Οι επιβάτες της πρώτης θέσης μιας πτήσης με προορισμό το Μεξικό βρίσκονται αντιμέτωποι με την ιδέα του θανάτου, όταν το αεροπλάνο αρχίζει να παρουσιάζει τεχνικά προβλήματα ενώ παράλληλα το πλήρωμα προσπαθεί με κάθε τρόπο να τους κάνει να ξεχαστούν και να αποβάλλουν το άγχος τους.

Δεν είναι τυχαίο πως ο Αλμοδοβάρ επιστρέφει, είκοσι χρόνια μετά την «Κίκα», στην κωμωδία, εν έτει 2013, ακριβώς τη στιγμή που η Ισπανία βρίσκεται στο έλεος της οικονομικής κρίσης και ο ίδιος ήδη στο πάνθεον των σημαντικότερων σύγχρονων δημιουργών του κινηματογράφου και άρα σε θέση να κάνει πραγματικά ό,τι θέλει.

Σε μια – εντάξει, αλμοδοβαρική - εκδοχή της λαϊκής ρήσης «ο κόσμος θέλει να γελάσει» και «ο θεατής αναζητά την κωμωδία προκειμένου να ξεχαστεί από τα βάρη της καθημερινότητάς του», το νέο φιλμ του Αλμοδόβαρ αποτελείται μόνο από κωμικές καταστάσεις και ίπταται κυριολεκτικά της πραγματικότητας. Και – προσοχή - όχι μόνο επειδή εκτυλίσσεται στο μεγαλύτερο μέρος του μέσα σε ένα αεροπλάνο.

Τίποτα στο «Δεν Κρατιέμαι» δεν είναι ρεαλιστικό: από τις απολαυστικές ξεφωνημένες αεροσυνοδούς, μέχρι τις «ό,τι να ναι» προσωπικές ιστορίες των επιβατών της πρώτης θέσης και από τους μπερδεμένους σεξουαλικά πιλότους μέχρι έναν πληρωμένο δολοφόνο και μια παρθένα μέντιουμ που μυρίζει αίμα και είναι αποφασισμένη να ξεπαρθενευτεί πάση θυσία, όλα σε αυτήν την θεότρελη πτήση βασίζονται στο σεξ, το σπέρμα, το αλκοόλ και τη disco.

Από μια άποψη το «Δεν Κρατιέμαι» είναι μια καθαρόαιμη πολιτική ταινία.

Την ίδια στιγμή που στο έδαφος η Ισπανία παλεύει με τη λιτότητα, τα χρηματοπιστωτικά σκάνδαλα και τη μνημονιακή πολιτική (πράγματα που περνούν σε μορφή επικεφαλίδων στο φιλμ), ο Αλμοδοβάρ επιλέγει να απομακρυνθεί όσο το δυνατόν περισσότερο από μια χώρα που βράζει από την κρίση και να ασχοληθεί με μια μικρή κοινωνία εκλεκτών (αφού οι επιβάτες της δεύτερης θέση είναι όλοι υπνωμένοι!) που φλέγεται από τη σεξουαλική επιθυμία αναζητώντας τους φυσικούς και τεχνητούς τρόπους για να της παραδοθεί άνευ όρων.

Ναι, το «Δεν Κρατιέμαι» είναι μια ταινία για την ελευθερία, για την αίσθηση ότι μπορείς να πετάξεις όχι μόνο χιλιάδες πόδια πάνω από το έδαφος, αλλά και μακριά από ηθικές αναστολές, θρησκευτικούς συντηρητισμούς, σεξουαλικά κρατήματα. Ολα δηλαδή αυτά τα βάρη που σε μια πανσεξουαλική εκδοχή αυτού του κόσμου, ευθύνονται για τις μεγάλες ή μικρές κρίσεις των σύγχρονων κοινωνιών και που κρατούν τους ανθρώπους μεν με τα πόδια στη γη αλλά και με τα πόδια κλειστά στην… επιθυμία.

Ισως γι’ αυτό και ο Αλμοδόβαρ για πρώτη φορά σε ολόκληρη την καριέρα του ελευθερώνει απροκάλυπτα τον πιο queer εαυτό του,

Αν η «Κακή Εκπαίδευση» ήταν η πιο γκέι ταινία της άτυπης δεύτερης περιόδου του και ο δικός του φόρος τιμής στην ανδρική επιθυμία όπως αυτή ανιχνεύεται στα τραύματα της παιδικής ηλικίας και στα όχι μιας μη ανεκτικής κοινωνίας, το «Δεν Κρατιέμαι» είναι κυριολεκτικά ότι πιο (απελευθερωτικά) καλιαρντό έχει κάνει ποτέ στην καριέρα του, περισσότερο και από τις πρώτες ταινίες του, τότε που ακόμη τα καλλιστεία για το μεγαλύτερο πέος στο «Η Λούσι, η Μπομ και τα Aλλα Kορίτσια» έφερναν ολοζώντανο, προκλητικό και με ορμή τον αέρα του κινήματος της movida που εξέφρασε ο Αλμοδόβαρ περισσότερο από κάθε άλλον σύγχρονο του.

Ολες – μα ανεξαιρέτως όλες – οι σκηνές με τους τρεις γκέι αεροσυνοδούς που τους υποδύονται με ανεξάντλητο κέφι ο σπουδαίος Χαβιέ Καμάρα (του «Μίλα της»), ο αεικίνητος Ραούλ Αρεβάδο και η αποκάλυψη που ακούει στο όνομα Κάρλος Αρέθες, είναι μια απόλαυση που δεν θέλεις να τελειώσει ποτέ. Είτε όταν χορεύουν το «I’m so Excited» για να διασκεδάσουν τους επιβάτες, είτε όταν ανακατεύουν όλα τα υγρά και στερεά που βρίσκονται μέσα στο αεροπλάνο φτιάχνοντας το τέλειο κοκτέιλ – δυναμίτη, είτε όταν αποστομώνουν οποιονδήποτε με ατάκες που καίνε (το «Πιστεύω στον κώλο» μοιάζει ήδη κλασικό...), το τρίο που συνθέτουν είναι από μόνο του σχεδόν μια ταινία φτιαγμένη για να γραφτεί στα κλασικά της queer κουλτούρας και να κάνει τον θεατή να νιώσει άβολα αλλά και ταυτόχρονα απολαυστικά βάζοντας τον στα βαθιά... σωματικά υγρά μιας queer εξτραβαγκάντζας.

Ολο το υπόλοιπο φιλμ παραμένει ωστόσο απλώς μια πασαρέλα ακροτήτων, όχι πάντα χιουμοριστικών γκαγκς, ισχνών μελοδραματικών αποχρώσεων, ενός τελείως αδικαιολόγητου περιστατικού στο έδαφος, εύκολων συμβολισμών πάνω στην κρίση, μιας τουλάχιστον σπουδαίας σκηνής εξομολόγησης με μια μαστουρωμένη Σεσίλια Ροθ, όλα υποταγμένα σε μια ελαφρότητα που φλερτάρει επικίνδυνα (ίσως και ηθελημένα;) όχι τόσο με το κινηματογραφικό είδος του disaster movie (βλ. «Αirport») και της ευτελούς σαπουνόπερας, αλλά της πιο φτηνής σεξοκωμωδίας.

Αρκετή ώρα μετά τη γνωριμία μας με τους επιβάτες της Peninsula, ο Αλμοδοβάρ παραμένει πεισματικά επιδερμικός, τόσο στην πολιτική του θέση, όσο και σεναριακά, ανακυκλώνοντας τις σεξουαλικές παρενέργειες της παραισθησιογόνας πτήσης του με μια σειρά απιθανοτήτων που απογειώνουν το όλο εγχείρημα, όχι όπως περιμένεις σε μια ξέφρενη κορύφωση, αλλά μάλλον σε μια ανώμαλη προσγείωση στην κοινοτυπία.

Οση ώρα πετάς με το «Δεν Κρατιέμαι» χαμογελάς, αλλά όταν τελειώνει εύχεσαι ο σκηνοθέτης που για δεκαοκτώ συναπτές ταινίες είχε μπει για τα καλά κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων αναδεινύοντας την πιο ανατριχιαστική όψη της κωμωδίας που κρύβει απλόχερα μέσα της η ανθρώπινη κατάσταση να απαιτούσε από σένα κάτι περισσότερο. Και το ίδιο και από τον εαυτό του.


Περισσότερα για το «Los Amantes Pasajeros» και τον Πέδρο Αλμοδόβαρ