Η Κάσι κοντεύει τα 30. Πρώην φοιτήτρια ιατρικής, εγκατέλειψε τις σπουδές της πριν από μια δεκαετία και μετακόμισε πίσω στο πατρικό της. Τα πρωινά δουλεύει ανόρεχτα σε τοπικό καφέ. Τα βράδια όμως έχει αποστολή: προσποιείται την μεθυσμένη, μόνη γυναίκα, στα μπαρ κι ακολουθεί τα αρσενικά που την ψαρεύουν ημιλιπόθυμη στο σπίτι και το κρεβάτι τους. Τη στιγμή όμως που εκείνοι κάνουν το ένα παραπάνω βήμα, η νηφάλια Κάσι σηκώνεται, παγώνει το ηχόχρωμα στη φωνή της και παγώνει και το αίμα τους με ένα μάθημα στην συναίνεση που τους μένει αξέχαστο. Οταν επιστρέφει σπίτι, ξεβάφει το προκλητικό μακιγιάζ της, κοιτά με κυνισμό τον εαυτό της στον καθρέφτη και βαθύ πόνο τη φωτογραφία της Νίνα στον τοίχο. Τι είχε συμβεί στη φίλη της στο δεύτερο έτος των σπουδών τους; Τι πυροδοτεί την εκδικητική συμπεριφορά της; Ποιο τραύμα τερμάτισε το μέλλον δύο, κάποτε, πολλά υποσχόμενων γυναικών;
Η Εμεραλντ Φένελ κάνει ό,τι ακριβώς και η ηρωίδα της: φοράει στην ταινία το παραπλανητικό μακιγιάζ μίας κατάμαυρης κωμωδίας με ποπ παστέλ αισθητική, ενώ στην ουσία παραδίδει μαθήματα για το (μη) συναινετικό σεξ και την κουλτούρα βιασμού που αγγίζουν τα όρια του θρίλερ. Στη #metoo εποχή μας οι λέξεις τρομάζουν, οι όροι απομονώνουν, τείχη σηκώνονται, η έμφυλη ταυτότητα της βίας συνεχώς αμφισβητείται. Και οι γυναίκες έχουν βαθιά κουραστεί να εξηγούν. Να εξηγούν σε άντρες γιατί τα φοιτητικά μεθύσια δεν μεταφράζονται σε αυτόματο δικαίωμα στο σώμα τους. Να εξηγούν σε γυναίκες γιατί η βουβή «έτσι είναι αυτά» αποδοχή είναι τοξικός εσωτερικευμένος μισογυνισμός. Να εξηγούν στους γονείς τους γιατί η βουβή ντροπή τους και η αδιατάρακτη συνέχεια της ζωής, σαν να μη συνέβη τίποτα, είναι η ρίζα της ενοχής των θυμάτων. Της απόγνωσης, της μοναξιάς, της αυτοκαταστροφής τους.
Η Φένελ (ηθοποιός του «The Crown» και σεναριογράφος του τελευταίου κύκλου του «Killing Eve») θα χρησιμοποιήσει μία ανάλαφρη φόρμα λοιπόν και να αντιστίξει τη βαρύτητα των θεμάτων που θέλει να ξεσκεπάσει. Το βραβευμένο με Οσκαρ πρωτότυπο σενάριό της, είναι πράγματι πρωτότυπο – off beat, φρέσκο, αλλόκοτο, ανατρεπτικό. Βιαστές είναι και τα καλά παιδιά. Θύματα και οι δυναμικές γυναίκες. Πολλά υποσχόμενοι συμφοιτητές είναι όλοι και ταυτόχρονα και επιπόλαια ανέμελα νιάτα. Μόνο που η ανεμελιά των μεν και των δε, δεν έχει το ίδιο κόστος.
Στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο (για πρώτη φορά γυναίκα σκηνοθέτης βρίσκεται προτεινόμενη για Οσκαρ με το ντεμπούτο της), παράμοια πρωτότυπη αποδεικνύεται και η κινηματογράφησή της. Από την σκηνή των τίτλων αρχής, που ο φακός καδράρει άντρες να χορεύουν, κλείνοντας τα πλάνα ασφυκτικά, αδιάκριτα και άβολα σε μέλη του σώματός τους, τα έχει πει όλα: αν ήταν γυναίκες κι ο φακός καδράριζε το ντεκολτέ ή τα πόδια ή τα οπίσθιά τους κανείς δε θα αισθανόταν αμηχανία, κανείς δε θα το παρατηρούσε. Εδώ και πάρα πολλά χρόνια, το αντρικό βλέμμα καθορίζει την κανονικότητα της σεξουαλικότητας. Ετσι έχουμε μάθει να κοιτάμε τη γυναίκα. Ακόμα κι εμείς οι γυναίκες. Και στο σινεμά και στη ζωή.
Η Κάρι Μάλιγκαν (επάξια υποψήφια για Οσκαρ Α' Γυναικείου ρόλου) παραδίδει μία σύνθετη, μελετημένη ερμηνεία στα όρια. Παγερή, αλλά με βλέμματα που προδίδουν το τραύμα. Κυνική, που λαχταράει να ξαναπιστέψει (μέχρι που ερωτεύεται και την ξαναπροδίδουν). Με σαρκαστικό χιούμορ να υπονομεύει την τραγωδία, η Μάλιγκαν ξεστομίζει τις κοφτερές της ατάκες ως ακόμα ένα θανάσιμο όπλο της εκδίκησής της. Βάφει τα νύχια και τα μαλλιά της στα χρώματα του πολέμου, ενώ κουβαλά μια κατάμαυρη καρδιά.
Η μόνη αντίρρηση σε μια πολλά υποσχόμενη ταινία είναι η υπερβολή της. Σαν να μάς κλείνει πολλές φορές το μάτι, υπογραμμίζοντας το μήνυμα, ενώ δεν το χρειάζεται. Η κορύφωση και η ανατροπή του τέλους ξεφεύγει από το ουσιώδες έξυπνο και φλερτάρει με το εξυπνακίστικο. Ακόμα και το soundtrack της ταινίας, σε συνδυασμό με την ποπ της αισθητική διάσταση, κλωτσάει με το ηλικιακό φάσμα των ηρώων: δεν είναι η εκδίκηση μιας κοπέλας, αλλά μίας γυναίκας. Αν ήταν μία κολλεγιακή ιστορία, όλα τα κομμάτια αυτού του τολμηρού, παράξενου παζλ θα έδεναν πολύ πιο αβίαστα. Στα 30, αυτή η εμμονή με τη νεανίζουσα φόρμα μοιάζει αβάσιμη. Πόσα πιο πολλά, πολύ πιο σύνθετα, με μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας μάς είπε η Μικέλα Κόελ με το φεμινιστικό δοκίμιο του «I May Destroy You».
Παρόλα αυτά, ο ίδιος ο διάλογος που ανοίγει η ταινία – έτσι απροκάλυπτα και αναπολογητικά, είναι χρήσιμος. Και το πικρό, αλλά αισιόδοξο μήνυμα δικαιοσύνης που αφήνει το απογειωτικό φινάλε, απαραίτητο.