Άλλη μια ταινία για τη Μεγάλη Ιδέα, για το νοσταλγικό μεγαλείο της χαμένης ελληνικής Σμύρνης; Όχι ακριβώς. Ο Γιώργος Κορδέλλας, που καλύτερα γνωρίσαμε με τις τηλεοπτικές επιτυχίες του, σαν την «Αναστασία» και τον «Απόντα», επιλέγει για την πρώτη μεγάλου μήκους κινηματογραφική δουλειά του, να μιλήσει για το παρελθόν, κοιτάζοντας στο παρόν και στο μέλλον, ακόμα και αν δεν το κάνει με την επιτυχία που θα ήθελε.

Το φιλμ διασκευάζει το μυθιστόρημα του Γιάννη Γιαννέλλη-Θεοδοσιάδη, «Ισμαήλ & Ρόζα», αλλάζοντας και τον τίτλο για να διευρύνει τη διάσταση του φιλμ. Η ιστορία πιάνει το νήμα στη Ρόζα του 1987 που, στην Αθήνα εδώ και δεκαετίες, ζει μαζί με την εγγονή της, τη Μαριάννα, που είναι εκκολαπτόμενη καλλιτέχνης. Ενας αρχιτέκτονας, ο Δημήτρης, στην προετοιμασία μιας έκθεσης και παρασυρμένος από το ερευνητικό μεράκι του, θα έρθει, άθελά του, αντιμέτωπος με το επτασφράγιστο μυστικό που κρατά η Ρόζα καλά κρυμμένο στις μνήμες της και θα προσπαθήσει να το φέρει στην επιφάνεια.

Γυρισμένη στην Αθήνα, αλλά και στην Κωνσταντινούπολη και τα μικρασιατικά παράλια, η ταινία κερδίζει από τους καλοβαλμένους εσωτερικούς χώρους και τις κοσμοπολίτικες διαδρομές της. Χάνει περίπου σ’ όλα τα άλλα τερέν.

Η πλοκή διακλαδώνεται γύρω από πρώτους και δεύτερους χαρακτήρες που αθροίζονται, αμβλύνοντας το συναίσθημα και το ενδιαφέρον. Το μυστικό της Ρόζας, άλλωστε, μπορεί να είναι επτασφράγιστο, αλλά ο θεατής το υποψιάζεται από την αρχή, με τη βοήθεια όχι μόνο του τίτλου του μυθιστορήματος, αλλά και της… εθνικής μνήμης, των στερεότυπων που εδώ και γενιές ο Ελληνας εισπράττει ως κληρονομιά.

Ο Κορδέλλας στοχεύει το στερεότυπο αυτό να το ανατρέψει γλυκά, να προωθήσει την ιδέα του κοινού τόπου όπου έζησαν, μεγάλωσαν, αγαπήθηκαν οι δυο γειτονικοί λαοί, αλλά φορτώνει την ιστορία του έτσι που η καρδιά της να χαθεί.

Η αισθητική της ταινίας για κάποιο λόγο, προφανώς επειδή εκτυλίσσεται το ’80, παραπέμπει σε μόδες και φυσιογνωμίες της Δυναστείας, με λιονταρίσιες κόμες και προτεταμένες βάτες, ενώ η δραματουργία κυλά χωρίς κορυφώσεις, χωρίς χτίσιμο, χωρίς ένταση: έρωτες γεννιούνται και πεθαίνουν, οικογένειες διαλύονται κι ανασυντίθενται, δυο έθνη διχάζονται και μονιάζουν, επειδή τα βλέπουμε να περνούν μπροστά από την οθόνη, χωρίς να διαπερνούν το συναίσθημα.

Αλλά και το ίδιο το καστ, από τη Λήδα Πρωτοψάλτη στο (βγαλμένο από το «Νησί»), τρίο των νεότερων ηθοποιών, Νούσιας – Δημητροπούλου – Σκαφιδά, μοιάζει να παίζει με αυτόνομο στιλ: η πρώτη με θεατρικό στόμφο και οι υπόλοιποι με βροντερή αντρίλα / αθωότητα όλο υποσχέσεις / μπέρδεμα-σε-αταίριαστο-ρόλο, αντίστοιχα.

Η «Ρόζα της Σμύρνης» κάνει προφανείς από την αρχή τις καλές προθέσεις της. Αλλά δεν θα γίνει το συναισθηματικό δράμα για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις που περιμένουμε κάποια στιγμή να δούμε. Θα μείνει μια καλή προσπάθεια που κόλλησε στην πεπατημένη και στην ίδια τη σιγουριά της οικειότητας και της επιτυχίας της.