«Chevalier»: δαχτυλίδι που φοριέται στο μικρό δάχτυλο - πάλαι ποτέ διακριτικό γαλλικής αριστοκρατικής καταγωγής ή έπαθλο ανδρείας των ιπποτών (των chevaliers). «Chevalier»: παιχνίδι που επιλέγουν να παίξουν 6 (ή μάλλον 9, καθώς και το πλήρωμα στήνει τη δική του παρτίδα) άντρες αποκλεισμένοι σ' ένα σκάφος, περνώντας συνεχείς δοκιμασίες, βαθμολογώντας ο ένας τον άλλον για τα πάντα και στέφοντας τον νικητή ως «τον καλύτερο, γενικότερα». «Chevalier»: η νέα ταινία της Αθηνάς Τσαγγάρη, ένα διαπεραστικό, σατιρικό αλλά και γεμάτο κατανόηση βλέμμα στην φιλοδοξία και την ανασφάλεια των ανδρών, την αλαζονεία και την παράνοια του ανταγωνισμού, την ματαιοδοξία και την ματαιότητα της ανθρώπινης φύσης.

Ο «Γιατρός» (Γιώργος Κέντρος) είναι ένας μεσήλικας διευθυντής κλινικής, ο οποίος παίρνει μία παρέα αντρών για να περάσουν ένα διήμερο με το σκάφος του. Ο Γιάννης (Γιώργος Πυρπασόπουλος) είναι ο γαμπρός του, ασφαλιστής (στο επάγγελμα) και ανασφαλής. Ανασφαλής απέναντι στον επίσης χειρουργό Χρήστο (Σάκης Ρουβάς), τον πρώην της γυναίκας του, κι αγαπημένο πουλέν του Γιατρού που τον προετοιμάζει για πιθανό διάδοχό του στη διεύθυνση της κλινικής. Αδελφός του Γιάννη, ο Δημήτρης (Μάκης Παπαδημητρίου) - ντροπαλός, ευαίσθητος, μαμάκιας. Κρυφά γκέι, κρυφά ερωτευμένος με τον Γιώργο (Πάνος Κορώνης), έναν γοητευτικό, αλλά και νάρκισσο, μεσίτη, ο οποίος είναι αδελφικός φίλος και συνέταιρος με τον Ζοζέφ (Βαγγέλης Μουρίκης). Ο Ζοζέφ είναι κουλ, μέχρι να υπονοήσεις κάτι για τον τον ανδρισμό του.

Υποβρύχιο ψάρεμα, τζετ σκι, σερφ, γυμνισμός, φαγητό, γυμναστική, παιχνίδια. Απομονωμένοι στον φαινομενικά ήσυχο μικρόκοσμό τους, οι άντρες μοιάζουν να διασκεδάζουν την απόδρασή τους και την μεταξύ τους παρέα, σ' ένα σκάφος που παρέχει όλες τις ανέσεις. Μόνο που τα νερά από κάτω είναι ταραγμένα. Γιατί ποιος ποτέ έβαλε μία ομάδα ανθρώπων σ' έναν μικρό, κλειστό χώρο, μεσοπέλαγα, και δεν ένιωσε την ένταση της ατμόσφαιρας να χτυπάει κόκκινα; Το σκάφος χαλάει, το ρεύμα πέφτει και, υπό το φως των κεριών, οι άντρες αποφασίζουν να παίξουν «Chevalier» - ένα παιχνίδι που σε εξωθεί να... τις βγάλεις να τις μετρήσεις. Κυριολεκτικά.

Ο κάθε παίκτης βάζει δοκιμασίες στον εαυτό του και στους υπόλοιπους - από το ποιος θα κάνει τα περισσότερα «ψαράκια» με την πέτρα του, ποιος λείπει περισσότερο στη σύντροφό του, μέχρι όντως τη σύγκριση του μεγέθους της στύσης τους. Ολοι βαθμολογούν όλους στο πώς κοιμούνται, πώς στέκονται, πώς ντύνονται, πώς συμπεριφέρονται, πόσο υψηλή χοληστερίνη έχουν. Οποιος συγκεντρώσει τους περισσότερους βαθμούς θα στεφθεί ο καλύτερος. Και καθώς οι δοκιμασίες είναι... για τα πάντα, θα στεφθεί «ο καλύτερος, γενικότερα». Και θα φορέσει το «chevalier» δαχτυλίδι του Γιατρού.

Η Αθηνά Τσαγγάρη επιστρέφει μετά το «Attenberg» με ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για τα παιχνίδια εξουσίας. Την αφορά πώς οι ήρωες της συμμετέχουν, αλλάζουν, επαναπροσδιορίζονται μέσα από αυτά. Το έκανε στο «Capsule» εξερευνώντας τη δυναμική της γυναικείας φύσης, τώρα στρέφει το φακό της στους άντρες. Ή κι όχι ακριβώς. Ναι, φυσικά, το καστ είναι αμιγώς ανδρικό κι ο φεμινισμός της σκηνοθέτιδας λειτουργεί με αχνές υπόγειες πινελιές (παίζει με κόντρα συμπεριφορές - πχ άντρες που ανησυχούν για το αν είναι χτενισμένα τα μαλλιά τους, ή τι θα φορέσουν σήμερα) καυτηριάζοντας τα κακώς κείμενα του ισχυρού φύλου (εγωισμό, Πίτερ Παν ανωριμότητα, υπέρμετρη φιλοδοξία). Ομως η Τσαγγάρη δεν στέκεται εκεί. Δεν την ενδιαφέρουν φτηνά χτυπήματα κάτω από τη μέση, δεν την αφορά η εύκολη επίθεση στους αιώνια έφηβους αρσενικούς, δεν την νοιάζει καν ποιος θα κερδίσει. Την ενδιαφέρει το παράλογο που καθημερινά εκλογικεύουμε. Η πίεση που βάζουμε όλοι στους εαυτούς μας για να είμαστε/γίνουμε οι καλύτεροι. Τα όρια που θα φτάσει ο κάθε άνθρωπος για να νικήσει. Ή, τουλάχιστον, για να μη χάσει.

Μαζί με τον πάντα ευφυή Ευθύμη Φιλίππου, με τον οποίο συνυπογράφουν το σενάριο, συνθέτουν μία εκκεντρική, καυστική, κωμωδία του παραλόγου που αποκαλύπτει τις ανθρώπινες αδυναμίες (ανδρών και γυναικών) και κάνει πλάκα με αυτές. Και μέσα από το, άλλες φορές φαρσικό, άλλοτε φλεγματικό, αλλά πάντα κατάμαυρο χιούμορ, τις καταλαβαίνει, τις γειώνει, τις συγχωρεί. Προστατεύει τους ήρωές της, χωρίς να τους χαρίζεται η Τσαγγάρη. Τους περιπαίζει με τον τρόπο και το δικαίωμα που έχουν οι οικογένειες να το κάνουν. Ακόμα και η χρήση της μουσικής είναι μία μικρή λεπτομέρεια τρυφερότητας.

Η μεγαλύτερη απόδειξη σκηνοθετικής φροντίδας όμως κρύβεται στην καθοδήγηση των ηθοποιών της. Μία στοργή τόσο υπόγεια, όσο κι όλο το πραγματικό «παιχνίδι» της ταινίας. Γιατί το καστ είναι φαινομενικά ανομοιογενές (από το θεατρικό Κέντρο μέχρι τον καθαρά κινηματογραφικό Μουρίκη κι από τον σκηνοθέτη Κορώνη μέχρι το pop-icon Ρουβά) και οι ρόλοι γραμμένοι δύσκολα, μη κολακευτικά και σχηματικά - σαν πιόνια σε μια σκακιέρα που αποκτούν μορφή κι οντότητα κατά τη διάρκεια της παρτίδας. Ομως η Τσαγγάρη είναι εκεί για να κρατήσει το πηδάλιο ανάμεσα στις ξέρες: ο Μουρίκης παίζει έναν off beat ρόλο με μία ρισκέ σκηνή που λειτουργεί λόγω του ταλέντου του, πρωτίστως, αλλά και της αυτοπεποίθησης της σκηνοθέτιδάς του. Ο Πυρπασόπουλος τολμά κι είναι καλύτερος από ποτέ, ο Κορώνης δίνει μία εγκεφαλική ερμηνεία και αυτοσαρκάζεται γενναιόδωρα, ενώ ο Κέντρος ενώνει τους πάντες με τη στιβαρή του οντότητα. Κι ο Ρουβάς, γιατί αυτός αποτέλεσε το μεγαλύτερο στοίχημα, είναι ακριβής, συντονισμένος, μελετημένος, επάξιο μέλος του κινηματογραφικού αυτού πληρώματος. Ο Μάκης Παπαδημητρίου όμως είναι αυτός που κλέβει την παράσταση. Γιατί μπορεί να γίνει φαρσικός και συγκινητικός, με ένα δευτερόλεπτο, με ένα βλέμμα διαφορά. Κι αυτό δεν είναι πια ωμό, έμφυτο ταλέντο, είναι καλοδουλεμένο εργαλείο. Η κωμικότητά του κουβαλά αυτή την αναγκαία μελαγχολία που θα μας δώσει το κλειδί κατανόησης της ταινίας: κανείς δε θέλει να είναι, γενικά, ο καλύτερος. Απλά οι νίκες στα παιχνίδια της ζωής μοιάζουν με αποδοχή. Οι βαθμοί με αγάπη. Τα «likes» στο facebook με φιλίες. Τα αστεράκια στο σινεμά με πραγματική κριτική.

Θα διασκεδάσετε, αλλά μην περιμένετε μία ξεκάθαρη κωμωδία. Η ενέργεια της κινηματογράφησης, τα πλάνα της Τσαγγάρη και η εξαιρετική φωτογραφία του Χρήστου Καραμάνη (ο οποίος κερδίζει το στοίχημα του μικρού κλειστοφοβικού χώρου) προδίδουν τις πολλές επιδερμίδες και την πραγματική θερμοκρασία της ταινίας: μήπως είναι ταυτόχρονα ένα ψυχολογικό νουάρ σε λευκούς πλαστικούς τοίχους; Γιατί γελάμε με τα χάλια μας, αλλά η Τσαγγάρη συνεχίζει να βουτά χωρίς αναπνευστήρα στα βαθιά της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Εκεί όμως που νομίζεις ότι θα υπάρξει ανατροπή, η πλοκή θα αγριέψει, η ιστορία θα εκτροχιαστεί, κάτι θα γίνει, δε γίνεται τίποτα. Η ταινία δεν απογειώνεται, αψηφά την κινηματογραφική ανάγκη για κορύφωση. Με αυτό τον τρόπο επιλέγει το σενάριο να αποδείξει ότι η ζωή δε λειτουργεί έτσι. Οτι το «Chevalier» είναι μεν ένα absurd παιχνίδι, αλλά και ταυτόχρονα ο καθρέφτης της καταδικασμένης στη μετριότητα, μη απογειωτικής, φλατ καθημερινότητάς μας. Αυτή ίσως να είναι και η μόνη μας διαφωνία με την ταινία: την είχαμε ανάγκη μία πινελιά εκτός κάδρου, κάτι που να τραβηχτεί στα άκρα, μία υψίφωνη κορώνα μέσα στην ήσυχη τονικότητα...

Διαβάστε επίσης: