Τα υλικά των ταινιών του Γουές Αντερσον είναι γνωστά. Αισθητική που αποθεώνει την κατασκευή μέχρι την τελική λεπτομέρεια, μοιρογνωμόνιο στα πλάνα, vintage αισθητική, παστέλ χρώματα, ερμηνείες που φλερτάρουν με μια αποστασιοποιημένη εκδοχή του σλάπστικ, nerdy αναλύσεις για τη ζωή, το θάνατο, την τέχνη, τη μοναξιά και τον κόσμο σαν μικρές ιστορίες ενός μεγαλύτερου βιβλίου που λειτουργεί σαν γενικός «οδηγός επιβίωσης για τη ζωή εκεί έξω» και σαν σχολικό εγχειρίδιο που καταχωνιασμένο κάπου στο παρελθόν σε καλεί διαρκώς να το ξεφυλλίσεις ξανά και ξανά.

Αυτό που είναι κάθε φορά άγνωστο είναι πόσο πραγματικό σινεμά κρύβεται πίσω από τις ταινίες-κατασκευές του, οι οποίες δεν ακολουθούν ποτέ κάποιο συγκεκριμένο κανόνα ποσοτικής (όσο περισσότεροι σταρ τόσο καλύτερα) ή ποιοτικής (όσο ακριβότερα τόσο καλύτερα) αναλογίας. Μετά από 11 κομμάτια φιλμογραφίας, ωστόσο, οι ταινίες του μοιάζουν να μεγαλώνουν επικίνδυνα τόσο που σχεδόν μέσα τους δεν χωράει παρά μια εμμονική, μηχανική πιο σωστά, επανάληψη μοτίβων. Τα κάδρα γεμίζουν, ωστόσο θυμίζουν πλέον κάδρα από άλλες του ταινίες, σε μια ανακύκλωση που χρειάζεται έναν ισχυρό ιστό για να μην μοιάζει μόνο με ένα υπέροχο κουτί μέσα στο οποίο δεν σου έφεραν και φέτος πάλι δώρο.

Το «Asteroid City» έρχεται μετά την (συγκινητική κυρίως λόγω της νοσταλγίας της για μια εποχή που έχει περάσει πλέον ανεπιστρεπτί) «Γαλλική Αποστολή» για να θυμίσει περισσότερο τις μέρες του «The Life Aquatic» ή του «The Darjeeling Limited», ταινιών που σε αντίστιξη με το «The Royal Tenenbaums» ή την μάλλον κορωνίδα της φιλμογραφίας του Αντερσον «The Grand Budapest Hotel» μοιάζουν μόνο με σχέδια ταινιών, ένα γρήγορο δηλαδή πέρασμα ιδεών (ή και best of της φιλμογραφίας του) πριν περάσουμε στην κανονική ταινία.

Αυτή δεν θα έρθει ποτέ, αφού ο τόνος δίνεται από τις πρώτες σκηνές του «Asteroid City», όταν μέσα από μια περίτεχνη και όμως φλύαρη εισαγωγή καταλαβαίνουμε ότι βλέπουμε ένα θεατρικό έργο σαν να ήταν σινεμά και συχνά περνάμε backstage για μικρούς σχολιασμούς πάνω κυρίως στο δημιουργικό κομμάτι. Ωραία ιδέα, που δεν έχει στην πραγματικότητα κανένα νόημα για την ταινία που τελικά βλέπουμε (χωρισμένη σε πράξεις και σκηνές) εκτός από το εντυπωσιακό σκηνικό της πόλης στην οποία θα συγκεντρωθεί μια ομάδα ετέροκλητων μεταξύ τους ανθρώπων για να γίνουν μάρτυρες της επίσκεψης ενός εξωγήινου.

Σαν κεντρικός χαρακτήρας μοιάζει να είναι ο πατέρας που υποδύεται ο Τζέισον Σγουόρτσμαν ο οποίος αναγκάζεται να ξεμείνει στο Asteroid City όταν χαλάει το αυτοκινητό του. Περιμένοντας τον πεθερό του (Τομ Χανκς) να έρθει για να πάρει τις μικρές του κόρες και να μείνει στην πόλη με τον γιο του που είναι διάνοια στη φυσική και υποψήφιος για μια μεγάλη υποτροφία, θα ομολογήσει το θάνατο της μητέρας τους (τις στάχτες της οποίας μεταφέρει σε ένα τάπερ!), θα ερωτευτεί μια σταρ του σινεμά (Σκάρλετ Τζοχάνσον) και θα «φωτογραφήσει» έναν παράξενο κόσμο φτιαγμένο από μαθηματικές εξισώσεις, σκηνές ενός νουάρ που περιμένει να γυριστεί και μιας λατρείας για τον επισκέπτη που ίσως προμηνύει το τέλος του κόσμου, αλλά ίσως να έχει έρθει για να μας σώσει από αυτό.

Δεν καταλαβαίνεις ακριβώς για ποιο πράγμα μιλάει ο Γουες Άντερσον μέσα από αυτή την αυτιστική συρραφή σκηνών που με ελάχιστες εξαιρέσεις δεν οδηγούν πουθενά παρά στην επόμενη και μετά στην επόμενη. Από τη διαχείριση του πένθους, μέχρι την παιδική αθωότητα και από τις έννοιες της οικογένειας μέχρι την ίδια την καλλιτεχνική δημιουργία, ο Αντερσον γεμίζει σελίδες σελίδων με αφηγήσεις, διαλόγους και παιχνίδια για ιδιοφυΐες που θα μπορούσαν να διαρκούν για πάντα, κινηματογραφεί σχεδόν χωρίς λόγο την πρώτη γκέι σκηνή της φιλμογραφίας του, δεκάδες ανούσιες άλλες, αλλά και μια από τις ομορφότερες σε όλο του το έργο λίγο αργότερα (αυτήν με τον Τζέισον Σγουόρτσμαν και την Μάργκο Ρόμπι στα αντικρινά θέατρα του Μπρόντγουεϊ), για να αποδειχθεί λίγο μετά το τέλος ότι απλά ξόδεψε πολλά εκατομμύρια δολάρια, το ταλέντο όλου του καστ του (και την αλά Τζόαν Κρόφορντ της Σκάρλετ Τζοχάνσον) για να ολοκληρώσει κάτι που όχι μόνο δεν έχει νόημα αλλά και καμία υπόσταση - ούτε στη Γη, ούτε στον ουρανό, ούτε μπροστά ούτε πίσω από τη σκηνή, ούτε φυσικά σε φρεσκοβαμμένα παστέλ σκηνικά που μοιάζουν εδώ πιο μονά και από τους πιο μοναχικούς του ήρωες.