Ο μοντέρ Γιώργος Μαυροψαρίδης είναι ο ένας από τους σημαντικότερους συντελεστές του σύγχρονου ελληνικού σινεμά - κι αυτό το αποδεικνύει, απλώς, η δουλειά του, μια και η «αυτοπροβολή», σ' ένα υποθετικό λήμμα του ονόματός του, θα συγκαταλέγονταν στα «αντίθετα». Ετσι, το γεγονός ότι βρίσκεται, σήμερα, υποψήφιος για Οσκαρ Καλύτερου Μοντάζ για την «Ευνοούμενη» του Γιώργου Λάνθιμου, είναι το επισφράγισμα κύρους και διεθνούς αναγνώρισης, σε μια ήδη ξεχωριστή πορεία.
Διαβάστε ακόμη: Oscars 2019 | Ο Γιώργος Μαυροψαρίδης υποψήφιος για Οσκαρ Καλύτερου Μοντάζ για την «Ευνοούμενη»
Εχοντας «κόψει και ράψει» γύρω στις 80 ταινίες, ελληνικές και όχι και πολυάριθμα διαφημιστικά, ο Μαυροψαρίδης ξεκίνησε να δουλεύει στη δεκαετία του '80 και συνεργάστηκε σχεδόν με όλους τους Ελληνες δημιουργούς που έκαναν τη διαφορά, από τον Σταύρο Τσιώλη μέχρι τον Γιώργο Πανουσόπουλο, από τον Τάσο Μπουλμέτη μέχρι τον Νίκο Γραμματικό, αλλά και με τη νέα γενιά σκηνοθετών, όπως την Αθηνά Τσαγγάρη, τον Μιχάλη Κωνσταντάτο, τη Σοφία Εξάρχου.
Μόνιμος συνεργάτης του Γιώργου Λάνθιμου (στην «Κινέττα», τον «Κυνόδοντα», τις «Αλπεις», τον «Αστακό», τον «Θάνατο του Ιερού Ελαφιού» και την «Ευνοούμενη»), ο Γιώργος Μαυροψαρίδης είναι ο πρώτος Ελληνας μοντέρ υποψήφιος για Οσκαρ. Το Flix άδραξε αυτή την ευκαιρία και τον «βομβάρδισε» με ερωτήσεις, στην Κοπεγχάγη όπου τώρα βρίσκεται για δουλειά. Διαβάστε παρακάτω όσα μας είπε, αποκαλύπτοντας μαζί την πορεία του σύγχρονου ελληνικού σινεμά και μια προσωπικότητα που μοιάζει εξίσου κατασταλαγμένη και γεμάτη ενθουσιασμό.
Δείτε ακόμη: O Εμανουέλ “Τσίβο” Λουμπέσκι φωτογραφίζει τους σταρ του τώρα για το Vanity Fair
«Η Ευνοούμενη»
Εχεις συνεργαστεί με τον Γιώργο Λάνθιμο σε όλες του τις ταινίες, ήδη από τα διαφημιστικά του, ποιος είναι αυτός ο κώδικας, δημιουργικός και επικοινωνιακός, που σας συνδέει;
Ο λόγος που εκείνη την εποχή που πρωτογνωριστήκαμε, δεθήκαμε ως συνεργάτες, παρέα και με άλλους κινηματογραφιστές, μοντέρ, διευθυντές φωτογραφίας, ηχολήπτες, σεναριογράφους, συνεργάτες από όλους τους κλάδους και βέβαια σκηνοθέτες που μπορούσαμε να μιλήσουμε την ίδια γλώσσα, ήταν το ότι μπήκαμε στο χώρο της διαφήμισης κυρίως για να εξασκηθούμε περισσότερο, να βιοποριστούμε και ναμπορέσουμε να χρηματοδοτήσουμε με την προσφορά της εργασία μας τις πολύ μικρού προϋπολογισμού ταινίες που είχαμε ανάγκη να κάνουμε. Εκεί είχαμε ένα τεράστιο πλεονέκτημα, παρά την έλλειψη χρημάτων, γιατί το σύστημα αυτό μπορεί να δώσει την ευκαιρία στο σκηνοθέτη να αναπτύξει την προσωπική του ματιά και στους συνεργάτες του να είναι ιδιαίτερα αποδοτικοί, δίνοντας χωρίς περιορισμούς το ταλέντο τους και κερδίζοντας πολλά από αυτή τη σχέση.
Αυτό που καμαρώνω, όπως λες, στη συνεργασία μας με τον Γιώργο Λάνθιμο, είναι ότι μέχρι τώρα έχουμε καταφέρει να ξεπερνάμε σε κάθε ταινία τις συνήθειες του μυαλού μας, χωρίς να εγκλωβιζόμαστε σε μια στείρα επανάληψη.»
Ετσι, όταν ο Γιώργος Λάνθιμος έκανε την πρώτη του ταινία, την «Κινέττα», ήμουν ένας από τους δυο-τρεις μοντέρ που εμπιστευόταν κι έτσι έγινε, για λόγους που πια είναι ιστορία. Επειτα ήρθε ο «Κυνόδοντας». Εκεί βρήκαμε τους κώδικες επικοινωνίας μας, δουλεύοντας σε παύσεις ανάμεσα σε διαφημιστικά, αλλά παίρνοντας τον απαραίτητο χρόνο. Το μόνο μας μέλημα ήταν η ταινία να φτάσει στο επίπεδο που θα ικανοποιούσε τον πάντα ιδιαίτερα απαιτητικό Γιώργο Λάνθιμο και εμένα. Πάντα ψάχνουμε το καλύτερο μέχρι το τέλος, θυμάμαι ακόμα και όταν ο «Κυνόδοντας» είχε περάσει στο διαγωνιστικό τμήμα των Καννών, στο «Un Certain Regard», εμείς συνεχίσαμε το μοντάζ, δεν ήμασταν πλήρως ικανοποιημένοι ακόμη. Στην πορεία, εκτός από τους κώδικες της τεχνικής μεθόδου που ακολουθούμε, έχουμε αναπτύξει μια σχέση που μάλλον θα πρέπει να βασίζεται σε κάτι καλό, μιας και στις καλές σχέσεις το ζητούμενο είναι και οι δυο να γίνονται καλύτεροι.
«Κυνόδοντας»
Από την «Κινέττα» ως το «The Favourite», πώς θεωρείς ότι έχει αλλάξει, ή εξελιχθεί, το σινεμά του Λάνθιμου και πώς πιστεύεις ότι έχεις συμβάλλει σ' αυτή την πορεία; Τι καμαρώνεις σ' εκείνον, και τι σ' εσένα στις κοινές σας ταινίες;
Βλέπω σε κάθε ταινία την κινηματογραφική περσόνα του Γιώργου Λάνθιμου στις διαφορετικές φάσεις της εξελικτικής του πορείας και των αισθητικών του αναζητήσεων, από τα χρόνια, κυρίως, της «Κινέττας» και μετά, αλλά και στα διαφημιστικά που είχαν μια δική του υπογραφή πάντα. Η περσόνα αυτή ερμηνεύει και εξελίσσει τον εαυτό της, λόγω της φύσης της κινηματογραφικής πράξης, σε συνεργασία με άλλους κινηματογραφιστές, που και αυτοί συμμετέχουν δημιουργικά, με το ιδιαίτερο βάρος τους και την ιδιοσυγκρασία τους, είτε είναι ο Ευθύμης Φιλίππου, είτε ο Θύμιος Μπακατάκης, είτε ο Χρήστος Βουδούρης, ο Λέανδρος Ντούνης και οι άλλοι συνεργάτες μας. Το μοντάζ είναι η διαδικασία με την οποία ο δημιουργός της ταινίας αρθρώνει την αφήγησή του, τη γλώσσα και το ύφος της γλώσσας με την οποία επικοινωνεί με το θεατή, σε προσωπικό επίπεδο και με την ιδιαίτερη αυτή εκφραστική ιδιοσυγκρασία, που όμως σε κάθε νέα ταινία πρέπει να ανακαλυφθεί εκ νέου, πάντα στο πλαίσιο του συγκεκριμένου σύμπαντος του δημιουργού. Εκεί υπεισέρχονται διαδικασίες που αφορούν στην ιδιοσυγκρασία δυο ανθρώπων που θα χτίσουν ή όχι ένα περιβάλλον, που θα επιτρέψει και στους δυο να επικοινωνήσουν ουσιαστικά και υπαρξιακά, με τη δική τους αλήθεια και με ουσιαστική τη θετική παρουσία του «άλλου», που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ελεύθερη δημιουργική ροή. Η πρώτη μας συνεργασία ήταν πολύ βιωματική, κι εκείνος κι εγώ περνάγαμε τη φάση αυτή του ήρωα της ταινίας κι αυτός ήταν ο κώδικας επικοινωνίας μας και το πώς αυτό θα αποδοθεί αισθητικά με τους αυτοσχεδιαστικούς πειραματισμούς του Γιώργου Λάνθιμου. Στον «Κυνόδοντα», το ζητούμενο ήταν να αρθρώσουμε συνειδητά τη γλώσσα του Λάνθιμου, όχι μόνο σπάζοντας κανόνες, αλλά και δημιουργώντας μια νέα αισθητική φόρμα, που να υπακούει στους δικούς της όρους, συνδιαλεγόμενη με την ιδιαίτερη ματιά του Ευθύμη Φιλίππου. Αυτό που καμαρώνω, όπως λες, είναι ότι μέχρι τώρα έχουμε καταφέρει να ξεπερνάμε σε κάθε ταινία τιςσυνήθειες του μυαλού μας, χωρίς να εγκλωβιζόμαστε σε μια στείρα επανάληψη.
«Η Ευνοούμενη»
Τι δυσκολίες και τι ευκολίες είχε το μοντάζ του «The Favourite», δεδομένου ότι, για παράδειγμα, είναι μια ταινία εποχής, με περίπλοκους, γρήγορους διαλόγους, με σατιρικό ύφος, με μεταπτώσεις στη διάθεση, μια πολύ γρήγορη, σύνθετη ταινία;
Ο βαθμός δυσκολίας των ταινιών του Γιώργου Λάνθιμου είναι εξαιρετικά μεγάλος. Στο μοντάζ του «The Favourite» επιδιώχθηκε να αποδομηθεί σε ένα μεγάλο βαθμό η κλασσική ανάπτυξη της πλοκής, χωρίς ωστόσο να χάνει τη δύναμή της και το βάρος της αφηγηματικής ροής και η εξέλιξη των χαρακτήρων να επιτευχθεί με τους αισθητικούς «κανόνες» και με το ιδιαίτερο ύφος της κινηματογραφικής προσωπικότητας του Γιώργου Λάνθιμου σε αυτή τη στιγμή της ανάπτυξής της. Η προσπάθειά μας είναι πάντοτε οι αισθητικοί τρόποι να είναι οργανικά ενσωματωμένοι, χωρίς όμως να χάνουν την ανεξάρτητη ύπαρξή τους, που από μόνη της είναι ικανή να παράξει την καθαρή αισθητική απόλαυση. Στο «The Favourite», αυτό που έπρεπε να ισορροπήσει ήταν το ανάλαφρο με το τραγικό, και πώς αυτή η μετάβασηθα γινόταν σταδιακά και με τη σωστή αισθητική φόρμα. Χρησιμοποιήσαμε συνειδητά περισσότερες μοντάζ σεκάνς, σπάζοντας τη γραμμική αφήγηση και δημιουργώντας μοτίβα ρυθμικά και μελωδικά που έδιναν το χρωματικό τόνο και το ρυθμικό ξεδίπλωμα της πλοκής. Αυτός ο πιο σύγχρονος τρόπος αφήγησης και ηχητικής επεξεργασίας (όπως στη σκηνή του χορού ανάμεσα στη Βασίλισσα και την Αμπιγκεϊλ), συνδυάστηκε με κλασσική μουσική και την κάπως πιο κλασσική τεχνική των dissolves και superimpositions, τη συνειδητή χρήση παλαιότερων μοτίβων του κλασσικού αμερικανικού κινηματογράφου (αλλά και με την αναφορά στην «Ευδοκία», στη σκηνή της «πάλης» ανάμεσα στην Αμπιγκεϊλ και τον Μάσαμ), με τη δημιουργία μιας νέας δομής, που δεν ακολουθούσε τη γραμμική πλοκή του γραπτούκειμένου και όλα αυτά δεμένα με τρόπο που να προσιδιάζει στο ξεχωριστό αφηγηματικό όραμα του Λάνθιμου.
Οταν ξεκίνησα, ήδη από τα χρόνια των σπουδών μου, να μοντάρω, ένιωσα ότι το ’χω ξαναζήσει αυτό, με ένα μυστήριο τρόπο, σε μια, αδύνατο να εξηγηθεί, παλιότερη ζωή. Φαντάζομαι και στην επόμενη το ίδιο θα έκανα.
Οταν δεις το «The Favourite», μένουν κολλημένα στο μυαλό σου ο ευρυγώνιος φακός και τα συχνά dissolve - σε τι βαθμό ήταν δική σου απόφαση, γιατί τα επέλεξες;
Οι ευρυγώνιοι φακοί ήταν ντεκουπαζική απόφαση, η χρήση τους στο μοντάζ διατηρήθηκε και ενσωματώθηκε σε στιγμές που θεωρούσαμε ότι η συγκεκριμένη χρήση τους βοηθούσε, κυρίως, στο να αποστασιοποιηθεί ο θεατής και να δει τα δρώμενα από αυτή την απόσταση. Τα dissolves επίσης ήταν μια αισθητική απόφαση του Γιώργου, είχαμε πειραματιστεί και στον «Αστακό» με τα dissolves, μόνο που εκεί ήταν ελάχιστα και σηματοδοτούσαν τη μετάβαση από το ένα μέρος στο άλλο. Στο «The Favourite» θέλαμε να τα χρησιμοποιήσουμε περισσότερο και για τους λόγους που ανέφερα στην προηγούμενη ερώτησή σου, αλλά και για να φτάσουμε στο τελευταίο πλάνο ομαλά, το πλάνο με το οποίο τελειώνει η ταινία, με την ιδιαίτερη σύνθεση προσώπων και κουνελιών, που ήταν μια ιδέα του Γιώργου αρκετά νωρίς στο μοντάζ.
«Γυναίκες που Περάσατε από 'δω»
Σε επηρεάζει να μοντάρεις ταινίες σε άλλη γλώσσα, ή και να μοντάρεις μαζί με σκηνοθέτες που μιλούν άλλη γλώσσα;
Μιλάω καλά αγγλικά, οπότε δεν έχω πρόβλημα με τις αγγλικές ταινίες και τους σκηνοθέτες που μιλάνε αγγλικά. Ακούγεται παράξενο αλλά φαντάζομαι λόγω μη γνώσης και αντίληψης των συγκεκριμένων γλωσσών, δε θα μου προταθεί ποτέ να μοντάρω μια γερμανική ή μια γαλλική ταινία. Από την άλλη, έχω μοντάρει τούρκικες, λετονικές και λατινοαμερικάνικες ταινίες, αυτή τη στιγμή μοντάρω μια ταινία στα δανέζικα, χωρίς αυτό να επηρεάζει την μονταζική μου ματιά.
Αν σκεφτούμε ότι δουλεύεις στο ελληνικό σινεμά από το '85, δηλαδή περίπου 35 χρόνια, πού βλέπεις να έχει αλλάξει η ταυτότητά του, αλλά και ο δυνατότητες και το ταλέντο των δημιουργών και συντελεστών του; Τι σε εμπνέει και τι σε απογοητεύει στην καινούρια γενιά Ελλήνων σκηνοθετών και συντελεστών;
Οι δημιουργοί αντιμετωπίζουν πάνω-κάτω τις τις ίδιες δυσκολίες και τώρα, με αυτές που αντιμετωπίζαμε την εποχή που έκανα τα πρώτα μου βήματα ως μοντέρ στη Stefi Productions, μια από τις σχολές για όλους εμάς, χάρη στην αγάπη για τον κινηματογράφο του Βασίλη Κατσούφη και του Βιτόριο Πιέτρα, που μας έδωσαν τη δυνατότητα να μάθουμε, δίπλα στον Γιώργο Πανουσόπουλο, στον Νίκο Νικολαΐδη, στον Νίκο Παναγιωτόπουλο, τον Αλέξη Δαμιανό, τον Σταύρο Τσιώλη, μαθαίνοντας κυρίως από το ήθος, την αγάπη και το πάθος τους για την τέχνη μας. Ετσι, κάναμε διαφημιστικά, όπως προανέφερα, για να μπορέσουμε να προσφέρουμε την εργασία μας αφιλοκερδώς στον προσωπικό κινηματογράφο του δημιουργού. Ο εξαιρετικός μοντέρ Γιώργος Τριανταφύλλου, μόνταρε σχεδόν όλες τις ταινίες νέων και όχι νέων σκηνοθετών, προσφέροντας αφιλοκερδώς τη γνώση του, αυτό το παράδειγμα ακολούθησα και εγώ για όλες τις μικρού μήκους που έχω μοντάρει και για πολλές μεγάλου μήκους. Η δεύτερη σχολή που ακολούθησε, η Φιλμική Εταιρεια, συνέχισε την παράδοση κι έδωσε τη δυνατότητα σε πολλούς να κάνουμε τα πρώτα μας βήματα, όπως και οι παρέες που σχηματίστηκαν πάνω σε αυτή τη βάση αργότερα. Στο χώρο της διαφήμισης ήταν που συνάντησα τον Γιώργο Λάνθιμο κι ήταν αυτή η νοοτροπία που μας επέτρεψε να κάνουμε τις πρώτες του ταινίες, πώς θα μπορούσε αλλιώς να γίνει η «Κινέττα» ή ο «Κυνοδοντας» και οι «Αλπεις». Ιδιες δυσκολίες αλλά και την ίδια δύναμη έχουν για να συνεχίσουν να κάνουν ταινίες οι νεότεροι. Αυτό το μοντέλο, που σπάνια συναντάται σε άλλες χώρες, είναι αυτό που εξακολουθεί να μας δίνει το πλεονέκτημα του «ερασιτέχνη» με την πραγματική του έννοια, την έννοια του «εραστή της τέχνης». Εκεί, πιστεύω, βρίσκονται και οι προϋποθέσεις να αναπτυχθούν τα νέα ταλέντα.
Ιδιες δυσκολίες αλλά και την ίδια δύναμη έχουν για να συνεχίσουν να κάνουν ταινίες οι νεότεροι. Αυτό το μοντέλο, που σπάνια συναντάται σε άλλες χώρες, είναι αυτό που εξακολουθεί να μας δίνει το πλεονέκτημα του "ερασιτέχνη" με την πραγματική του έννοια, την έννοια του "εραστή της τέχνης".»
Σ' ενοχλεί ποτέ που πολλές φορές και οι θεατές, αλλά και οι κριτικοί κινηματογράφου, αναλυτές και σχολιαστές, δεν αντιλαμβάνονται τη σημασία της δουλειάς του μοντάζ στο τελικό αποτέλεσμα μιας ταινίας;
Καθόλου και ούτε θα έπρεπε. Η συνθήκη του μοντάζ, είναι ότι οι ραφές της αφήγησης θα πρέπει να είναι κρυμμένες.
«Μανία»
Εχεις δουλέψει σε ολόκληρη την γκάμα του ελληνικού σινεμά, από το πολύ καλλιτεχνικό, ως το πολύ εμπορικό και, πια, σε πάρα πολλές ταινίες στο εξωτερικό. Πώς προσεγγίζεις την κάθε περίπτωση κι υπάρχει κάτι που σε ελκύει περισσότερο;
Υπάρχει σαφώς το στοιχείο της χρονικότητας και της μετεξέλιξης που υφίσταται η τεχνική κι αισθητική ωρίμανση ενός μοντέρ κι υπάρχει, επίσης, αυτό που μένει μέσα σου από τη σχέση σου με τον «άλλο». Θεωρώ την κινηματογραφική μου προσωπικότητα αποτέλεσμα, ακριβώς, αυτών των επιρροών από τους δασκάλους μου και συνεργάτες στο χώρο της δουλειάς μας. Προσπαθώ να είμαι πάντα δεκτικός στις ιδιαιτερότητες του σκηνοθέτη και της ταινίας, χωρίς ποτέ να χάνω τη ματιά μου, αλλά σαφώς η προσωπική ματιά, θεματολογία και αισθητική προσέγγιση του σκηνοθέτη, όπως επίσης και η δημιουργική σχέση που μπορεί να αναπτυχθεί είναι διαφορετική και αναγκαστικά ασκεί διαφορετική έλξη και σε εξελίσσει περισσότερο ή λιγότερο.
Το μόνο μας μέλημα ήταν η ταινία να φτάσει στο επίπεδο που θα ικανοποιούσε τον πάντα ιδιαίτερα απαιτητικό Γιώργο Λάνθιμο και εμένα. Πάντα ψάχνουμε το καλύτερο μέχρι το τέλος, θυμάμαι ακόμα και όταν ο «Κυνόδοντας» είχε περάσει στο διαγωνιστικό τμήμα των Καννών, στο «Un Certain Regard», εμείς συνεχίσαμε το μοντάζ, δεν ήμασταν πλήρως ικανοποιημένοι ακόμη.
Πώς και πόσο θεωρείς ότι σ' έχει βοηθήσει η εξέλιξη της τεχνολογίας στη δουλειά σου; Τι παραπάνω δυνατότητες, ή πηγές έμπνευσης, σου έχει δώσει;
Μου έχει δώσει τη δυνατότητα να χρησιμοποιώ το χρόνο μου περισσότερο δημιουργικά. Από την άλλη, το μυαλό ακολουθεί και πρέπει να ακολουθεί τους δικούς του ρυθμούς. Το random access στο timeline είναι χρήσιμο, αλλά το timeline ανήκει αναγκαστικά στην τέταρτη διάσταση.
«Hardcore»
Ποιον μοντέρ θαυμάζεις, εν ζωή ή όχι και γιατί, ή ποια σεκάνς, αν αυτό σου ταιριάζει περισσότερο;
Θαυμάζω τη Θέλμα Σκούνμεϊκερ, τον Μάικλ Καν, τη Σάρα Φλακ, τον Σαμ Ο'Στιν, τον Ντίλαν Τίτσενορ, αλλά και τον Αριστείδη Καρύδη-Φουκς, τον Τάκη Δαυλόπουλο και τον Γιώργο Τριανταφύλλου (του «Θίασου» και του «Ενας Ερωδιός για τη Γερμανία»), τον Ντίνο Κατσουρίδη για την πολυσύνθετη κινηματογραφική του πορεία (μοντέρ, εκτός των άλλων, στις «Ησυχες Μέρες του Αυγούστου»), τη Γιάννα Σπυροπούλου («Ρεμπέτικο» και άλλες), τον Γιάννη Τσιτσόπουλο για το μονταζικό του ένστικτο («Παραγγελιά», «Ρεβάνς» και άλλες), τη Δέσπω Μαρουλάκου («Καρκαλού» και τόσες άλλες), τον Γιάννη Χαλκιαδάκη («Σπιρτόκουτο», «L», «Οικτος» και τόσες άλλες), την Ιωάννα Σπηλιοπούλου, («Από την Ακρη της Πόλης» και άλλες), τον Ναπολέοντα Στρατογιαννάκη («Suntan») και άλλους που πιθανόν ξεχνάω τώρα. Αν κοιτάξετε στο βιογραφικό των Ελλήνων τεχνικών, θα βρείτε ταινίες πολλές και πολύ πολύ ενδιαφέρουσες. Αγαπημένες μου σεκάνς που μου έρχονται αυτόματα στο μυαλό υπάρχουν στο «The Knick» του Στίβεν Σόντερμπεργκ, στη «Μανία» του Γιώργου Πανουσόπουλου, στην «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού, στην «Καρκαλού» του Σταύρου Τορνέ.
Αν εξαιρέσουμε τον Γιώργο Λάνθιμο, απ' όλους τους σκηνοθέτες με τους οποίους έχεις συνεργαστεί, από τους μεγαλύτερους ως τους νεότερους, πες μας μια στιγμή δουλειάς που σου μένει αξέχαστη, για καλό ή για κακό.
Οι καλές στιγμές είναι πολλές, θα αναφέρω ελάχιστες που μου έρχονται αυτόματα στο μυαλό, για παράδειγμα η συνεργασία μου με τον Γιώργο Πανουσόπουλο στη «Μανία» και στο «Μ’ αγαπάς;», με τον Ντένη Ηλιάδη στο «Ηardcore», με την Εύα Στεφανή στην «Ακρόπολη», με τον Αλέξη Δαμιανό στην πρώτη σκηνή της φυλακής στον «Ηνίοχο», που αργότερα ξαναγυρίστηκε με άλλο ηθοποιό. Αλλά και η πολυετής σχέση μου με τον Νίκο Περάκη, όπως βέβαια και η πάντα εποικοδομητική σχέση μου με όλους τους σκηνοθέτες με τους οποίους έχω συνεργαστεί, νεότερους και παλαιότερους, Ελληνες και Ευρωπαίους, με τους οποίους εξ άλλου εξακολουθώ να έχω και τώρα πολύ καλές σχέσεις εκτίμησης και αλληλοσεβασμού.
«Ακρόπολις»
Εχεις ποτέ σκεφτεί ότι, τελικά, θα ήθελες να κάνεις κάτι άλλο στο σινεμά και τι θα ήταν αυτό;
Οταν ξεκίνησα, ήδη από τα χρόνια των σπουδών μου, να μοντάρω, ένιωσα ότι το ’χω ξαναζήσει αυτό, με ένα μυστήριο τρόπο, σε μια, αδύνατο να εξηγηθεί, παλιότερη ζωή. Φαντάζομαι και στην επόμενη το ίδιο θα έκανα.
Ποιος είναι ο αγαπημένος σου ρυθμός; (η ερώτηση δεν είναι κινηματογραφική, είναι... υπαρξιακή)
Ο ρυθμός του Πυρρίχιου χορού.