«Να ζούμε σαν σταρ του σινεμά, να διασκεδάζουμε σαν ροκ σταρ και να γαμάμε σαν πορνοστάρ.» - (με μια φωνή) Τζα Ρουλ και Μπίλι ΜακΦάρλαντ
Το αμερικάνικο όνειρο υπήρξε με διαφορά η πιο διαρκής και ανθεκτική διαφημιστική καμπάνια που σκέφτηκε και υλοποίησε ποτέ η Αμερική. Μια (υπερ) αξία που μεταφέρεται σχεδόν ατταβιστικά από γενιά σε γενιά, αλλάζοντας χαρακτηριστικά και μορφή, αλλά διατηρώντας αλώβητη τη φιλοσοφία της που μπορεί να ξεκίνησε χαρίζοντας ίσες ευκαιρίες σε όλους, αλλά κατέληξε να σημαίνει (περισσότερο κι από το «να έχεις πολύ χρήμα») «να ζεις σαν να έχεις πολύ χρήμα».
Η πολύπαθη επίσης έννοια του εν λόγω «πλούσιου» lifestyle πέρασε κι αυτή από σαράντα κύματα (φυσικά λιγότερα απ’ όσα χρειάστηκαν να αντιμετωπίσουν οι πρώτοι μετανάστες που διέσχισαν τον Ατλαντικό πριν φτάσουν στο Αγαλμα της Ελευθερίας για να ζήσουν το δικό τους όνειρο), αλλά κι αυτή παρέμεινε αλώβητη, είτε σήμαινε σπίτι στα προάστια μεταπολεμικά, δημιουργία επιχειρηματικών κολοσσών από το μηδέν στα 60s, χρηματιστηριακή ευδαιμονία στα 80s, μια ζωή όπως ακριβώς τη βλέπεις να απλώνεται μπροστά σου σκρολάροντας στο instagram στα 00s.
Μπίλι ΜακΦάρλαντ
Αυτό το αμερικάνικο όνειρο θέλησε να ζήσει ο γεννημένος το 1991 Μπίλι ΜακΦάρλαντ, ένας εκκολαπτόμενος Μαρκ Ζούκεμπεργκ που έστησε την πρώτη του εταιρία στα 13 και που αν τον δεις να μιλάει σε talk shows είσαι σίγουρος ότι, όταν ήταν μικρός. είχε πέσει σαν τον Οβελίξ στο μαγικό ζωμό ή κάτι σε πιο άσπρο και σε μορφή σκόνης που τον έχει κάνει να βρίσκεται μόνιμα σε υπερδιέγερση.
Από το υπόγειο του πατρικού του στο Νιου Τζέρσεϊ, ο ΜακΦάρλαντ θέλησε να βάλει «φωτιά» στη γενιά των millenials, αρχικά με μια πιστωτική κάρτα («Magnises») που σου έδινε πρόσβαση σε θεάματα και σε ιδιωτικά club στις μεγαλύτερες πόλεις της Αμερικής, στη συνέχεια με ένα app («Fyre») που περιελάμβανε λίστα διασήμων προς ενοικίαση για τα πάρτι σου και τέλος με ένα μουσικό φεστιβάλ που θα άλλαζε την ιστορία των μουσικών φεστιβάλ.
Δείτε εδώ τον ΜακΦάρλαντ να παρουσιάζει την πιστωτική κάρτα Magnises:
Το Fyre Festival ξεκίνησε ως μια ιδέα. Και παρέμεινε τέτοια ακόμη και μετά την έναρξή του, που σηματοδότησε το μεγαλύτερο φιάσκο των τελευταίων χρόνων και μαζί την αποκάλυψη της απάτης που ήταν ο ίδιος ο Μπιλ ΜακΦάρλαντ. Ενας κατά συρροήν ψεύτης που με ανεξάντλητη πειθώ άρμεγε επενδυτές και καταναλωτές, πουλώντας τη μεγάλη ζωή στο πακέτο μιας εμπειρίας που έγινε το αστείο μιας ολόκληρης βιομηχανίας και τον έστειλε στη φυλακή για έξι χρόνια και την απαγόρευση να ηγηθεί ποτέ ξανά κάποιας επιχείρησης και κυρίως ενός μουσικού φεστιβάλ.
Το πραγματικά ενδιαφέρον με το Fyre Festival είναι ότι ξεκίνησε κυριολεκτικά με ένα μπαράζ από ποστ στο instagram και τέλειωσε με ένα tweet, αποδεικνύοντας πόσο «αληθινή» μπορεί να είναι η ζωή στα κοινωνικά δίκτυα και που ακριβώς οδεύει το αμερικανικό ονειρο για τους millenials, μια γενιά που όσο κι αν σνομπάρει την Κιμ Καρντάσιαν, την ακολουθεί ευλαβικά στο instagram και όσο κι αν αρέσκεται να βλέπει τον Ζούκεμπεργκ να ξεμπροστιάζεται, συνεχίζει να ζει αναζητώντας και προσφέροντας like.
Τα μοντέλα που επιστρατεύτηκαν για την αρχική διαφήμιση του Fyre Festival
Τα θρυλικά γουρούνια του νησιού
Μπέλα Χαντίντ
Το πορτοκαλί τετράγωνο που ανακοίνωνε για πρώτη φορά το φεστιβάλ και έγινε viral
Ποστ στο instragram από την Αλεσάντρα Αμπρόσιο
Κι άλλο ποστ με τα μοντέλα της διαφήμισης
O ράπερ Τζα Ρουλ μαζί με τον Μπίλι ΜακΦάρλαντ όταν ακόμη το όνειρο ήταν αληθινό
Διαφημισμένο ως το απόλυτο luxury μουσικό φεστιβάλ που θα ισοπέδωνε το Coachella, το Fyre Festival πλήρωσε αδρά περίπου 60 ανθρώπους, ανάμεσα σε αυτούς τα πιο περιζήτητα μοντέλα της εποχής μας (Μπέλα Χαντίντ, Εμιλι Ρατακόφσκι κ.ά.) και ένα μάτσο influencers (η Κένταλ Τζένερ λέγεται ότι πήρε 250.000 δολάρια για να κάνει ένα ποστ) και έφτιαξε ένα βίντεο που ήταν αρκετό για να κάνει το κοινό να ξετρελαθεί.
Η υπόσχεση για ένα παραδείσιο νησί που κάποτε είχε στην ιδιοκτησία του ο Πάμπλο Εσκομπάρ, η εικόνα των όμορφων κοριτσιών να παίζουν μεταξύ τους στη χρυσή άμμο (και μαζί με γουρούνια), ένα κυνήγι θησαυρού με έπαθλο 1.000.000 δολάρια, πολυτελείς βίλες δίπλα στη θάλασσα και ένα line-up που για καιρό περιλάμβανε το όνομα του Κάνιε Γουέστ, ήταν όλα όσα χρειάστηκαν για να εξαφανιστούν τα πανάκριβα εισιτήρια μέσα σε λίγο καιρό από περίπου 6000 ανθρώπους έτοιμους να ζήσουν το... όνειρο.
Δείτε εδώ το θρυλικό, παραπλανητικό διαφημιστικό για το Fyre Festival:
Ο,τι συνέβη μέχρι την ημέρα που (δεν) ξεκινήσε το Fyre Festival είναι μια συναρπαστική, αστεία, επώδυνη, θλιβερή και απίστευτη ιστορία, θέμα δύο ντοκιμαντέρ που κυκλοφόρησαν ταυτόχρονα την προηγούμενη εβδομάδα στο Netflix και στο Hulu.
To ντοκιμαντέρ του Netflix με τίτλο «Fyre: The Party that Never Happened» είναι καλύτερο από τα δύο. Το υπογράφει ο Κρις Σμιθ του «The Yes Men» και στην παραγωγή του βρίσκουμε την ομάδα που ανέλαβε την επιθετική και αποτελεσματική καμπάνια στα κοινωνικά δίκτυα, τη Jerry Media. Δομημένο σαν ένα θρίλερ (... η άνοδος και η πτώση...), περιγράφει με ρυθμό, ένταση και πολύ υλικό το πώς κορυφώθηκε το δράμα του Fyre Festival από τη στιγμή που ανακοινώθηκε και σε κάθε βήμα που φαινόταν ότι ήταν αδύνατον να πραγματοποιηθεί.
Η ιστορία χτίζεται βήμα βήμα με τα λόγια των συνεργατών που εμπιστεύθηκαν τον Μπίλι ΜακΦάρλαντ σε όλες τις φάσεις του εγχειρήματος (από τον ράπερ Τζα Ρουλ που υπήρξε συνέταιρος του στο έγκλημα ήδη από την εποχή της πιστωτικής κάρτας Magnises, μέχρι τον υπεύθυνο παραγωγής και τους εργάτες που δούλεψαν χωρίς να πληρωθούν στο νησί Εξούμα στις Μπαχάμες) και ολοκληρώνεται όταν αποκαλύπτονται τα ψέματα, η αλαζονεία και κυρίως η απάτη πάνω στην οποία χτίστηκε το φιλόδοξο – καταδικασμένο από την αρχή – πρότζεκτ.
Ο Μπίλι ΜακΦάρλαντ προσπαθεί να ηρεμήσει το αγανακτισμένο πλήθος στο «Fyre: The Party that Never Happened»
O παράδεισος που είχαν υποσχθεί έμοιαζε με καταυλισμό σε εμπόλεμη ζώνη
To tweet που σήμανε το τέλος του Φεστιβάλ όταν έγινε viral
O Μπίλι ΜακΦάρλαντ στο «Fyre Fraud»
Αυτό που λείπει από το ντοκιμαντέρ του Κρις Σμιθ, βρίσκεται στο «Fyre Fraud», το ντοκιμαντέρ των Τζένερ Φουρστ και Τζούλια Γουίλομπι Νέισον για το Hulu. Και αυτό δεν είναι άλλο από τον ίδιο τον Μπίλι ΜακΦάρλαντ, ο οποίος στο ντοκιμαντέρ του Netflix εμφανίζεται μόνο σε κινηματογραφημένο υλικό, ενώ εδώ μιλάει στην κάμερα και ομολογουμένως σε δύσκολες ερωτήσεις.
Ο ΜακΦάρλαντ ζήτησε 125.000 δολάρια για να παραχωρήσει τη συνέντευξη και 250.000 δολάρια σύνολο για την παραχώρηση του υλικού. Οι παραγωγοί του ντοκιμαντέρ αρνήθηκαν αρχικά τα ποσά, αλλά τελικά πλήρωσαν (χωρίς να αποκαλύπτουν το τελικό ποσό) τον ΜακΦάρλαντ για να εμφανιστεί. Ο ΜακΦάρλαντ που βλέπουμε στο «Fyre Fraud» δεν μοιάζει με τον ΜακΦάρλαντ πριν το «φιάσκο». Πιο μειλίχιος, προσεκτικός και τελικά αδιάφορος δεν προσθέτει κάτι στο πορτρέτο που σκιαγραφούν οι δημιουργοί του «Fyre Fraud», προσθέτοντας ένα εύστοχο σχόλιο πάνω στη γενιά των millenials και στην κουλτούρα των κοινωνικών δικτύων.
Δείτε εδώ το τρέιλερ του «Fire Fraud»:
Δείτε εδώ το τρέιλερ του «Fyre: The Party that Never Happened»:
Μνημεία μιας τεκμηρίωσης που ξεκινά από την αδηφάγο λατρεία του κόσμου μπροστά στην αποτυχία του άλλου και καταλήγει στο πόσο εύκολο είναι να εξαπατήσεις ξανά και ξανά την οικογένειά σου, τους συνεργάτες σου, τον ίδιο σου τον εαυτό, τα δύο αυτά ντοκιμαντέρ αποτυπώνουν τη μετάλλαξη του αμερικανικού ονείρου στα χρόνια του like και επεκτείνουν τη συζήτηση γύρω από τα fake news στην ίδια την ψεύτικη πραγματικότητα που δεν είναι και τόσο δύσκολο να «περάσει» για αληθινή.
Η ταυτόχρονη εμφάνιση των δύο ντοκιμαντέρ την ίδια ακριβώς στιγμή είναι ενδεικτική για τη σημασία της αλληγορίας που φέρει η ιστορία του Fyre Festival και η άνοδος και η πτώση του Μπίλι ΜακΦάρλαντ για την εποχή που ζούμε.
Ενδεικτικό, ωστόσο, είναι και το γεγονός ότι το ντοκιμαντέρ του Hulu εμφανίστηκε σχεδόν από το πουθενά, χωρίς καμία διαφήμιση, υπολογισμένα ακριβώς για να ανταγωνιστεί αυτό του Netflix με αποτέλεσμα κάθε κείμενο που αναφέρεται στο ένα να περιλαμβάνει σήμερα και το άλλο. Μαζί ξεκίνησε και μια εκ νέου φρενίτιδα στα κοινωνικά δίκτυα για το ποιο ντοκιμαντέρ είναι καλύτερο, ποιο δείχνει περισσότερο Τζα Ρουλ, ποιο λέει την αλήθεια και ποιο την κρύβει, ποιο από τα δύο επιλέγει να δικαιολογήσει τον ΜακΦάρλαντ...
Το αποτέλεσμα; Η όποια «αλληγορία» - πείτε το και πάθημα που θα έπρεπε να γίνει μάθημα - πίσω από το φιάσκο του Fyre Festival ανακυκλώνεται ξανά στο επίπεδο ενός λαχταριστού gossip και κυρίως όσο πιο μακριά γίνεται από την παραμορφωτική εικόνα του (αμερικανικού) ονείρου μιας ολόκληρης γενιάς που συνεχίζει να «καίγεται» στον πυρήνα του.