Καθώς η Νάνσι κάνει σερφ μόνη της σε μια απομονωμένη παραλία στην άκρη του Μεξικό, βρίσκεται κυνηγημένη από έναν μεγάλο λευκό καρχαρία και εγκλωβίζεται πάνω σε έναν μικρό βράχο. Αν και απέχει μονάχα 200 μέτρα από την ακτή, η επιβίωση θα αποδειχθεί δύσκολη υπόθεση, αναγκάζοντάς την να επιστρατεύσει όλες της τις δυνάμεις, τη θέληση και την εφευρετικότητά της.

Ξεχάστε οποιαδήποτε ομοιότητα με το «Στα Σαγόνια του Καρχαρία» - δεν είναι κάθε ταινία με καρχαρίες ντε και καλά συγκρίσιμη μονάδα με το αριστούργημα του Στίβεν Σπίλμπεργκ, ειδικά όταν η λογική είναι τελείως διαφορετική απ’ όσα κυνηγούσαν τα πλήθη εν έτει 1975 στο Martha’s Vineyard.

Το «Σε Ρηχά Νερά» είναι πιο κοντά στο «Buried», με την Μπλέικ Λάιβλι στο ρόλο του Ράιαν Ρέινολντς και με μια βραχονησίδα στο ρόλο του φερέτρου. (Αν δεν το έχετε δει και οι δύο προσπαθούν να επιβιώσουν.)

Αν και αυτή η αναφορά σας φαίνεται τραβηγμένη, τότε θυμηθείτε (αν τολμάτε) το «Open Water» με εκείνους τους δύσμοιρους ερασιτέχνες δύτες που τους ξεχνάνε στη μέση του ωκεανού και βασιζόταν σε αληθινή ιστορία. Εδώ η εμπειρία είναι παρόμοια, αλλά ο τρόμος δεν γεννιέται από την αίσθηση του found footage ή του ντοκιμαντέρ, αλλά από το πόσο χορταστικό μπορεί να είναι φιλμ στο οποίο πρωταγωνιστούν μόνο ένας ηθοποιός, ένας καρχαρίας και ένας γλάρος.

Και για να μην φτάσουμε μέχρι το «Cast Away», ας ξεκαθαρίσουμε από νωρίς πως το «Σε Ρηχά Νερά» μπορεί να αναφέρεται σε ένα απροσδιόριστο ακόμη κινηματογραφικό ειδος (αυτό του «θρίλερ επιβίωσης αλλά και ψυχολογικού τρόμου»), αλλά είναι τόσο καλά θεμελιωμένο που στέκεται αυτόφωτο σαν ένα άρτιο δείγμα του πως παίζεις με τις συμβάσεις για να βγεις... πιο ζωντανός και από όταν ξεκίνησες.

Χωρίς τεχνάσματα, περίτεχνες λήψεις ή φτηνές ανατριχίλες, το φιλμ του Κολέ-Σερά (που τα έλεγε έτσι κι αλλιώς πιο ωραία στο «Orphan» παρά στις περιπέτειες με τον Λίαμ Νίσον) βάζει το κορίτσι μέσα στη θάλασσα, ξεχνώντας να του πει ότι εκεί παραμονεύει και ένας λευκός καρχαρίας, αλλά δίνοντας «λυσάρι» στο κάθε πότε ανεβαίνει ή κατεβαίνει η παλίρροια στο βράχο που θα βρει καταφύγιο. Από κει και πέρα, ο χρόνος μετράει μόνο κατά της, αλλά υπέρ του θεατή που πλέον απολαμβάνει καθαρή αγωνία, σωματική ένταση και μια τελική μάχη που θα ικανοποιήσει ακόμη και τους πιο αχόρταγους.

Με ένα υποτυπώδες ψυχολογικό υπόβαθρο που όμως λειτουργεί αποτελεσματικά (πριν προλάβει να γίνει μελοδραματικό), μια ελαφριά αίσθηση μεταφυσικού (μήπως όλα όσα βλέπει η Νάνσι δεν είναι παρά μόνο μια φαντασίωση;) που μένει αναξιοποιήτη αλλά δημιουργεί την ατμοσφαιρά της και ένα σπουδαίο χαρακτήρα στο μέγεθος και κυρίως στο βλέμμα ενός γλάρου (που ακούει ή πιο σωστά δεν ακούει στο όνομα Στίβεν... Σίγκαλ), το «Σε Ρηχά Νερά» μένει συγκεντρωμένο στην απειλή, όπως ακριβώς κάνει και η ηρωίδα του και δεν την αφήνει σχεδόν ποτέ μόνη βάζοντας αναπόφευκτα τον κάθε ένα από τους θεατές να ζουν μαζί της την ίδια αγωνία.

Ευτυχώς, γιατί η Μπλέικ Λάιβλι αναδεικνύεται σε μια κοπέλα που δεν θα αφήσει τίποτα στην τύχη, θα πονέσει, θα διψάσει και θα κλάψει, αλλά στην ίσως πρώτη της κανονική και μεγάλη ερμηνεία απαιτήσεων κουβαλά στους ώμους της όλο το οικοδόμημα του Κολέ-Σερά χωρίς ποτέ να απειλεί την ακεραιότητά του. Αντίθετα, του προσθέτει πόντους φυσικότητας και σωματικής αντοχής, πιο εκφραστική ακόμη κι αν είχε σελίδες μονολόγων να ερμηνεύσει, μια κατά λάθος action woman σε μια ταινία... φαντασίας που με τα απολύτως απαραίτητα προσφέρει απενοχοποιημένο θέαμα χωρίς υπερβολές (ούτε στην πλοκή, ούτε στα εφέ, ούτε στο όποιο gore) και κυρίως την εξαιρετικά ανησυχητική αίσθηση πως στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται να πας «στα βαθιά» για να νιώσεις... αβοήθητος.