Καλοκαίρι του 1985. Είναι και οι δύο τόσο νέοι. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος 50 χρονών. Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, 44. Εχουν ήδη πίσω τους σημαντικό έργο. Ο Θόδωρος την «Αναπαράσταση», τον «Θίασο», τους «Κυνηγούς», τον «Μεγαλέξαντρο», το «Ταξίδι στα Κύθηρα». Ο Νίκος τα «Χρώματα της Ιριδος», τους «Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας», το «Μελόδραμα», το «Βαριετέ». Είναι αναγνωρισμένοι, αγαπημένοι και πολυβραβευμένοι. Ο Θόδωρος στις Κάννες και στη Βενετία. Ο Νίκος στο Λοκάρνο. Eκτός, βέβαια, από τις δάφνες στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Διαβάστε ακόμη: «Μια κόλαση ζήσαμε οι τυχεροί.» Η Βένα Γεωργακοπούλου θυμάται (και) τον αφορισμό του Θόδωρου Αγγελόπουλου
Είναι στα πάνω τους, γεμάτοι πάθος, χαρά και ορμή για σινεμά. Και τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους - ή μήπως όχι και τόσο; Ο Αγγελόπουλος έχει ταυτιστεί με υψηλές ιδέες της αριστεράς, που τον λατρεύει. Ιστορία, Ελλάδα, επανάσταση, εμφύλιος, λαός. Ο Νίκος, πάλι, παίζει. Με τα πάντα. Χαριτωμένος, αυθάδης, ανένταχτος, λίγο έξω (μπορεί και μπροστά) από την ελληνική πραγματικότητα.
Δείτε ακόμη: Η μεγάλη, ανεκτίμητη συνέντευξη του Νίκου Παναγιωτόπουλου στο Flix
Οι δυό τους έχουν μοιραστεί πολλά στο Παρίσι. Διεκδικούν πια την κορυφή του ελληνικού σινεμά. Και, ξαφνικά, κάποιος τους στήνει σε ένα τραπέζι και τους ζητά να τα πούνε, όλα, έξω από τά δόντια, μπροστά σε ένα ουδέτερο δημοσιογραφικό μαγνητόφωνο (ναι, αυτό με τις κασέτες). Και σήμερα, 38 χρόνια μετά, έκπληκτοι, συγκινημένοι και γοητευμένοι οι θεατές μπορούν αυτή τη συναρπαστική, άγνωστη συνομιλία των, χαμένων πια, δημιουργών (ο Αγγελόπουλος έφυγε το 2012, ο Παναγιωτόπουλος το 2016 και οι δυο εν μέσω γυρισμάτων), να την ακούσουν σε ένα πολύ σημαντικό ντοκιμαντέρ. Την ταινία «Θόδωρος Αγγελόπουλος, Νίκος Παναγιωτόπουλος: Ο Καθένας και η Μουσική του» των Αντώνη Κόκκινου και Γιάννη Σολδάτου. Βγαίνει από την Feelgood Entertainment την Πέμπτη, 9 Φεβρουαρίου, στην Ταινιοθήκη και στο Studio.
Τίποτα απολύτως δεν τους ζητήσαμε, καμιά στρατηγική δεν είχαμε. Η αρχή, μάλιστα, της κουβέντας τους ήταν με τον Παναγιωτόπουλο να λέει, "εγώ έχω έρθει εντελώς απροετοίμαστος" και τον Αγγελόπουλο να απαντάει, "αμ εγώ να δεις".
Ενα κινηματογραφικό περιοδικό που δεν βγήκε. Κάποιες κασέτες που δεν απομαγνητοφωνήθηκαν και ξεχάστηκαν. Ο κορωνοϊός, που μας έκανε όλους να κλειστούμε σπίτια μας και να το ρίξουμε στο σιγύρισμα, στο ξεκαθάρισμα. Αυτό έκανε και ο Αντώνης Κόκκινος και έπεσε πάνω στις κασέτες, το μόνο, ηχητικό, ντοκουμέντο από εκείνη τη βραδυά, από εκείνη την κουβέντα Αγγελόπουλου και Παναγιωτόπουλου. Αμέσως παίρνει μπροστά. Πρέπει να γίνει κάτι, μια ταινία. Ο Σολδάτος συμφωνεί. Μετά από πολλά ζόρια, το ντοκιμαντέρ χρηματοδοτείται από το πολυσυζητημένο ειδικό πρόγραμμα του Υπ.Πο. για την ενίσχυση ντοκιμαντέρ και ταινιών μικρού μηκους εν μέσω πανδημίας. Και η ταινία γίνεται πραγματικότητα. Ηρθε για να μείνει. Για πολλά πολλά χρόνια.
Μιλήσαμε με τον έναν εκ των δύο δημιουργών του ντοκιμαντέρ, τον σκηνοθέτη Αντώνη Κόκκινο, σημαντική προσωπικότητα του ελληνικού κινηματογράφου. Δικιά του ήταν η ιδέα για το ιστορικό ραντεβού Τεό και Νίκου. Αυτός ξαναβρήκε και τις κασέτες... Να 'ναι καλά!
1985.Τι σκεφτήκατε και είπατε, ας τους μαζέψουμε αυτούς τους δύο, να κουβεντιάσουν;
Ηθελε ο Γιάννης Σολδάτος να βγάλει τότε ένα περιοδικό. Του είπα ότι θα ήταν ενδιαφέρον να οργανώσουμε μια συζήτηση ανάμεσα στον Αγγελόπουλο και τον Παναγιωτόπουλο, που ήταν οι δυό κορυφαίοι σκηνοθέτες. Να προκαλέσουμε τη συζήτηση, χωρίς να παρεμβληθούμε καθόλου εμείς, να μιλάνε μόνοι τους και μετά να αποτυπώσουμε τον διάλογό τους στο περιοδικό. Του άρεσε του Γιάννη η ιδέα.
Γιατί ειδικά Αγγελόπουλος/Παναγιωτόπουλος; Τι είχες καταλάβει, έστω και υποσυνείδητα, ότι έπαιζε μεταξύ τους, ως προσωπικότητες και δημιουργοί; Θα 'λεγα ότι εσύ, ως σκηνοθέτης και ιδιοσυγκρασία, περισσότερο προς τον Παναγιωτόπουλο πήγαινες. Ή είναι ιδέα μου;
Σαφέστατα, αυτό είναι αλήθεια. Είχα σπουδάσει στο Πολυτεχνείο και δούλευα ως πολιτικός μηχανικός, όσο κι αν είχα την πετριά του σινεμά από πολύ μικρός. Επειδή είχα περάσει μια σχετικά καταπιεσμένη, περιορισμένη παιδική και εφηβική ηλικία, είχα αυστηρό πατέρα, ο κινηματογράφος ήταν για μένα, τώρα θα πω ένα κλισέ, «ένα παράθυρο ανοιχτό στον κόσμο», όπως είχε πει και ο Μπαζέν. Ηθελα να ασχοληθώ με τον κινηματογράφο, αλλά η ιδέα πάντα έμενε στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Τα «Χρώματα της Ιριδος» του Παναγιωτόπουλου και τα «Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα» του Νικολαΐδη ήταν οι ταινίες που με έκαναν να πω, «τέλος, θα ασχοληθώ με τον κινηματογράφο». Ναι, ήταν πιο κοντά μου ο Παναγιωτόπουλος ως προβληματική. Την εποχή της συζήτησης, μόλις ξεκίναγα την πορεία μου ως κινηματογραφιστής κι αυτούς τους δύο τους θαύμαζα με διαφορετικό, για να είμαι ειλικρινής, τρόπο. Αισθανόμουνα μια οικειότητα με τον Παναγιωτόπουλο. Κι ένα δέος για τον Αγγελόπουλο. Τώρα πια, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, αισθάνομαι οικειότητα και με τους δύο. Οσο περνούσαν τα χρόνια και όσο αποδελτίωνα το έργο του Αγγελόπουλου, τόσο πιο οικείο μου φαινόταν σε μένα και στην προβληματική μου γενικότερα. Σήμερα και οι δυό έχουν στο μυαλό και στην ψυχή μου το ίδιο ακριβώς εκτόπισμα.
Εχω και εξήγηση για την στάση του Αγγελόπουλου. Παίζει ρόλο ποιον έχεις απέναντί σου. Οταν είναι κάποιος με τον οποίο έχεις ζήσει σημαντικά πράγματα, στο Παρίσι, ας πούμε, και τον οποίος εκτιμάς, έτσι θα αντιδράσεις, όπως αντέδρασε και ο Αγγελόπουλος. Δεν άφηνε, όμως, τίποτα να πέσει κάτω από όσα του έλεγε ο Παναγιωτόπουλος. Τα δεχόταν και τα αντέκρουε, υπερασπιζόταν το έργο του.»
Πώς τους πείσατε να καθίσουν να τα πουν μπροστά σε ένα μαγνητόφωνο, χωρίς ερωτήσεις και τα κλασικά μιας συνέντευξης;
Δεν υπήρξε καμιά δυσκολία, όσο κι αν σου φαίνεται περίεργο. Ο Γιάννης τους ήξερε, εγώ λίγο τον Παναγιωτόπουλο, καθόλου τον Αγγελόπουλο. Μου 'κανε εντύπωση το πόσο εύκολα δέχτηκαν. Για μένα ήταν ένα μαγικό καλοκαιρινό βράδυ, στο Μάτι, στο εξοχικό του Αγγελόπουλου.
Εκεί όπου τώρα στήσατε τα πλάνα με το άδειο τραπέζι, με τις άδειες καρέκλες.
Ετσι είναι σήμερα ο χώρος. Στήσαμε το ίδιο τραπέζι, τις ίδιες καρέκλες. Είχαμε αυτή τη σκηνοθετική ιδέα, να τραβήξουμε πλάνα, άδεια πλάνα, στον ίδιο ακριβώς χώρο και η Φοίβη το δέχτηκε αμέσως. Ηταν, βέβαια, παρούσα και στη συζήτηση πριν τριάντα τόσα χρόνια.
Και όντως τους αφήσατε ελεύθερους και μόνους να συζητήσουν ενώπιόν σας; Δεν είχατε στο μυαλό σας κάποια θέματα που πιστεύατε ότι έπρεπε οπωσδήποτε να βγουν, ότι τα είχατε ανάγκη για το δημοσίευμα στο περιοδικό; Εμπιστευτήκατε απόλυτα τη δική τους επικοινωνία και διάθεση;
Τίποτα απολύτως δεν τους ζητήσαμε, καμιά στρατηγική δεν είχαμε. Η αρχή, μάλιστα, της κουβέντας τους ήταν με τον Παναγιωτόπουλο να λέει, «εγώ έχω έρθει εντελώς απροετοίμαστος» και τον Αγγελόπουλο να απαντάει, «αμ εγώ να δεις».
Πώς ένοιωθες ότι ήταν η σχέση τους;
Ενοιωθα ότι υπήρχε ένας ερωτικός ανταγωνισμός. Δηλαδή αγαπιόντουσαν ανταγωνιζόμενοι. Αυτό είχα εισπράξει τότε κι αυτό ξανασκέφτομαι και τώρα όταν ξανακούω για πολλοστή φορά τη συζήτηση. Οτι είναι δυο άνθρωποι που αγαπούν ο ένας τον άλλο, που εκτιμούν ο ένας τον άλλο, αλλά που έχουν κι έναν ανταγωνισμό μεταξύ τους.
Αυτό που είναι εντυπωσιακό για όσους ξέρουν καλά και τους δυο, είναι ότι βγαίνει από το ντοκιμαντέρ ένας διαφορετικός Αγγελόπουλος, όχι ο υψιπετής Τεό των μίντια, ελληνικών και ξένων, αλλά ο Θόδωρος της κινηματογραφικής παρέας και ζεστασιάς, της κοινότητας και ισότητας. Τι εννοώ; Είναι πολύ διαλλακτικός και ευγενικός με τον Παναγιωτόπουλο, που συχνά τον κοντράρει και τον αμφισβητεί. Αλλά συγχρόνως ο Τεό είναι τολμηρός, σχεδόν εικονοκλαστικός στην ανάλυση του έργου του. Με σαφείς αποστάσεις από ταμπέλες πολύ αριστερές, που στενεύουν την αισθητική και άλλη ταυτότητά του.
Συμφωνώ μαζί σου και έχω και εξήγηση για την στάση του Αγγελόπουλου. Παίζει ρόλο ποιον έχεις απέναντί σου. Οταν είναι κάποιος με τον οποίο έχεις ζήσει σημαντικά πράγματα, στο Παρίσι, ας πούμε, και τον οποίος εκτιμάς, έτσι θα αντιδράσεις, όπως αντέδρασε και ο Αγγελόπουλος. Δεν άφηνε, όμως, τίποτα να πέσει κάτω από όσα του έλεγε ο Παναγιωτόπουλος. Τα δεχόταν και τα αντέκρουε, υπερασπιζόταν το έργο του.
Δεν περίμενα τίποτα. Ρούφαγα κάθε στιγμή αυτής της κουβέντας. Το γεγονός που εκτυλισσόταν μπροστά μου ήταν τόσο σημαντικό, που δεν καθόμουνα να σκεφτώ ποιες απόψεις μου επαληθεύονταν ή όχι.»
Και έδειχνε και τις αντιφάσεις του Παναγιωτόπουλου, που άλλωστε είχε κάνει κι αυτός μια ξεκάθαρα πολιτική ταινία, τους «Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας», με κάτι ρεμπεσκέδες μεγαλοαστούς. Εν τέλει συναντιούνται και οι δυό τους - τι συγκινητικό - στη δήλωση και πεποίθηση ότι πάνω απ’ όλα είναι η αισθητική που κινεί μια ταινία, όχι η ιδεολογία. Το περίμενες αυτό;
Δεν περίμενα τίποτα. Ρούφαγα κάθε στιγμή αυτής της κουβέντας. Το γεγονός που εκτυλισσόταν μπροστά μου ήταν τόσο σημαντικό, που δεν καθόμουνα να σκεφτώ ποιες απόψεις μου επαληθεύονταν ή όχι. Κι όταν ο Αγγελόπουλος προτάσσει την αισθητική, δεν έχει δίκιο; Μετά από τόσα χρόνια, βλέποντας και ξαναβλέποντας τις ταινίες του, αυτό πιστεύω ότι ήταν κυρίως ο Αγγελόπουλος, είχε το μυαλό του κυρίως στην αισθητική, στη φόρμα. Ξαναείδα πρόσφατα στη ρετροσπεκτίβα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης την «Αναπαράσταση», που την θεωρώ την καλύτερη ταινία του. Και είδα ότι πολλά πράγματα που έλεγαν τότε για τον Αγγελόπουλο δεν ίσχυαν. Δηλαδή αυτή η ταινία, που ήταν και η πρώτη του, ξέχωρα από το ιδεολογικό, το θεματικό, το ιστορικό, το οτιδήποτε, είναι μια τέλεια κατασκευή.
Θα μπορούσα να πω τα ίδια για τις «Μέρες του’36», που ξαναείδα έκθαμβη στη Θεσσαλονίκη.
Δεν πιστεύω ότι υπάρχει κακή ταινία του Αγγελόπουλου, όπως δεν υπάρχει και του Παναγιωτόπουλου. Φυσικά, όταν συγκρίνεις τόσο πολλές ταινίες, θα υπάρχει μια αξιολόγηση, κάποια θα είναι καλύτερη.
Το κυρίαρχο, πάντως, συναίσθημά μου αφού είδα την ταινία, αφορούσε όχι τον Τεό, αλλά τον Παναγιωτόπουλο. Οτι είναι επείγον, τώρα, αύριο, χθές να ξαναδούμε όλο το έργο του. Με έπιασε νοσταλγία και λαχτάρα.
Εχεις απόλυτο δίκιο. Αυτή την ταινία δεν την έκανα μόνο επειδή θεωρούσα ότι έχω υποχρέωση να κάνω γνωστό το ηχητικό ντοκουμέντο της συνομιλίας που είχα στα χέρια μου. Ο βασικότερος λόγος ήταν ότι σκεφτόμουνα, ήλπιζα, ονειρευόμουνα ότι κάποιοι που θα την έβλεπαν αυτή την ταινία θα αισθάνονταν την ανάγκη να ανατρέξουν στο έργο των δυο σκηνοθετών. Και περισσότερο, ίσως, του Παναγιωτόπουλου, γιατί, όντως, το ξέρουμε λιγότερο από του Αγγελόπουλου. Και θα σου πω και μια ιστορία που με συγκίνησε. Το ίδιο με σένα είπε και ο Κώστας Γαβράς, που ήταν παρών όταν παίχτηκε η ταινία στο Φεστιβάλ Χανίων. Μας είπε συγχαρητήρια και τα συνηθισμένα, αλλά είπε και κάτι άλλο, κάνοντάς με να νοιώσω ότι η ταινία έχει πετύχει σε ένα μεγάλο βαθμό το στόχο της: «Εγώ τον Αγγελόπουλο τον ήξερα, τον θεωρώ μεγάλο δημιουργό, τις ταινίες του τις έχω δει όλες», είπε. «Ομολογώ, όμως, και μπορεί νά 'ναι και λάθος μου, ότι τον Νίκο Παναγιωτόπουλο δεν τον ήξερα καλά. Καταλαβαίνω μέσα από το ντοκιμαντέρ ότι είναι ένας πολύ σημαντικός δημιουργός». Και τότε, ο Γιάννης Ζουμπουλάκης, που ήταν στην προβολή, τον τσίγκλησε. «Γιατί δεν κάνετε κάτι στο Παρίσι;». Και ο Γαβράς απάντησε, «σας λέω ειλικρινά ότι θα προσπαθήσω να γίνει ένα αφιέρωμα στην Ταινιοθήκη της Γαλλίας». Ζήτησε, μάλιστα, να του στείλουν και πέντε-έξι dvd με ταινίες του Παναγιωτόπουλου.
Σκεφτόμουνα, ήλπιζα, ονειρευόμουνα ότι κάποιοι που θα την έβλεπαν αυτή την ταινία θα αισθάνονταν την ανάγκη να ανατρέξουν στο έργο των δυο σκηνοθετών. Και περισσότερο, ίσως, του Παναγιωτόπουλου, γιατί, όντως, το ξέρουμε λιγότερο από του Αγγελόπουλου.»
Θα μας πεις λίγο για το πώς δουλέψατε; Είναι σαφές ότι έπεσε πολλή δουλειά. Και έξυπνη δουλειά. Οπως είναι η ανάδειξη των βασικών μοτίβων που έρχονταν και ξανάρχονταν στην κουβέντα Αγγελόπουλου/Παναγιωτόπουλου. Των εμμονών και αρχών τους.
Επειδή η κουβέντα ήταν ελεύθερη, χωρίς σχέδιο, άκουσα τις κασέτες εκατό φορές και κατέγραψα τις δέκα περίπου θεματικές ενότητες που ξεχώριζαν. Πολιτική και Κινηματογράφος. Ιστορία και Κινηματογράφος. Κριτική και Κινηματογράφος. Το γύρισμα. Τα σύμβολα. Από τη μιάμιση ώρα της συζήτησης ακούγονται στην ταινία τα σαράντα λεπτά, γκρουπαρισμένα. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα. Ομως, για σκέψου, πηγαίναμε να κάνουμε κάτι περίεργο. Να κάνουμε σινεμά μια κουβέντα που δεν είχε καθόλου εικόνα, κάτι πολύ δύσκολο, φοβόμαστε μήπως είναι ανιαρό και δεν βλέπεται. Ετσι, δώσαμε στους ομιλητές - συνήθως σε ζεύγη - μια μόνο, συγκεκριμένη ενότητα, δεν θέλαμε, δηλαδή, να μιλάνε εφ’ όλης της ύλης, μάλιστα δεν την ήξεραν καν όλη την ύλη. Ηρθαν προετοιμασμένοι και με αυστηρό χρονικό όριο. Και το δεύτερο και πολύ καθοριστικό βήμα ήταν να ντυθεί όλη η ταινία με εικόνες και φιλμ αρχείου, έτσι ώστε να δημιουργηθεί μια παράλληλη, αυτόνομη κινηματογραφική αφήγηση. Πολλή δουλειά, πολλές δοκιμές.
Και δόξα τω θεώ μας προσφέρετε πλούσιο, άγνωστο και ωραιότατο υλικό.
Βρήκαμε «Παρασκήνια», τη συνάντηση, ας πούμε Ραφαηλίδη και Παναγιωτόπουλου. Μια εκδήλωση για τον Παναγιωτόπουλο που είχε οργανώσει ο Μπουλμέτης στο Ιδρυμα Νιάρχος. Τον Μπακογιαννόπουλο να μιλά για τον Παναγιωτόπουλο στο Φεστιβάλ Χαλκίδας. Πολλά φιλμάκια από τα γυρίσματα των ταινιών τους. Εκ των υστέρων σκέφτομαι, μήπως η έλλειψη εικόνας από τη συζήτηση μάς βγήκε τελικά σε καλό, γιατί αυτή η παράλληλη αφήγηση μέσα από το έργο, τη ζωή και τη δημόσια παρουσία τους είναι εξίσου σημαντική.
Σκέφτομαι ότι αυτή η ταινία θα υπάρχει και μετά από πενήντα, εκατό χρόνια. Οποιος θέλει να ανατρέξει σε πηγές για το ελληνικό σινεμά θα ξέρει ότι κάπου, σε μια ταινία, δυο κορυφαίοι δημιουργοί συζητούν για το έργο τους, τον εαυτό τους, τον τρόπο που βλέπουν τον κινηματογράφο.»
Επίσης, είναι μεγάλη επιτυχία που συμμετέχει και μιλά στην ταινία (τόσο ωραία, άλλωστε) η κόρη του Παναγιωτόπουλου, η Αλίξ, ζωγράφος, που ζει στη Γαλλία, που δεν την είχαμε ξαναδεί.
Τη ψάχναμε μήνες, δεν μπορούσαμε να τη βρούμε, δεν είχαμε καμιά πρόσβαση. Οταν πήγαμε στο Μάτι να κάνουμε τα συμπληρωματικά γυρίσματα, μας είπε η Φοίβη, «Δεν μπορείτε να βρείτε την Αλίξ; Εγώ!». Και την πήρε επί τόπου τηλέφωνο. Δέχτηκε αμέσως και ήρθε στην Ελλάδα για το γύρισμα. Είναι επιτυχία της ταινίας, αλλά και ισορροπία, θα 'λεγα. Υπήρχε στην ταινία η Φοίβη, έπρεπε, οπωσδήποτε, να υπάρχει και η οικογένεια του Παναγιωτόπουλου. Πρέπει να πω ότι η Φοίβη γενικά ήταν πολύτιμη. Μας βοήθησε πάρα πολύ, τόσο που δεν το πίστευα. Μας άνοιξε και πρώτη φορά το γραφείο του Αγγελόπουλου στα Εξάρχεια, έναν χώρο τόσο φορτισμένο.
Οσο μαγικό και σημαντικό είναι το ντοκιμαντέρ σας, τόσο απαιτητικό είναι. Δεν είναι καθόλου εύκολο, εύπεπτο, θέλει προσοχή και, ίσως, δεύτερη και τρίτη θέαση. Εχετε φανταστεί καθόλου το κοινό της ταινίας σας;
Μακάρι να αποδειχτεί ότι μπορεί να απευθυνθεί στο μεγάλο κοινό. Δεν το πολυπιστεύω, βέβαια. Ξέρω, όμως, ότι απευθύνεται σε όσους ενδιαφέρονται για τον ελληνικό κινηματογράφο γενικότερα, γιατί δεν μαθαίνεις μόνο για Αγγελόπουλο/Παναγιωτόπουλο. Απευθύνεται, επίσης, σαφώς σ' αυτούς που ασχολούνται με τον κινηματογράφο, φοιτητές κινηματογραφικών σχολών και πανεπιστημίων, αλλά και επαγγελματίες. Τέλος, στις Κινηματογραφικές Λέσχες, ήδη οι περισσότερες έχουν εκδηλώσει επιθυμία να την παίξουν. Και σκέφτομαι ότι αυτή η ταινία θα υπάρχει και μετά από πενήντα, εκατό χρόνια. Οποιος θέλει να ανατρέξει σε πηγές για το ελληνικό σινεμά θα ξέρει ότι κάπου, σε μια ταινία, δυό κορυφαίοι δημιουργοί συζητούν για το έργο τους, τον εαυτό τους, τον τρόπο που βλέπουν τον κινηματογράφο. Ναι, νομίζω ότι η πορεία της ταινίας μας θα ξεκινήσει μετά την προβολή της στις αίθουσες.
info | Θόδωρος Αγγελόπουλος, Νίκος Παναγιωτόπουλος: Ο Καθένας και η Μουσική του Συμμετέχουν: Γιώργος Αρβανίτης, Βασίλης Βαφέας, Τάσος Γουδέλης, Κατερίνα Ευαγγελάκου, Γιάννης Ζουμπουλάκης, Νίκος Καβουκίδης, Αλεξία Καλτσίκη, Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Μαρία Κατσουνάκη, Μαρία Κομνηνού, Κωνσταντίνος Κυριακός, Πέτρος Μάρκαρης, Γιάννης Οικονομίδης, Φοίβη Οικονομοπούλου-Αγγελοπούλου, Αλίξ Παναγιωτοπούλου, Θανάσης Ρεντζής, Γιάννης Σμοΐλης, Σύλλας Τζουμέρκας, Αγγελος Φραντζής, Γιώργος Φρέντζος | Σενάριο, σκηνοθεσία, έρευνα: Αντώνης Κόκκινος, Γιάννης Σολδάτος | Διεύθυνση φωτογραφίας: Νίκος Βασιλόπουλος | Μοντάζ: Περικλής Ηλιού | Ηχοληψία, σχεδιασμός ήχου: Γιώργος Καρτάλος | Οπερατέρ: Κώστας Ματίκας, Δημήτρης Κώτσου | Ηλεκτρολόγος: Χάρης Πουρνάς | Ερευνα, βοηθός σκηνοθέτης: Χρίστος Σολδάτος | Make-up artists: Ειρήνη Μάντζιου, Ναταλία Χατζηστεφάνου | Line producer: Αδαμαντία Φυτίλη | Παραγωγός: Νίκος Βασιλόπουλος | Παραγωγή: aNaV Productions, ΕΚΚ, ΕΡΤ | Διάρκεια 76’