Oταν ο Τόνι Σταρκ, μετά την καταστροφή της S.H.I.E.L.D., προσπαθεί να ενεργοποιήσει ένα πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης που αποσκοπεί στη διατήρηση της τάξης, τα πράγματα δεν πάνε και τόσο καλά. Για την ακρίβεια, πάνε εντελώς στραβά, καθώς δημιουργεί τον Utron, ένα εξελιγμένο ρομπότ που, όμως διακατέχεται από ιδέες μεγαλείου. Οι πανίσχυροι υπερασπιστές του πλανήτη Γη πρέπει να συνασπιστούν κατ’ επειγόντως, για να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Καθώς ο μοχθηρός Ultron εγείρεται εναντίον της ανθρωπότητας, οι Εκδικητές είναι οι μοναδικοί που μπορούν να αποκρούσουν τα φρικτά σχέδιά του. Περίεργες και ύπουλες συμμαχίες θα προκύψουν και θα προλειάνουν το έδαφος για μια μοναδική παγκοσμίου βεληνεκούς τιτανομαχία.

Αν η πρώτη φάση του κινηματογραφικού σύμπαντος της Marvel ήρθε να «κλειδώσει» με τους πρώτους «Avengers», η δεύτερη τους συναντά λίγο πριν το τελευταίο της κεφάλαιο (το «Ant-Man» του Πέιτον Ριντ) στερώντας τους τη μεγάλη ευθύνη να είναι για δεύτερη φορά η κορύφωση μιας ακόμη εποποιίας.

Και ίσως σοφά...

Οι «Avengers» δεν είναι πλέον το μόνο δυνατό χαρτί της κινηματογραφικής Marvel, απλά γιατί πριν από αυτό, είναι το μοναδικό χαρτί στα σκηνοθετικά χέρια του Τζος Γουίντον που αν ισχύουν τα λεγόμενά του, δεν προτίθεται να τους ξανασυναντήσει καθισμένος στην καρέκλα του σκηνοθέτη (τα δύο επόμενα μέρη «Avengers: The Infinity War 1 και 2 αναλαμβάνουν οι Τζο και Αντονι Ρούσο), αποχαιρετώντας τους οριστικά με αυτό εδώ το δεύτερο κεφάλαιο των περιπετειών τους.

Και κάπως έτσι μοιάζει αδύνατον να δεις το «Avengers: Age of Ultron» ως κάτι άλλο από μια ταινία του Τζος Γουίντον, καθώς η παρουσία του καθρεφτίζεται διάφανη σε κάθε μικρή ή μεγάλη, διαλογική ή action σκηνή, ως ακόμη ένα δείγμα της μοναδικής του ιδιότητας να χειρίζεται ακόμη και το πιο ακριβό προϊόν μιας ολόκληρης βιομηχανίας ως μια μικρή προσωπική ταινία.

Σε μια δεύτερη φάση που χάρισε στη Marvel πραγματικά μεγάλες στιγμές (και δεν μιλάει κανείς μόνο για πολλά εκατομμύρια δολάρια), το «Avengers: Age of Ultron» φτάνει στις αίθουσες μετά από το κωμικό ντελίριο του «Iron Man 3», έναν ακόμη «Thor» που, εντάξει είχε κι αυτός τις στιγμές του, έναν καταιγιστικό δεύτερο «Captain America» και φυσικά το θρίαμβο του απολαυστικού μέχρι το μεδούλι «Guardians of the Galaxy», της για πολλούς και όχι άδικα καλύτερης στιγμής της Marvel μέχρι και σήμερα.

Ολοι οι φόβοι ότι μπορεί για οποιονδήποτε λόγο οι δεύτεροι «Avengers» να μην κατάφερναν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, εξαφανίζονται με την πριν τους τίτλους σκηνή της καταδίωξης μέσα στο δάσος. Εκεί όπου ο Τζος Γουίντον, απαλλαγμένος πλέον από το βάρος του να συστήσει τον κάθε ήρωα ξεχωριστά, τους ρίχνει όλους στην αρένα και ξεκινάει με συνοπτικές διαδικασίες να εκτοξεύει απλόχερα στους θεατές όλα όσα αγάπησε κανείς και στην πρώτη ταινία.

Με χιούμορ που σώζει κάθε πρόσχημα, ταχύτητα που δίνει νόημα στην τρισδιάστατη εικόνα και γνήσια υπερηρωική διάθεση στη διττή αποστολή των Εκδικητών που κάθε φορά αναγκάζονται πριν σώσουν τον κόσμο να σώσουν τον εαυτό τους, ο Τζος Γουίντον πατάει γκάζι με το κοντέρ ήδη ανεβασμένο σαν η δράση να μην σταμάτησε ποτέ από την πρώτη ταινία μέχρι και σήμερα.

Και κάπως έτσι ξεκινάει μια ταινία που έχει απ’ ολα. Και δράμα και γέλιο, και ρομάντζο (ανάμεσα στο πιο αναπάντεχο ζευγάρι ανάμεσα στους Εκδικητές) και αντιπαλότητες και επιστήμη και δράση και μια από τις ωραιότερες εκπλήξεις για έναν από τους ήρωές του (no spoilers) και πρωταγωνιστή τον Τόνι Σταρκ (σε μια τέτοια γενναιωδορία που αφήνει σε σκηνές να κλέβουν την παράσταση ο Κάπτεν Αμέρικα, ο Θορ, η Μαύρη Χήρα και ο ενισχυμένος εδώ Hawkeye) και έναν κακό (τα εύσημα στη φωνή – ερμηνεία του Τζέιμς Σπέιντερ) που δεν πέφτει εύκολα και χορταστική δράση (μέχρι σημείο μπουκώματος να το πούμε αυτό) και νέους ήρωες για να εμπλουτίσουν την ομάδα.

Αυτούς τους τελευταίους είναι αλήθεια πως ο Γουίντον δεν έχει το χρόνο (παρά τα 140 λεπτά που διαρκεί το φιλμ) και το χώρο για να τους αναπτύξει όσο ικανά θα έπρεπε για να αποτελέσουν πραγματικές προσθήκες – μετωπίδες στους ήδη γνωστούς ήρωες. Με εξαίρεση την Scarlet Witch της Ελίζαμπεθ Ολσεν που με δύο σκηνές εξασφαλίζει ισότιμη θέση στην ομάδα, ο Quicksilver του Ααρον Τέιλορ-Τζόνσον είναι μάλλον ασθενικός (αν και εξαιρετικά ταχύς), ενώ ο Vision του Πολ Μπέτανι δεν βρίσκει παρά μια ελάχιστη σκηνή για να αποδείξει πως αποτελεί ένα από τα μελλοντικά ατού των Εκδικητών και πως το εκτυφλωτικό του σωματικό κόκκινο είναι το τέλειο αντίβαρο στο μεταλλικό κόκκινο χρώμα της μηχανικής στολής του Iron Man.

O Τζος Γουίντον, όμως γνωρίζει ακριβώς ποιες είναι οι θυσίες που πρέπει να κάνεις για να ικανοποιήσεις τα... ταμεία, όπως γνωρίζει ακριβώς πως οι «Avengers» δεν θα ήταν όμως τίποτα χωρίς την πνευματώδη αλαζονία του Ρόμπερτ Ντάουνι Τζιούνορ, την hunky ευθύτητα του Κρις Χέμσγουορθ, την – σιγά μην μας την πείτε κι εσείς – slutty δυναμική της Σκάρλετ Τζοχάνσον, την γήινη ευάλωτη φύση του Τζέρεμι Ρένερ, την παλιομοδίτική αγνότητα του Κρις Εβανς και την σαρωτική bipolar προσωπικότητα του Μαρκ Ράφαλο.

Ο Γουίντον τους συμπεριφέρεται ταυτόχρονα σαν τους υπερήρωες που όλοι θα επιθυμούσαμε να υπήρχαν αναμεσά μας, σαν μια παρέα παιδιών που ενηλικιώνονται κάθε φορά που έχουν να αντιμετωπίσουν το γεγονός πως όσο δυνατοί και να είναι είναι τρωτοί και κυρίως σαν τους φίλους που θα θέλαμε να μοιραστούμε ένα βράδυ από τη ζωή μας – ίσως όχι παίζοντας το παιχνίδι «ποιος μπορεί να σηκώσει το σφυρί του Θορ».

Με σεβασμό στην ιστορία της Marvel, με τη δική του geek αγωνία να μην προδώσει κανένα φανατικό θαυμαστή, με σκηνές που χωράνε σε μια γενικότερη ανθολογία του είδους της υπερηρωικής ταινίας (μια από αυτές ανήκει στην Black Widow και τον Hulk και μια άλλη στον Hawkeye και την Scarlet Witch) και κυρίως με αυτήν την ειδοποιό διαφορά που σχολιάστηκε ευθύς μετά τις πρώτες προβολές πως εδώ δεν βρισκόμαστε σε κανένα σκοτεινό, νιχιλιστικό, αδιάφορο σύμπαν για τις ανθρώπινες ζωές ή όσα ενώνουν τους (υπερ)ανθρώπους μεταξύ τους, δείχνοντας με το δάχτυλο τις ταινίες της DC Comics, ο Τζος Γουίντον αφήνει ελεύθερους τους «Avengers» να αλωνίζουν σε ένα ποπ απολαυστικό δίωρο και βάλε.

Ναι, χωρίς την έκπληξη της πρώτης φοράς και με ακόμη πιο αχρείαστη δράση από την πρώτη ταινία.

Με αφοπλιστικό ατού όμως το γεγονός πως σε έναν ιδανικό κόσμο που δεν θα γνωρίσουμε ποτέ, αυτοί οι ήρωες θα μπορούσαν να μην είχαν καν γεννηθεί σε ένα κόμικ πίσω στη δεκαετία του ’60, αλλά να ήταν τα δημιουργήματα της φαντασίας ενός σκηνοθέτη που πίσω από το θόρυβο, το hype και την υπερφόρτωση των ειδικών εφέ μιλάει κάθε φορά για όλα εκείνα τα παιδιά που θα συνεχίσουν εσαεί να πιστεύουν στη δύναμη του καλού.


Διαβάστε ακόμη: