια, χτίζει χαρακτήρες με σάρκα και οστά, μιλάει χαμηλόφωνα, δεν φωνάζει συνθήματα, δεν χρησιμοποιεί τσιτάτα. Είχε γράψει ένα πολύ ενδιαφέρον σενάριο το 1987 με ηρωίδες δύο λεσβίες, το οποίο δυστυχώς δεν έγινε ταινία. Και το τελευταίο της σενάριο που έγραφε με το Γιώργο Μπράμο είχε ηρωίδα μια Πολωνέζα που κάνει κονσομασιόν σε ένα επαρχιακό σκυλάδικο στη Βόρεια Ελλάδα. Στη διάρκεια του ρεπεράζ αρρώστησε και αυτή η ταινία έμεινε στα χαρτιά. Πιστεύω πως αν ζούσε η Φρίντα θα έκανε κυρίως Θέατρο και θα έγραφε βιβλία. Στο σινεμά θα στήριζε με όλες της τις δυνάμεις τους νέους δημιουργούς, σκηνοθέτες και ηθοποιούς.
Θυμάστε τη Φρίντα Λιάππα μια ζωή να φεύγει;
Στις 28 Νοεμβρίου 2024 κλείνουν 30 χρόνια από το θάνατο της Φρίντας. Η Φρίντα πάντα θα έρχεται.
Η Ταινιοθήκη της Ελλάδος και ο σκηνοθέτης Κυριάκος Αγγελάκος, με αφορμή την συμπλήρωση τριάντα χρόνων από το θάνατο της σημαντικής δημιουργού, παρουσιάζουν σε ψηφιακά αποκατεστημένες κόπιες τις τρεις πρώτες ταινίες της Φρίντας Λιάππα: «Μετά Σαράντα Μέρες» (1972), «Μια Ζωή σε Θυμάμαι να Φεύγεις» (1977) και «Απεταξάμην» (1980).
Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί τη Δευτέρα 18/11 (20.00) στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος (Ιερά Οδός 48, μετρό Κεραμεικός) με ελεύθερη είσοδο.
Θα προλογίσει ο σκηνοθέτης, συνεργάτης και σύντροφος της Φρίντας Λιάππα, Κυριάκος Αγγελάκος, η πρόεδρος της Ταινιοθήκης της Ελλάδος Μαρία Κομνηνού και η συντονίστρια του Εργαστηρίου Αποκατάστασης Ταινιών της Ταινιοθήκης της Ελλάδος Ηλέκτρα Βενάκη. Θα παρευρεθεί η πρωταγωνίστρια του Μια ζωή σε θυμαμαι να φεύγεις Νένα Μεντή.
Οι ταινίες Μετά 40 μέρες και Απεταξάμην θα παρουσιαστούν για πρώτη φορά στην Αθήνα, ψηφιακά αποκατεστημένες από την ομάδα του νέου Εργαστηρίου Αποκατάστασης Ταινιών της ΤτΕ, στην Αθήνα (AN MAR Film). Η αποκατάσταση των τριών ταινιών πραγματοποιήθηκε με δωρεά της Εταιρείας Κοινωνικού Έργου και Πολιτισμού και σε συνεργασία με το Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας. Η ψηφιακά αποκατεστημένη κόπια της ταινίας Μια ζωή σε θυμάμαι να φεύγεις παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος τον Δεκέμβριο του 2023, στο πλαίσιο του προγράμματος A Season of Classic Films -μια πρωτοβουλία της ACE (Association des Cinémathèques Européennes) με την υποστήριξη του προγράμματος Δημιουργική Ευρώπη MEDIA (Creative Europe MEDIA). Οι άλλες δύο ταινίες πρωτοπαρουσιάστηκαν τον Σεπτέμβριο στο 47ο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας.