Καλογυρισμένο, με φροντισμένη παραγωγή και αξιοπρόσεκτες ερμηνείες από τους βασικούς πρωταγωνιστές του, το φιλμ του Πολ ΜακΓκίγκαν (γνωστού περισσότερο για μια σειρά από δευτεροκλασάτα αλλά αρκούντως διασκεδαστικά θρίλερ) αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση biopic που έλκεται από μια μάλλον ιδιόμορφη αληθινή ιστορία αλλά διστάζει να αξιοποιήσει στο έπακρο ακριβώς τα στοιχεία εκείνα που την κάνουν να ξεχωρίζει.
Στην περίπτωση αυτή, πρόκειται για την ερωτική ιστορία ανάμεσα στην πάλαι ποτέ σέξι ντίβα του Χόλιγουντ της δεκαετίας του ’50, Γκλόρια Γκρέιαμ, και τον κατά πολύ νεότερό της, Βρετανό ηθοποιό Πίτερ Τέρνερ, με τον οποίο γνωρίζονται το 1978 στο Λονδίνο, όπου εκείνη συμμετέχει σε μια θεατρική παράσταση, για να ζήσουν ένα σύντομο αλλά παθιασμένο ειδύλλιο.
Βασισμένη στην αυτοβιογραφία του ίδιου του Τέρνερ, η ταινία πηγαινοέρχεται ανάμεσα στο Λονδίνο, το Λος Αντζελες και τη Νέα Υόρκη, όπου οι δύο εραστές θα συγκατοικήσουν για λίγο καιρό, και –κυρίως– ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν της σχέσης τους, όταν η βαριά άρρωστη πλέον ηθοποιός αναζητά καταφύγιο και φροντίδα για τις τελευταίες της μέρες στην αγκαλιά του Τέρνερ και της οικογένειάς του, στο Λίβερπουλ.
Ο ΜακΓκίγκαν και ο σεναριογράφος Ματ Γκρίνχαλγκ ξετυλίγουν το αντισυμβατικό love story ανάμεσα στην 55χρονη τότε Γκρέιαμ και τον 26χρονο Τέρνερ ως ένα αλλόκοτο μίγμα σεξουαλικής έλξης, θαυμασμού, περιέργειας και τρυφερότητας, αγγίζοντας φευγαλέα μονάχα μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές των προσωπικοτήτων και της σχέσης τους, κι ακόμα λιγότερο τον αντίκτυπό που αυτή ενδεχομένως είχε στη δουλειά και στον περίγυρό τους. Η Γκρέιαμ είχε ήδη προκαλέσει σκάνδαλο στο Χόλιγουντ όταν παντρεύτηκε τον γιο του πρώην συζύγου της, Νίκολας Ρέι, και σκηνοθέτη μιας από τις μεγαλύτερες κινηματογραφικές επιτυχίες της, του «In a Lonely Place», ενώ ο Τέρνερ ομολογεί τις αμφισεξουαλικές του προτιμήσεις. Ομως τίποτα από όλα αυτά δεν μοιάζουν να αξίζουν μεγαλύτερης προσοχής από τους δημιουργούς της ταινίας, σαν να μην ήταν ίσως ικανά να ρίξουν περισσότερο φως στο τι έφερε κοντά (ή κράτησε τελικά μακριά) τους δύο αταίριαστους εραστές.
Και παρά την επιβλητική παρουσία της Ανέτ Μπένινγκ στο ρόλο της παρηκμασμένης σταρ, με την πληθωρική εξωστρέφεια αλλά και μια έμφυτη μελαγχολία και ανασφάλεια, η ταινία δεν καταφέρνει να αρθρώσει ένα πιο στιβαρό σχόλιο για το αιώνιο, εξουθενωτικό κυνήγι της νεότητας και της επιτυχίας, και την τάση του Χόλιγουντ να καταδικάζει στο περιθώριο τους λαμπερούς αστέρες του, και ειδικά τις γυναίκες, όταν πια το σεξαπίλ τους έχει ξεθωριάσει.
Ακόμα και η πιο ενδιαφέρουσα αισθητική επιλογή του ΜακΓκίγκαν μοιάζει να γυρίζει μπούμερανγκ στις φιλοδοξίες της ταινίας: σαν έναν φόρο τιμής στο ένδοξο παρελθόν και τις αναμνήσεις της ηρωίδας του, το «Τα Αστέρια δεν Πεθαίνουν στο Λίβερπουλ» τυλίγει ενίοτε τους πρωταγωνιστές του σε εκθαμβωτικά ηλιοβασιλέματα και ειδυλλιακά σκηνικά που μοιάζουν να έχουν ξεπηδήσει από τα γυρίσματα κάποιου κλασικού χολιγουντιανού μελοδράματος ή ρομάντζου.
Αυτό το κλείσιμο του ματιού στη χρυσή εποχή του Χόλιγουντ, αλλά και σε αυτήν την τόσο ψεύτικη πλευρά της βιομηχανίας του θεάματος, παραμένει ωστόσο μάλλον επιδερμικό, εγκλωβίζοντας τους χαρακτήρες σε μια άτολμη και ελάχιστα ρεαλιστική προσέγγιση της σχέσης τους. Εμμένοντας στη σχηματική αναπαράσταση ενός καταδικασμένου έρωτα, όπου η αυταπάρνηση και το δραματικό φινάλε προκαλούν μεν τα δάκρυα αλλά όχι και την ουσιαστική κατανόηση, το φιλμ στερεί εν τέλει από τους ήρωές του την αληθινή ιστορία που αξίζουν και από τους θεατές μια πιο ζουμερή ματιά στον κόσμο που τους περιστοιχίζει.