Τα θρίλερ επιβίωσης έχουν αναδειχτεί σε ένα αρκετά ενδιαφέρον κινηματογραφικό είδος από μόνα τους. Ταινίες όπως το «Buried» ή το «Σε Ρηχά Νερά», που προσπαθούν να βάλουν τους ήρωές τους (και μαζί με αυτούς και τους θεατές τους) σε αρκετά ακραίες καταστάσεις, παγιδεύοντάς τους σε ένα μόνο μέρος όπου προσπαθούν να μείνουν ζωντανοί όσο το δυνατόν περισσότερο, έχουν καταφέρει να αποκτήσουν το δικό τους φανατικό κοινό.

Το δικό της λοιπόν κοινό θέλει να βρει και η νέα ταινία του Ντέιβιντ Γιαρόβεσκι με τίτλο «Locked», ένα αμερικάνικο remake του αργεντίνικου θρίλερ «4x4» του 2019, το οποίο προσπαθεί να δημιουργήσει μια ασφυκτική και ψυχολογικά φορτισμένη αφήγηση που εξελίσσεται σχεδόν εξ ολοκλήρου μέσα στην αποπνικτική ατμόσφαιρα ενός κλειδωμένου πολυτελούς SUV.

Oταν ο Εντι παίρνει τη λάθος απόφαση να διαρρήξει ένα πολυτελές SUV, πέφτει στη θανάσιμη παγίδα που έχει στήσει ο Γουίλιαμ, ένας αυτοαποκαλούμενος εκδικητής που απονέμει τη δικαιοσύνη, κατά τη δική του διαστρεβλωμένη κρίση. Χωρίς κανένα μέσο διαφυγής, ο Εντι πρέπει να παλέψει για να επιβιώσει σε μία βόλτα όπου η διαφυγή είναι μια ψευδαίσθηση, η επιβίωση ένας εφιάλτης και η δικαιοσύνη αλλάζει ταχύτητα.

Ο Γιαρόβεσκι επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη μετά το «Brightburn: Ζωντανή Κόλαση» του 2019 (έχοντας κάνει πρώτα κι ένα μικρό πέρασμα από το Netflix με την ταινία «Νυχτερινές Ιστορίες» το 2021), δημιουργώντας εδώ μια απόλυτα κλειστοφοβική εμπειρία με κάποια επιδέξια κινηματογραφημένα πλάνα που εκμεταλλεύονται κάθε εκατοστό του περιορισμένου χώρου. Η κάμερα αιχμαλωτίζει την ένταση της στιγμής και την ψυχολογική διάλυση του πρωταγωνιστή, χρησιμοποιώντας κοντινά πλάνα και ασφυκτικό μοντάζ που δημιουργεί μια αίσθηση παγίδευσης τόσο φυσικής όσο και συναισθηματικής. Η οπτική λιτότητα της ταινίας συνεισφέρει στη διαρκή ένταση, ωστόσο αυτή η προσέγγιση καταλήγει να δείχνει μονοδιάστατη, καθώς δεν καταφέρνει να εξελίξει την αφήγηση πέρα από μια αρκετά επιφανειακή πλοκή.

Το σενάριο, παρότι αρχικά έχει ένα ενδιαφέρον, παραμένει προβλέψιμο και περιορισμένο στην κεντρική του ιδέα. Η ηθική αντιπαράθεση ανάμεσα στο θύμα και στον τιμωρό παρουσιάζεται με έναν τέτοιο επιφανειακό τρόπο, χωρίς να εμβαθύνει σε ερωτήματα που αφορούν τη δικαιοσύνη, την εκδίκηση και την ενοχή. Ενώ η ταινία θέτει κάποια ενδιαφέροντα ηθικά διλήμματα για το αν η εκδίκηση μπορεί ποτέ να φέρει τη λύτρωση ή αν είναι απλώς μια ακόμη μορφή αυτοκαταστροφής, η ταινία ποτέ δεν επιχειρεί (μοιάζει σαν να φοβάται να κοιτάξει κατάματα τα ερωτήματα που θίγει), να μπήξει το μαχαίρι μέχρι το κόκκαλο για να δώσει σε αυτά τα διλήμματα μια κάποια πραγματική υπόσταση. Το φινάλε δε, που επιχειρεί να προσφέρει ένα ανατρεπτικό κλείσιμο, καταλήγει να φαντάζει περισσότερο ως ένας εύκολος τρόπος για να δώσει ένα αίσιο τέλος παρά ως ένα πραγματικό σχόλιο πάνω στην ανθρώπινη φύση.

Ο Μπιλ Σκάρσγκαρντ, απαλλαγμένος από τις υπερβολικές μεταμορφώσεις που τον έχουν χαρακτηρίσει σε προηγούμενους ρόλους, είναι αρκετά πειστικός ως Εντι. Η φυσικότητα με την οποία αποδίδει τον πανικό, την οργή και τελικά την απελπισία του, δημιουργεί έναν χαρακτήρα που, αν και εγκλωβισμένος, παραμένει ζωντανός και ανθρώπινος. Από την άλλη πλευρά, ο Αντονι Χόπκινς, αν και είναι παρών κυρίως μέσω της φωνής του, επιδεικνύει για άλλη μια φορά την ικανότητά του να δημιουργεί έναν αδυσώπητο και ψυχρό χαρακτήρα. Η χροιά της φωνής του γεμίζει κάθε σκηνή με μια σχεδόν αποτρόπαιη γαλήνη, αποκαλύπτοντας τον εσωτερικό κόσμο ενός ανθρώπου που έχει μετατρέψει τον πόνο του σε απάνθρωπη δικαιοσύνη.

Ομως το «Locked» είναι μια από αυτές τις ταινίες που θα σου μείνει όσο και η διάρκεια της κούρσας, η οποία, αν και προσφέρει κάποιες δόσεις πραγματικής έντασης και σασπένς, θα έχει ξεχαστεί με το που θα βγεις από το αμάξι και θα σε κάνει να αναρωτηθείς αν άξιζε το αντίτιμο ή αν καλύτερα θα μπορούσες να είχες πάει με τα πόδια.