Εδώ και αρκετά χρόνια, η ελληνική κωμωδία περνάει τη δική της κρίση.
Μια κρίση που αντί να δώσει το έναυσμα σε δημιουργούς να κάνουν το είδος καλύτερο έτσι ώστε να τη βγάλουν από το βούρκο όπου, μεταξύ μας, η ίδια έχει καταφέρει να χωθεί μέχρι το λαιμό όλα αυτά τα χρόνια (με αλλεπάλληλα χτυπήματα όπως τα «Bachelor», «Χαλβάη 5-0» και «Karditsa Forever», ανάμεσα σε άλλα), ο κάθε επόμενος που έρχεται γκρεμίζει τις όποιες ελπίδες υπάρχουν για την αναβίωσή της.
Το «Army Baby» έρχεται να συμπεριληφθεί στο περιβάλλον μιας από τις πιο ενδιαφέρουσες και διαχρονικές κωμωδίες του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου, της «Λούφας και Παραλλαγής» - μια προσπάθεια που θα μπορούσε να βοηθήσει κάπως την κατάσταση. Αντ’ αυτού όχι μόνο δεν ακουμπάει ούτε καν την πιο χαλαρή της εκδοχή, το «Λούφα και Παραλλαγή: Σειρήνες στη Στεριά», αλλά μοιάζει περισσότερο να συνδυάζει το «Αιγαίο SOS» με το «Bachelor». Και, ναι, το αποτέλεσμα είναι τόσο τρομακτικό όσο ακούγεται.
Ο Γιάννης είναι ένας νεαρός που υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία στα σύνορα του Εβρου. Πρόκειται για ένα λαϊκό παιδί, που διαθέτει όλη την ξεγνοιασιά της νιότης και αντιμετωπίζει με μεγάλη ελαφρότητα τη ζωή. Αυτό που τον χαρακτηρίζει είναι το κυνήγι εφήμερων απολαύσεων και η παροιμιώδης ανευθυνότητα στις επιλογές του. Τα μεγάλα πάθη του είναι το ποδόσφαιρο και οι γυναίκες. Ομως, ενώ είναι πιστός στην ομάδα του, στις σχέσεις του εξαφανίζεται σαν… πυροτέχνημα! Είναι συχνά απρόβλεπτος στις αντιδράσεις του αλλά βρίσκει τον τρόπο να ξεπεράσει τις συνέπειες των πράξεών του, πάντα με την ελαφρότητα που μοιάζει να είναι η φιλοσοφία ζωής του. Ενώ δείχνει να έχει βρει τις ισορροπίες που απαιτούνται για να ροκανίσει το χρόνο της στρατιωτικής θητείας του, ένα απρόσμενο γεγονός θα φέρει κυριολεκτικά τα πάνω κάτω σε όλο το στρατόπεδο και ο ίδιος θα βρεθεί προ τετελεσμένων γεγονότων, όταν μάθει ότι ο «καρπός» μιας ερωτικής περιπέτειας που είχε πριν παρουσιαστεί στον στρατό, θα φτάσει με… ταξί στη μονάδα όπου υπηρετεί. Τα μαντάτα θα έρθουν με ένα ασυνόδευτο συστημένο βρέφος 6 μηνών, την ύπαρξη του οποίου αγνοούσε. Η ζωή του, όπως και η Μονάδα του, δεν θα είναι ποτέ πια η ίδια!
Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Γιώργου Κορδέλλα (μετά το διαφορετικού ύφους, παρόμοιου βάθους «Ρόζα της Σμύρνης») μοιάζει να έχει μια ενδιαφέρουσα ιδέα από πίσω της, κάτι που σου γεννά ελπίδες πως ίσως αυτή τη φορά να είναι διαφορετικά τα πράγματα, αλλά, ακόμα και από την πρώτη σεκάνς της ταινίας, σε κάνει να νοιώθεις πως είσαι και πάλι θεατής στο ίδιο έργο. Ενα σενάριο γραμμένο στο ΚΨΜ (στην καλύτερη), όπου η ιδέα γκρεμίζεται κάτω από την προχειρότητα και τα κακόγουστα αστεία, τα οποία δίνουν και παίρνουν χωρίς κανένα οίκτο.
Πρόκειται για μια φαρσοκωμωδία στα επίπεδα φτηνής τηλεοπτικής παραγωγής, στην οποία όμως η φάρσα γίνεται εις βάρος του ίδιου του θεατή, που όταν το συνειδητοποιεί (δυστυχώς) είναι ήδη αρκετά αργά, γεμάτη από κλισέ αναφορές, ρατσιστικά και σεξιστικά σχόλια και ένα αφόρητα βαρετό σενάριο, χωρίς ούτε το στοιχειώδες χιούμορ και ίχνος κωμικού timing. Χωρίς κάποιο είδος σκηνοθετικής διεύθυνσης, οι χαρακτήρες πάνε από τη μια σκηνή στην άλλη χωρίς καθοδήγηση και από ένα σημείο και μετά η πλοκή δεν βγάζει κανένα νόημα - η οποία, ακόμα και αν δεν θες να την πάρεις στα σοβαρά, νιώθεις ότι απλώς χειροτερεύει με κάθε λεπτό που περνάει.
Γιατί αυτό που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια σου μόνο για γέλια δεν είναι, όταν μέσα στην πλοκή υπάρχει ένας Τούρκος κατάσκοπος με μια (ρομπότ;) χελώνα να κατασκοπεύει το στρατόπεδο (χωρίς κανένα λόγο και αιτία, γιατί έτσι και απλώς μπορεί), όταν υπάρχει ένας γκέι χαρακτήρας σκέτη καρικατούρα που ο μόνος λόγος ύπαρξής του είναι για να γελάσει το κοινό στο οποίο απευθύνεται (που πλέον εν έτει 2022 είναι ξεκάθαρα προσβλητικό), αλλά όταν ακόμα και οι γυναικείοι χαρακτήρες (και κανείς εδώ που τα λέμε) δεν εξελίσσονται ποτέ παραπάνω από την στρίγκλα στρατιωτικό, τη μητέρα που βυζαίνει το παιδί και κάνει τους φαντάρους να τη λιγουρεύονται (λες και δεν έχουν ξαναδεί γυναικείο στήθος στη ζωή τους) αλλά και την πόρνη της περιοχής.
Και μέσα σε όλα αυτά ο Ιαν Στρατής ο οποίος, στον πρώτο του ρόλο ως ηθοποιός, δίνει μια βαριεστημένη και κακοπαιγμένη ερμηνεία, μοιάζει σα να λέει τις ατάκες του από κάποιο τελεπρόμπτερ. Ισως στον μόνο που δεν μπορείς να καταλογίσεις κάτι είναι στον μικρό μπόμπιρα που παίζει το μωρό της υπόθεσης, όχι γιατί πρωταγωνιστεί σε μια τέτοιου είδους παραγωγή, αλλά κυρίως γιατί οι γκριμάτσες του καταφέρνουν να κερδίσουν το ενδιαφέρον σου και το αβίαστο γέλιο σου. Κρίμα μόνο που κάτι τέτοιο δεν μπορεί να εξιλεώσει όλα τα υπόλοιπα…
Το «Army Baby» είναι άλλη μια ελληνική κωμωδία που απαλλάσσεται άνετα με ένα γιώτα πέντε από το ελληνικό σινεμά. Σίγουρα δεν είναι μια από τις χειρότερες του είδους, αλλά δεν παύει να είναι άλλη μια κακόγουστη φάρσα και για το σινεμά αλλά, αυτή την φορά, κυρίως, για σένα τον ίδιο που την παρακολούθησες.