Στην κατά Σαμ Τέιλορ-Τζόνσον βιογραφία της Εϊμι Γουάινχαους, που δραματοποιεί μονάχα τα ενήλικα χρόνια της τζαζ τραγουδοποιού μέχρι τον πρόωρο θάνατό της στα 27 από δηλητηρίαση αλκοόλ, ούτε ο χωρισμός των γονιών της στα 9 της θίγεται, ούτε η βουλιμία που την ταλαιπωρούσε ως έφηβη, ούτε η κατάθλιψη που την κατέβαλε μετά την εγκατάστασή της στο Κάμντεν. Ούτε και ο ταξιτζής μπαμπάς, τον οποίο υπεραγαπούσε μονόπλευρα σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ «Amy: Το κορίτσι πίσω από το όνομα» του Ασίφ Καπάντια (2015), σκιτσάρεται ως ο οπορτουνιστής κρυφομάνατζερ όπως σε εκείνο το φιλμικό πορτρέτο, παρά ως ένας αυστηρός τόσο-όσο, υποστηρικτικός, στοργικός πατέρας.
Είναι σαν η δραματοποίηση να εκκινεί από μια σχεδόν τακτοποιημένη Εϊμι, με ήδη καλλιεργημένο το μουσικό ταλέντο και την ανεμελιά (περιστασιακές σχέσεις, σποραδική χρήση ουσιών) που θα χαρακτήριζε κάθε 18χρονη Βορειολονδρέζα, συμφιλιωμένη με τα γεγονότα της ζωής, ευτυχή, έτοιμη για τα μελλούμενα. Και σαν να ισχυρίζεται πως η (αυτο)καταστροφή της ξεκίνησε μετά τη γνωριμία της με τον κοκάκια Μπλέικ Φίλντερ και τον γεμάτο διακυμάνσεις δεσμό τους που την έριχνε μόνιμα στη σκοτοδίνη. Για την οποία τοξικότητα ούτε ο Φίλντερ έφταιγε πάντως, λέει ηταινία. Ας όψεται ο έρως ο μέγας, ο νοούμενος μεταφυσικά ως μοίρα, που μπλοκάρει κάθε έλεγχο σε όλα τα υπόλοιπα κομμάτια της ζήσης.
Σύμφωνοι, μια άποψη είναι κι αυτή, εν προκειμένω της Τέιλορ-Τζόνσον και του τακτικού σεναριογράφου της Ματ Γκρίνχαλ («Nowhere Boy», «Τα Αστέρια Δεν Πεθαίνουν στο Λίβερπουλ»). Που όμως σακατεύει ακόμα και τον σε πρώτη ανάγνωση ψυχολογισμό και εμποδίζει το πέρασμα από την απλή περιγραφή στη σύνθετη καταγραφή, έτσι όπως διαλλακτικά έως και ευγενικά φέρεται σε όλους - οικογένεια, τρελούς εραστές, ακόμα και την ίδια την πιεστική μουσική βιομηχανία. Για τον απλούστατο λόγο πως το φιλμ πρέπει να αρέσει σε όλους, ζώντων συγγενών τε και ημών θεατών συμπεριλαμβανομένων. Ποιοι ήταν τελικά οι δαίμονες της Εϊμι; Μα κανένας πλην του τυφλού εμμονικού έρωτα, απαντά το φιλμ, με μια μοιρολατρεία αντάξια, νομίζεις, των αναγνωσμάτων Βίπερ Νόρα.
Ευτυχώς, υπάρχει η Μαρίσα Αμπέλα. Ελάχιστα γνωστή (από τη σειρά «Industry» και έναν μικρό ρόλο στη «Μπάρμπι»), η 26χρονη ηθοποιός ξεπροβάλλει ως αποκάλυψη. Κουβαλάει σχεδόν ολόκληρη την ταινία στις επιτηδευμένα γυρτές πλάτες της, με μια θαρραλέα και παθιασμένη ερμηνεία που δεν προδίδει στιγμή το αναγκαστικό ζόρισμα από τις υπαγορεύσεις της μιμητικής - τη σωματική γλώσσα και τις φωνητικές ιδιαιτερότητες της Γουάινχαους (με την κατάλληλη προώθησή της σε έναν εξ’ ορισμού αβανταδόρικο ρόλο, δεν αποκλείεται να συζητηθεί για τα όποια βραβεία του επόμενου χειμώνα). Δεν είναι απλώς οι φοβεροί ελιγμοί της ανάμεσα στις τονικές κάμψεις και τη βραχνάδα, είναι και η σαφήνεια με την οποία εκφέρει τους σκληρούς στίχους της τραγουδίστριας και τους συνδέει άκοπα νομίζεις με ο, τι βιωματικό προηγήθηκε.
Αν κάτι πρέπει να πιστωθεί στη δουλειά της Τέιλορ-Τζόνσον, πέρα από δύο ή τρία φωτεινά σκέλη τούτης της εξιστόρησης (η επιδραστική σχέση της Εϊμι με τη λατρεμένη γιαγιά της, ολόκληρη η σεκάνς της γνωριμίας της με τον Μπλέικ στην παμπ), είναι ακριβώς η επιλογή της σκηνοθέτη να εστιάσει στη μουσική του υποκειμένου, στηριζόμενη σχεδόν αποκλειστικά στη σύνθεση της Αμπέλα. Είναι αυτό το focus που δίνει στην ταινία τα νοήματα και το βάθος που δεν είχε εξαρχής.