Η ιδέα στην οποία βασίζεται η ταινία του Ντέιβιντ Γιαροβέσκι είναι ταυτόχρονα τόσο απλή όσο και αρκετά έξυπνη: τι θα γινόταν εάν ο Σούπερμαν, αντί να γίνει από παιδί ο ήρωας που όλοι γνωρίζουμε και αγαπάμε, μεγάλωνε για να μεταμορφωθεί σε έναν υπερκακό, γεμάτο θυμό, ο οποίος το μόνο που θέλει είναι την καταστροφή του κόσμου μας;
Παίρνοντας μόνο την κεντρική ιδέα από τον Ανθρωπο από Ατσάλι που δημιούργησε ο Τζέρι Σίγκελ, και αφήνοντας όλα τα υπόλοιπα στην άκρη, οι σεναριογράφοι Μαρκ και Μπράιαν Γκαν σχεδιάζουν στην ουσία το origin story ενός κακού υπερήρωα ο οποίος μοιάζει σαν ένα περίεργο αμάλγαμα μεταξύ του Σούπερμαν και του Ντάμιεν από την «Προφητεία». Και ναι, διαβάζοντας και μόνο τη σύνοψη της ταινίας καταλαβαίνεις πως είναι φτιαγμένη για να τραβήξει τόσο το κοινό των υπερηρωικών ταινίων όσο και αυτών του τρόμου.
Η ταινία ξεκινά γνώριμα, καθώς οι Μπάιερς (ως οι Κεντ σε κάποιο άλλο παράλληλο σύμπαν ίσως) βρίσκουν ένα μωρό που έπεσε στην κυριολεξία από τον ουρανό στην πίσω αυλή του σπιτιού τους και δέκα χρόνια μετά το παιδί αυτό ανακαλύπτει πως έχει δυνάμεις οι οποίες τον μετατρέπουν από ένα αξιαγάπητο 12χρονο αγόρι σε ένα κατά συρροή δολοφόνο με υπερδυνάμεις. Το ενδιαφέρον του σεναρίου γρήγορα εξατμίζεται όταν οι Γκαν αποφασίζουν, αντί να πειραματιστούν με τα δυο αυτά genre, να εμπιστευτούν τις σεναριακές τροπές του τρόμου, μετατρέποντας τις δυνάμεις αυτές ως μια μεταφορά του ξυπνήματος της ανδρικής εφηβείας, των ορμών αλλά και τις τοξικής αρρενωπότητας. Και όλο αυτό αποδεικνύεται ως ο δικός τους Κρυπτονίτης όταν και στο παιχνίδι μπαίνει, με περίσσια ευχαρίστηση, και ο Γιαροβέσκι ο οποίος χρησιμοποιεί το σενάριο για να πετάξει τα καλά χορογραφημένα jump scares του αλλά και το άπλετο (και ίσως σε μερικές στιγμές αχρείαστο) gore.
Οχι πως δεν υπάρχουν κάποιες έξυπνες στιγμές εδώ και εκεί, και μια αρκετά υποβλητική ατμόσφαιρα, αλλά δυστυχώς όλη αυτή η ψευδαίσθηση που δημιουργείται από την μείξη των genres εξαφανίζεται κάτω από το βάρος μιας πρόχειρα στημένης μηχανής με καπνούς και καθρέφτες για να πείσει πως η ταινία αυτή μπορεί να «απογειωθεί». Ακόμα και οι πρωταγωνιστές της, οι Ελίζαμπεθ Μπανκς και Ντέιβιντ Ντέναμ, μοιάζουν σαν να παίζουν έχοντας μπει σε αυτόματο πιλότο, αφήνοντας χώρο στον μικρό Τζάκσον Νταν στο ρόλο του Μπράντον να προσφέρει μερικές ανατριχιαστικές στιγμές με την ερμηνεία του ως psycho υπερήρωας.
Ομως η ταινία του Γιαροβέσκι, μέχρι και το αναμενόμενο αλλά και κάπως ανατριχιαστικό φινάλε της, μοιάζει σαν να έχει εγκαταλείψει από την αρχή σχεδόν τις όποιες έξυπνες ιδέες και της και καταλήγει άλλη μια ταινία του σωρού, η οποία ίσως τραβήξει κοινό με το όνομα του Τζέιμς Γκαν (ο πολυσυζητημένος σκηνοθέτης των «Guardians of the Galaxy») ως παραγωγό. Εξάλλου, έχουμε δει το ίδιο πράγμα σε μάλλον καλύτερη εκδοχή με το φιλμ «Το Χρονικό» του 2012 σε σκηνοθεσία του Τζος Τρανκ. Αναζητήστε την.