Συνέντευξη

«Γιώργος Αρβανίτης: Μια Ζωή στο Φως» Οταν η Ελισάβετ Χρονοπούλου φώτισε έναν διευθυντή φωτογραφίας

στα 10

Το Flix τους συνάντησε, προσπαθώντας να ρίξει φως στην περιπέτεια αυτού του συναρπαστικού βιβλίου.

«Γιώργος Αρβανίτης: Μια Ζωή στο Φως» Οταν η Ελισάβετ Χρονοπούλου φώτισε έναν διευθυντή φωτογραφίας

Μέσα στην άνοιξη κυκλοφόρησε το «Γιώργος Αρβανίτης: Μια Ζωή στο Φως». Και είχε αργήσει μία βιογραφία για τον σπουδαίο διευθυντή φωτογραφίας του ελληνικού (κι όχι μόνο) κινηματογράφου. Με μια καριέρα που απλώνεται σε 6+ δεκαετίες, μετρά πάνω από 100 ταινίες και επιδεικνύει συνεργασίες με εμβληματικούς σκηνοθέτες (πιστός συνεργάτης του Θόδωρου Αγγελόπουλου, αλλά και του Κώστα Γαβρά, Παντελή Βούλγαρη, Ζιλ Ντασέν, Μιχάλη Κακογιάννη) οι σκέψεις και οι μνήμες του έργου του οφείλουν να καταγραφούν ως ιστορική παρακαταθήκη.

Ομως αυτή δεν είναι μία τυπική βιογραφία. Η πολυτάραχη και συναρπαστική ζωή του Αρβανίτη κλέβει το πλάνο. Κι ο παρορμητισμός, η ταπεινότητα, η παιδική αφέλεια, η χαρά και η συγκίνηση που την διηγείται κάνουν το διάβασμά της βιογραφίας εθιστικό. Σχεδόν, κινηματογραφικό.

Καθόλου τυχαία. Στην υπογραφή, το όνομα της Ελισάβετ Χρονοπούλου - της σκηνοθέτη και σεναριογράφου («Μικρή Αρκτος», «Ο Αννίβας Προ των Πυλών», «Ενα Τραγούδι Δεν Φτάνει») μοντέζ («Η Επίθεση του Γιγαντιαίου Μουσακά», «Αληθινή Ζωή» του Πάνου Χ. Κούτρα) και φυσικά βραβευμένη συγγραφέας («Φοράει Κοστούμι» του 2013 και «Ο Ετερος Εχθρός» του 2017 - Βραβείο Διηγήματος από την Ακαδημία Αθηνών και Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο διηγήματος-νουβέλας).

Θυμηθείτε εδώ: Η Ελισάβετ Χρονοπούλου δεν «Φοράει Κοστούμι»

Το Flix και τους δύο για να τους ρωτήσει πώς μεταφέρεται το φως στο χαρτί. Οσα μάς απάντησαν ίσως εθίσουν κι εσάς.

Σε μια χαλαρή κουβέντα ένα βράδυ, ενώ στο προσκήνιο μιλούσαμε για τα άλλα, πίσω στο φόντο εγώ έβλεπα να προβάλλεται το trailer μιας ταινίας που ήθελα να δω, διακαώς και επειγόντως. Ενιωθα πως μιλούσε για κάτι πολύ δικό μου, άγγιζε τις περιοχές που με συγκινούν κατεξοχήν. Πώς λέμε για κάποιες ταινίες : «Για μένα γυρίστηκε»; Μόνο που αυτή η ταινία δεν είχε γυριστεί...»

Αρβανίτης βιογραφία

Κύριε Αρβανίτη το έχετε αναφέρει πολλές φορές στον δημόσιο λόγο σας: δεν ξέρετε από λόγια, είστε άνθρωπος της εικόνας. Πώς νιώσατε λοιπόν που τελικά μάς αφηγηθήκατε τη ζωή σας; Πόσο δύσκολα ή, τελικά, εύκολα κύλησε αυτή η διαδικασία για εσάς;

Γ.Α.: Εύκολα, πολύ εύκολα. Δύσκολο ήταν για την Ελισάβετ να με πείσει. Δεν έβλεπα γιατί η ζωή μου θα είχε τόσο ενδιαφέρον για τους άλλους. Τελικά χαίρομαι που με έπεισε.

Τι σας έκανε να εμπιστευτείτε την Ελισάβετ Χρονοπούλου; Δεν μιλήσατε σε μία δημοσιογράφο ή απλή συγγραφέα. Μιλήσατε σε μία γυναίκα του ελληνικού σινεμά - μία σκηνοθέτη, σεναριογράφο, μοντέζ (φυσικά και συγγραφέα). Το γεγονός ότι προέρχεστε από τον ίδιο κόσμο, έχετε κοινές αναφορές και κοινό τόπο, σας διευκόλυνε, σας «ξεκλείδωσε» περισσότερο πιστεύετε;

Γ.Α.: Η Ελισάβετ είναι πρώτα από όλα φίλη μου και μπορούσα να την εμπιστευτώ. Αλλά έχουμε και κοινές αντιλήψεις για τον κινηματογράφο, την πολιτική, τη ζωή γενικά. Ετσι, ένιωσα ασφάλεια να ανοιχτώ χωρίς φόβο και να βγάλω αυτά που είχα μέσα μου. Ξέρει πολύ καλά τον κινηματογράφο, οπότε είχαμε μια κοινή γλώσσα ως προς το κομμάτι του σινεμά αλλά ξέρει καλά και την ιστορία της Ελλάδας των παιδικών μου χρόνων, το πιο ευαίσθητο, ίσως, για μένα μέρος του βιβλίου.

Αρβανίτης βιογραφία

Ελισάβετ, από τον πρόλογο κιόλας μάς αποκαλύπτεις την αναγκαιότητα και τον ενθουσιασμό που ένιωσες να καταγράψεις την πολυτάραχη, συναρπαστική ζωή του Γιώργου Αρβανίτη - πτυχές της οποίας δεν ξέραμε, ούτε μπορούσαμε να φανταστούμε. Στο σινεμά πολλές φορές ένας σκηνοθέτης γυρίζει την ταινία που θα ήθελε να δει. Ισχύει το ίδιο και με τη συγγραφή ενός βιβλίου; Ενιωσες ότι «αυτές τις μνήμες θέλω να τις διαβάσω»;

Ε.Χ.: Δεν ξέρω αν ισχύει γενικά. Eίναι φορές που γράφεις μια ιστορία (ή την κινηματογραφείς) επειδή απλώς δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Δηλαδή γράφεται κάπως ερήμην σου. Αλλες φορές αυτό που σε κινητοποιεί είναι η ανάγκη να ταξιδέψεις σε μια εποχή, ένα βίωμα, μια ανθρώπινη κατάσταση για να την εξερευνήσεις κι αυτό πάντα σημαίνει πως κάτι δικό σου ψάχνεις να βρεις εκεί. Κάτι που σε αφορά προσωπικά. Μπορεί να ξέρεις τι περίπου είναι αυτό ή να μην έχεις ιδέα, ξέρεις όμως ότι λαχταράς να πας εκεί, ότι εκεί θα βρεις απαντήσεις ή απλώς παρηγοριά. Αυτό συνέβη με το συγκεκριμένο βιβλίο. Σε μια χαλαρή κουβέντα ένα βράδυ, για άλλα πράγματα, για ταινίες και σινεμά, ο Αρβανίτης άφηνε να του ξεφεύγουν θραύσματα της προσωπικής του ιστορίας. Και ενώ στο προσκήνιο μιλούσαμε για τα άλλα, πίσω στο φόντο εγώ έβλεπα να προβάλλεται το trailer μιας ταινίας που ήθελα να δω, διακαώς και επειγόντως. Επειδή αυτή η ταινία με αφορούσε προσωπικά, ένιωθα πως μιλούσε για κάτι πολύ δικό μου, άγγιζε τις περιοχές που με συγκινούν κατεξοχήν. Πώς λέμε για κάποιες ταινίες : «Για μένα γυρίστηκε»; Μόνο που αυτή η ταινία δεν είχε γυριστεί. Κι έπρεπε να γυριστεί επειγόντως για να τη δω. Οπότε, ναι, δεν ξεκίνησα θέλοντας να το γράψω, ξεκίνησα θέλοντας να το διαβάσω αυτό το βιβλίο. Αλλά η ζωή είναι γενναιόδωρη καμιά φορά και μου έστειλε αυτό το δώρο, την ευκαιρία να το γράψω.

Είναι αλήθεια ότι είναι βαριές οι αποσκευές μου αλλά είναι ευχάριστο να τις κουβαλάω...» | Γιώργος Αρβανίτης

Αρβανίτης βιογραφία Με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο

Οταν το αντικείμενο του βιβλίου σου είναι κάποιος που στέκεσαι απέναντι του με σεβασμό, ίσως και δέος, όταν πρόκειται για έναν τόσο εμβληματικό και πολυγραφότατο καλλιτέχνη (που επίσης έχει και μία τόσο «κινηματογραφική» ζωή, ως άνθρωπος) πώς νιώθει η συγγραφέας; Μία ακόμα μεγαλύτερη έμπνευση και κινητήριο δύναμη να αφουγκραστεί και να καταγράψει; Ή κι ένα άγχος που βαραίνει τους ώμους, που δυσκολεύει, που παραλύει;

Ε.Χ.: Νομίζω πως το βιβλίο το χρωστάω στον παρορμητισμό μου, που συνήθως με βάζει σε μπελάδες, αλλά αυτή τη φορά με αντάμειψε. Πρώτα βούτηξα και μετά κατάλαβα σε τι πέλαγος είχα βρεθεί. Oταν το κατάλαβα, πανικοβλήθηκα. Αμέτρητες φορές μέσα στα χρόνια που γραφόταν το βιβλίο, είπα: «Τι πήγες κι έκανες;» Το αρχικό δέος για τη ζωή και την τέχνη του Αρβανίτη, στην πορεία μεγάλωνε και μαζί μεγάλωνε και το βάρος της ευθύνης. Oπως λέει ο ίδιος, κάθε ταινία είναι μια ερμηνεία. Είχα συναίσθηση πως κάθε αφήγηση είναι μια ερμηνεία και πως αυτό ισχύει και για μια βιογραφία. ΌOαν αφηγείσαι μια ζωή, αναπόφευκτα την ερμηνεύεις, η βιογραφία δεν μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα διυποκειμενικότητας. Ακόμα και μια λέξη που θα επιλέξεις έναντι μιας άλλης, φέρνει στο κείμενο τη δική σου οπτική για αυτό που θέλεις να εκφράσεις. Αυτή η συναίσθηση με βάραινε πολύ και με φόβιζε, κυρίως επειδή δεν φόβιζε καθόλου τον ίδιο. Μου αφηγήθηκε την ιστορία του γενναιόδωρα και μετά μου είπε: Πες την. Όπως θέλεις και όπως μπορείς. Δεν έθεσε όρους και περιορισμούς, δεν έκανε υποδείξεις, δεν έκανε καμιά παρέμβαση. Μου άφησε όλη την ευθύνη. Oμως η επικοινωνία μας, οι συζητήσεις μας, οι ταινίες του που μελέτησα ξανά και ξανά, οι εικόνες του, η στάση ζωής του, με επανέφεραν διαρκώς στην αφετηρία, τη συγκίνηση, τον ενθουσιασμό, τη σύνδεση με έναν κόσμο που με αφορούσε. Oταν πάλευα μόνη μου με το υλικό, αγχωνόμουν, αλλά μόλις τον έπαιρνα τηλέφωνο και μιλούσαμε λιγάκι, με γείωνε και με καθησύχαζε με την ηρεμία του, τη στωικότητα, το χιούμορ, τον αυτοσαρκασμό του αλλά κυρίως με την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό που μου έδειχνε. Ο Αρβανίτης έχει πηγαίο και στέρεο σεβασμό για τους ανθρώπους. Κι αυτός ο σεβασμός που ένιωθα σε κάθε βήμα, μου έδινε πίστη στις δυνάμεις μου.

Αρβανίτης βιογραφία Με την Ελεν Μπέρστιν στα γυρίσματα της «Κραυγής Γυναικών»

Eνιωσες κάποια στιγμή ότι δεν μιλάς μόνο για τη ζωή και το έργο ενός καλλιτέχνη; Αλλά ότι μέσα από το βλέμμα του αποκαλύπτεται και η Ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας, του κινηματογράφου της (και πόσο τον υπολόγιζε ως τέχνη ή όχι) αλλά κι ένα αποκαλυπτικό ταξίδι σε Ευρώπη και Αμερική, εποχές που κανείς θα σκότωνε να ήταν μια μύγα πίσω από τις κάμερες;

Ε.Χ.: Μα, ναι, μέσα από μια βιογραφία αναπλάθεται μια εποχή, η όψη, η μυρωδιά και η γεύση της, η πολιτισμική της φυσιογνωμία, οι κυρίαρχες νοοτροπίες που τη διαμορφώνουν. Η συγγραφή μιας βιογραφίας σου δίνει την ευκαιρία να τα εξερευνήσεις όλα αυτά με όχημα μια προσωπική ιστορία, από μια προσωπική οπτική. Εξετάζοντας ένα ατομικό παρελθόν, αποκαλύπτονται μπροστά σου όψεις του συλλογικού κι αυτό είναι σαγηνευτικό. Η περίοδος της έρευνας ήταν συναρπαστική για μένα. Κάθε μονοπάτι που έπαιρνα με έβγαζε σε απίθανα ξέφωτα.

Κύριε Αρβανίτη, πιάνοντας το νήμα της αφήγησης κι ακούγοντας τον εαυτό σας να εξιστορεί τις αναμνήσεις και εμπειρίες τόσων δεκαετιών - εντός κι εκτός πλατώ, σε Ελλάδα, Ευρώπη, Αμερική, ξαφνιαστήκατε κι ο ίδιος από τον όγκο των αποσκευών σας;

Γ.Α.: Ναι, είναι αλήθεια ότι είναι βαριές οι αποσκευές μου αλλά είναι ευχάριστο να τις κουβαλάω.

Υπήρξε κάτι - μία ιστορία, ένα κεφάλαιο της ζωής ή του έργου σου που σε δυσκόλεψε να αποκαλύψεις;
Γ.Α.: Ναι, τα πολύ προσωπικά μου.

Ξεκίνησα δοκιμάζοντας να αφηγηθώ την ιστορία γραμμικά, σε τρίτο πρόσωπο. «Ο Γιώργος γεννήθηκε…» Το έκανα. Μου πήρε πολύ καιρό, έγραψα πάνω από το μισό βιβλίο έτσι. Αλλά κάτι έλειπε. Εσπαγα το κεφάλι μου να βρω τι έλειπε. Και το βρήκα. Ελειπε ο Αρβανίτης. Ελειπε μέσα από το βιβλίο του ο ίδιος. Η ειδοποιός σύστασή του. Οι ιδιότητες που με μάγευαν στην προσωπικότητά του και στον χαρακτήρα του δεν ήταν εκεί. Επέστρεψα στις ηχογραφήσεις. Και είπα, οκέι, αυτό το «ωχ, παναγία μου!» Αυτό το «να πάρει η ευχή, να πάρει», δεν γράφονται σε τρίτο πρόσωπο...»

Αρβανίτης βιογραφία Γιώργος Αρβανίτης, Μαρτσέλο Μαστρογιάνι

Ελισάβετ, μεταχειρίστηκες πολύ ιδιαίτερα την αφήγηση. Οι βιογραφίες είναι ένα ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος - κάποιοι το πλησιάζουν στοχευμένα στα ιστορικά γεγονότα, άλλοι επεμβαίνουν πολύ με την πένα τους στο ύφος, τον τόνο, τον ίδιο τον λόγο. Εσύ επέλεξες να κάνεις πίσω, να δίνεις μόνο μερικές κατευθύνσεις στην ανασκαφή, και να αφήσεις (όπως λέει κι ο τίτλος σου) τον Αρβανίτη στο φως, ενώ όμως ταυτόχρονα νιώθαμε το συναίσθημα σου σε κάθε τι που κατέγραφες. Ηταν συνειδητές αποφάσεις όλα αυτά;

Ε.Χ.: Θα έλεγα πως η διαδικασία έμοιαζε με τη δημιουργία ενός ντοκιμαντέρ χωρίς σενάριο και προετοιμασία. Όπως εξομολογούμαι και στον επίλογο του βιβλίου, όταν ξεκινήσαμε δεν είχα ιδέα τι θα ήταν αυτό το βιβλίο, δεν είχα καν ιδέα αν θα καταφέρω να το γράψω. Μάζεψα το υλικό χωρίς σχέδιο, όπως καταγράφεις το υλικό ενός ντοκιμαντέρ που γυρίζεις από παρόρμηση και ενθουσιασμό, με μόνο οδηγό το ένστικτο, επειδή το θέμα συμβαίνει τώρα μπροστά σου, δεν έχεις καιρό να σκεφτείς ή να προετοιμαστείς, ανοίγεις την κάμερα και το αιχμαλωτίζεις. Μετά το φορτώνεις στο μοντάζ, το βλέπεις, το ξαναβλέπεις με τις ώρες και το αφήνεις να σου μιλήσει, το αποκρυπτογραφείς. Και μετά σε πιάνει πανικός. Τι, πώς, πού, από πού ν’ αρχίσω, πού θα τελειώσω, τι θα κρατήσω, τι θα πετάξω, τι θα φωτίσω, τι θα σκιάσω. Μοντάζ. Όταν μοντάρεις, ξέρεις πως η πνοή της ταινίας εμφυσείται στις συνδέσεις των πλάνων κι όχι στα ίδια τα πλάνα· ο τρόπος που συνδέονται αποκαλύπτει το νόημά τους. Ψάχνοντας τις συνδέσεις που θα έδιναν πνοή στο υλικό, ξεκίνησα δοκιμάζοντας να αφηγηθώ την ιστορία γραμμικά, σε τρίτο πρόσωπο. «Ο Γιώργος γεννήθηκε…» Το έκανα. Μου πήρε πολύ καιρό, έγραψα πάνω από το μισό βιβλίο έτσι. Αλλά κάτι έλειπε. Εσπαγα το κεφάλι μου να βρω τι έλειπε. Και το βρήκα. Ελειπε ο Αρβανίτης. Ελειπε μέσα από το βιβλίο του ο ίδιος. Η ειδοποιός σύστασή του. Οι ιδιότητες που με μάγευαν στην προσωπικότητά του και στον χαρακτήρα του δεν ήταν εκεί. Επέστρεψα στις ηχογραφήσεις. Και είπα, οκέι, αυτό το «ωχ, παναγία μου!» Αυτό το «να πάρει η ευχή, να πάρει», δεν γράφονται σε τρίτο πρόσωπο. Και δοκίμασα τον διάλογο. Και λειτούργησε· το υλικό άρχισε να ζωντανεύει. Αλλά ήταν απίστευτα πιο δύσκολο επειδή δεν είχε «γυριστεί» έτσι το υλικό. Δηλαδή δεν υπήρχε δομή, το υλικό ήταν χαώδες και αδόμητο, έλειπαν οι αρμοί. Έπρεπε να επινοηθούν. Να πλαστούν. Το πιο δύσκολο ήταν το κεφάλαιο στο οποίο μιλάμε για τις ταινίες, αναλύουμε δηλαδή τον τρόπο που προσεγγίζει την τέχνη του, καλλιτεχνικά και τεχνικά. Υπήρχαν πολλές επιλογές. Η χρονολογική, η προσέγγιση ανά είδος, κλπ. Κατέληξα σε έναν συνδυασμό που τον διατρέχει ένας άξονας: Η στάση ζωής του Αρβανίτη, η φιλοσοφία ζωής του, ο τρόπος που ερμηνεύει τον κόσμο. Όπως γράφω και στον επίλογο, για μένα αυτό το βιβλίο είναι μια ερμηνεία του να ζεις.

Αρβανίτης βιογραφία

Έχοντας γίνει μάρτυρας αυτής της συνομιλίας σας, μάς εξομολογήθηκες ότι το φως που ρίχνει ο Γιώργος Αρβανίτης είναι μάλλον περισσότερο ένα φως ερμηνείας, κατεύθυνσης, στο πώς κανείς επιλέγει να ζει (αυτό το «κοίτα») - όχι το κυριολεκτικό φως της τέχνης του. Πιστεύεις ότι σου φώτισε και σένα μέσα σου κάποια σκοτάδια αυτή η εμπειρία; 

Ε.Χ.: Οταν τον ρώτησα τι νιώθει για τον πατέρα που έχασε στα έξι του χρόνια, τον αντάρτη που εκτελέστηκε στον εμφύλιο και που οι επιλογές του καθόρισαν τη ζωή όλης της οικογένειας, ο Γιώργος μου απάντησε: «Για μένα, ήταν ένας άνθρωπος που τίμησε αυτό που πίστευε». Για μένα ο Γιώργος Αρβανίτης είναι ακριβώς αυτό. Ενας άνθρωπος που τίμησε στη ζωή και στην τέχνη αυτό που πίστευε. Κι αυτό, εκτός από άθλος, είναι κι ένα πολύτιμο μάθημα ζωής και, τελικά, ο λόγος που γράφτηκε αυτό το βιβλίο.

Κύριε Αρβανίτη, αν έπρεπε, θα μπορούσατε να επιλέξετε την πιο σημαντική στιγμή, ένα γεγονός, ένα πρόσωπο, μία ταινία που καθόρισε τη ζωή σας; 

Γ.Α.: Το μεγαλύτερο κεφάλαιο της ζωής μου είναι η γνωριμία μου με τη σύντροφο της ζωής μου, την Αγγελική. Χωρίς αυτήν δεν θα είχα κάνει όσα έχω κάνει μέχρι σήμερα, με στήριξε και με βοήθησε και της χρωστάω πολλά.

Ποια είναι τα επόμενα κεφάλαια της ιστορίας σας που δεν έχουν γραφτεί ακόμα;
Γ.Α.: Τα επόμενα κεφάλαια της ζωής μου δεν μπορώ να τα ξέρω. Ελπίζω να ζήσω λίγο ακόμα και να τα πω στην Ελισάβετ να τα γράψει.

Θα ήθελα να ταξιδέψω στο παρελθόν και να βρεθώ ένα απόγευμα του 1953 στη Διπλάρειο σχολή, μέσα στο προαύλιο, την ώρα του διαλείμματος, όπου ο δωδεκάχρονος Γιώργος επί τέσσερα χρόνια, κάθε απόγευμα, λαχταράει το «κλουρ’ τυρί» που πουλάει ο κουλουράς. Και επί τέσσερα χρόνια ποτέ δεν έχει λεφτά να το πάρει. Θα ήθελα να βρεθώ εκεί ένα απόγευμα και να του αγοράσω ένα κουλούρι με τυρί. Αν ακούγεται μελοδραματικό, τι να κάνουμε, παίρνω την ευθύνη.»

Αρβανίτης βιογραφία Από την παρουσίαση του βιβλίου στον Ιανό

Ελισάβετ, από «όλα τα ψαράκια που ψάρεψες», υπάρχει ένα που θα ήθελες να κρατήσεις στο προσωπικό σου ενυδρείο; Εχεις κάποια ιστορία που σε συγκίνησε πιο πολύ; Μια ιστορία που θα ήθελες να έχεις ζήσει από κοντά; Μέσα ή έξω από τα κινηματογραφικά πλατώ;

Ε.Χ.: Ολες. Αλλά, ξέρεις, κι εγώ, γράφοντας αυτό το βιβλίο, κατάλαβα πως η συγγραφή μιας βιογραφίας δεν διαφέρει και πολύ από τη μυθοπλασία. Οσο παράδοξο κι αν ακούγεται συνδέεσαι με τον ήρωά σου με όρους μυθοπλασίας, δηλαδή αρχίζεις να νιώθεις κάπως υπεύθυνος γι’ αυτόν και γι’ αυτά που του συμβαίνουν. Θα ήθελες τόσο πολύ να τον απαλλάξεις από τις δυσκολίες, πράγμα ανέφικτο βέβαια, ακόμα και στη μυθοπλασία, αφού, όπως ξέρουμε, οι ήρωές μας, ακόμα και οι επινοημένοι, κάνουν πάντα του κεφαλιού τους. Γι’ αυτό, αν μπορούσα, θα ήθελα να ταξιδέψω στο παρελθόν και να βρεθώ ένα απόγευμα του 1953 στη Διπλάρειο σχολή, μέσα στο προαύλιο, την ώρα του διαλείμματος, όπου ο δωδεκάχρονος Γιώργος επί τέσσερα χρόνια, κάθε απόγευμα, λαχταράει το «κλουρ’ τυρί» που πουλάει ο κουλουράς. Και επί τέσσερα χρόνια ποτέ δεν έχει λεφτά να το πάρει. Θα ήθελα να βρεθώ εκεί ένα απόγευμα και να του αγοράσω ένα κουλούρι με τυρί. Αν ακούγεται μελοδραματικό, τι να κάνουμε, παίρνω την ευθύνη.

Ποιος θα ήθελες να καταγράψει τη δική σου ιστορία;
 O γιος μου στην καρδιά του. (Επειδή είμαστε κλωστούλες στο νήμα του χρόνου).

Το βιβλίο «Γιώργος Αρβανίτης: Μια Ζωή στο Φως» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη.

Αρβανίτης βιογραφία